Κείμενο – φωτογραφία: Γεώργιος Χουστουλάκης
Συνηθισμένη εικόνα ήταν παλιά, να βλέπουμε γυναίκες μονοπατισμένες, να κάθονται με τις γειτόνισσες τους, να πλέκουν, να γελούν και να κουβεντιάζουν τα καθημερινά τους θέματα
Όχι μονάχα στα χωριά της Κρήτης, αλλά σε όλες σχεδόν τις γειτονιές της Ελλάδος, είχαμε την ίδια εικόνα, γυναίκες μόνες είτε με άνδρες μαζί, να κάθονται στις καρέκλες ή στο κατώφλι κάποιου σπιτιού, είτε στα σκαλοπάτια μιας σκάλας, είτε σε κάποιο χαμηλό τοιχίο. Οι μεν γυναίκες να πλέκουν, η να κάνουν άλλες δουλείες, να ξεμάτιζαν κουκιά, να καθάριζαν φασολάκια, μπορεί να καθάριζαν το σιτάρι, αλλά ο σκοπός ήταν ίδιος, να πουν μια κουβέντα, είτε σοβαρή είτε αστεία, όλα ήταν στο πρόγραμμα..
Μαζευόταν να περάσει η ώρα τους, να μάθουν τα νέα τού χωριού, να πουν κι αυτές τα δικά τους, τα προβλήματά τους, γιατί τότε ήταν μια εποχή που όλα τα έλεγαν στο γείτονα, τον θεωρούσαν κανονικό «ξεμολόγο»!
Μα και οι άνδρες τα ίδια έκαναν στο καφενείο, έλεγαν το πρόβλημά τους, και έπαιρναν λύση από τις απαντήσεις των άλλων. Που πολλές φορές ήταν χρήσιμες..
Ένα είναι σίγουρο, ότι όταν έβλεπες γυναίκες περνώντας από κάποια γειτονιά, όλες τους ήταν χαρούμενες και γελαστές!
Η μια μάθαινε την άλλη και μάθαινε και από αυτήν, ήταν κάτι σαν σχολείο!
Οι ποιό σοβαρές γυναίκες σπάνια κουτσομπόλευαν, αυτές τού κουτσομπολιού ήταν συγκεκριμένες, και όλο τις ήξεραν, και ασφαλώς «είχαν το νου τους» τί θα πουν!
Ποιό πολύ συνήθιζαν να κάθονται στις αυλές η στα σκαλοπάτια αυτά που ήταν στο δρόμο, για να χαζεύουν τους περαστικούς, είτε ανθρώπους είτε ζώα για να έχουν θέματα προς σχολιασμό!.
H συζήτηση δεν είχε περιορισμό, ξεκίναγε από ένα θέμα, και όπου πήγαινε μετά η κουβέντα από μόνη της! Μέσα σε πέντε λεπτά άλλαζε το θέμα εκατό λογιώ! Έλεγε η μια που έχει καλά βρουβάσταχα, πάει το θέμα στη πείνα της κατοχής, μετά στα αεροπλάνα που βομβαρδίζανε, εκεί θυμήθηκε η άλλη πως παντρευόταν, από κει κάποια θυμήθηκε μια που ψάχνει γαμπρό, αν έχουν κανένα καλό ,παλικάρι…
Τούς άρεσε όμως να ανταλλάσσουν απόψεις με τις γειτόνισσες τους, πού πάντα φρόντιζαν να τα τρέχουν πάντα πολύ καλά, και όχι μονάχα για να τρέχουν για να περάσει η ώρα, αλλά για πολλούς και διαφόρους λόγους. Άμα ξέμεναν από ζάχαρη αλάτι ξύδι, αλεύρι, λεμόνι ή κανένα αυγό, το ζητούσαν «δανεικό»! Αλλά σπάνια το έπαιρναν πίσω όταν το επέστρεφαν, και επειδή το ήξεραν, έτσι και εκείνες τους έδιναν κάτι από αυτά που τους περίσσευαν για αντάλλαγμα.. Γενικά πάντα επεδίωκαν να τα ‘χουν καλά με τους γείτονες, και για μια ώρα ανάγκης να τους έχουν δίπλα τους για συμπαράσταση
Οι ποιό συνηθισμένες ώρες πού μαζευόταν, ήταν τα απογεύματα συνήθως τα Σάββατα και τις Κυριακές, και ειδικά στις ηλιόλουστες μέρες του χειμώνα, αφού φυσικά είχαν τελειώσει τις εργασίες τους.
Συχνότερα βέβαια βλέπαμε ηλικιωμένες γριούλες πού δεν είχαν και πολλές δουλειές να κάνουν, οπότε και την άραζαν στη γειτονιά σε μια καρέκλα, να χαζέψουν κανένα περαστικό, και γενικά ότι κινείται!
Όσο συνηθισμένες ήταν κάποτε οι σκηνές αυτές γυναικών στη γειτονιά, τόσο σπάνιο είναι να τις δούμε σήμερα, γιατί άλλαξαν πολλά από τότε, και οι εικόνες αυτές πλέον σπανίζουν. Την ωραία εικόνα, τη χάλασε κατ’ αρχάς η παρουσία της τηλεόρασης στο σπίτι, που αποξένωσε τον κόσμο. Οι σχέσεις των ανθρώπων των νεωτέρων γενεών, δοκιμάζονται πλέον από υπέρμετρο εγωισμό, που έχει σαν συνέπια να ξεκόβουν σιγά – σιγά, όχι μονάχα από τον γείτονα, αλλά και από τον συγγενή.
Έτσι δεν υπάρχουν υγιής σχέσεις ανθρώπων, που θα τους φέρουν στη γειτονιά, να μιλήσουν αγνά φιλικά χωρίς εμπάθεια.
Και αν ακόμα δούμε σήμερα εικόνες σαν αυτή της φωτογραφίας, αυτό θα είναι γιατί θα πρόκειται για γυναίκες της «παλιάς φουρνιάς», πού έχουν ακόμα μέσα τους την ίδια εκείνη καλοσύνη, αγαπάνε τους ανθρώπους, είναι αγνές, τίμιες, ρομαντικές και φυσικά λάτρεις των ωραίων του παλιού καλού καιρού!
Δυστυχώς μπορεί να προοδεύουμε στη τεχνολογία και στις επιστήμες, αλλά πάμε πίσω όσον αφορά τις σχέσεις μας με τον γείτονα και συνάνθρωπο μας.
Προτείνω λοιπόν όλοι να κάνουμε μια νέα αρχή, αρχίζοντας από τον εαυτό μας.
Ας κάνουμε μια επίσκεψη και στο γείτονα μας, που ναι μεν τα έχουμε καλά, αλλά έχουμε δέκα χρόνια να πάμε σπίτι του! Δεν θα μας φάει, ίσα – ίσα, θα μας φτιάξει καφέ, θα του κάνουμε παρέα και θα το χαρεί! Έτσι να το κάνουμε και στους συγγενείς μας, πρέπει να αναθερμάνουμε γενικά τις σχέσεις με τους ανθρώπους του περιβάλλοντός μας, που κάποτε ήταν άψογες.