Ο χαρισματικός νεαρός Ιωάννης Καποδίστριας, το 1809, εντάσσεται στις διπλωματικές υπηρεσίες της Ρωσίας. Έξι χρόνια αργότερα, το 1815, φτάνει στην κορυφή της ιεραρχίας, αναλαμβάνοντας τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών, ύστερα από την απαίτηση του Τσάρου Αλέξανδρου.
Το 1819 ο Καποδίστριας επισκέπτεται την πατρίδα του Κέρκυρα. Είναι η περίοδος που τα Επτάνησα, βρετανική αποικία με τον επίσημο τίτλο, Ηνωμένη Κράτος των Ιονίων Νήσων, αποτελούν το μεγάλο καταφύγιο για την πληθώρα Ελλήνων της ηπειρωτικής Ελλάδας, που δεν μπορούν να ζήσουν υπό τον οθωμανικό ζυγό. Ανάμεσά τους και Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ύστερα από άγριες διώξεις έχει καταφύγει στη Ζάκυνθο από το 1806.
Ο Καποδίστριας επισκέπτεται την Κέρκυρα, την περίοδο που ο Κολοκοτρώνης, στη Ζάκυνθο, μυείται στη Φιλική Εταιρεία.
Γράφει ο Σπύρος Μελάς στο «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» της 23ης Οκτωβρίου 1930:
«Την άνοιξι του 1819 κατέβηκε ο Καποδίστριας, να μείνη λίγες βδομάδες στους Κορφούς, να ιδή τη φαμίλια του, ύστερ’ από έντεκα χρόνια χωρισμό και ν ‘αναλάβη, στο μαλακό κλίμα και την ανάπαυση του νησιού, από την υπερκόπωση που είχε πάθη από αυτήν. σκοτούρες της καγγελαρίας του τσάρου και των ευρωπαϊκών συνεδρίων»
Στην Κέρκυρα όμως, τον Καποδίστρια περιμένουν άσχημα νέα.
«Δε βρήκε στο σπίτι του αυτό που γύρευε. Η μάνα του είχε πεθάνη. Η αδερφή του, η καλόγρηα Φροσύνη, που τη ζωή της όλη αφιέρωσε στους φτωχούς και τους αρρώστους, φιλάσθενη κι η ίδια, ήταν σαν το μαραμένο κρίνο.
»Η μόνη χαρά, που δοκίμασε μας λέει ο ίδιος, ήταν ότι ο γέρο-πατέρας του τον ευχήθηκε, με καμάρι, όταν τούδωσε ιδιόγραφο γράμμα του τσάρου που τον κολάκεψε πολύ»
Τα παράπονα για τους Βρετανούς
Οι ημέρες εκείνες όμως ήταν ημέρες έντονες και ταραχής και όχι απόλαυση της οικογενειακής και οικιακής ειρήνης.
«Ήταν αδύνατον να βρη [ο Καποδίστριας] στιγμής ησυχία. Το νησί ήταν ανώ-κάτω»
Αιτία, ο δεσποτισμός του βρετανού Ύπατου Αρμοστή των Ιονίων Νήσων, Τόμας Μαίτλαντ.
«Το νησί άνω-κάτω. Ο αρμοστής Μαίτλανδ είχε δώση για δύο χρόνια σύνταγμα, κυβερνούσε όμως απολυταρχικά. Οι Κερκυραίοι έκαναν κάθε μέρα στον Καποδίστρια παράπονα. Κι αυτός έβγαινε από την επιφύλαξή του κι έπαιρνε στάσι σχεδόν εχθρική στην αγγλική διοίκησι, προκαλώντας έτσι τη βρετανική δυσμένεια.
»Το πούλημα της Πάργας και η σκληρή τύχη του πληθυσμού της του σπάραζαν την καρδιά. Οι άδικοι κατατρεγμοί των Σουλιωτών και των Ρουμελιωτών τον πίκραιναν κατάβαθα. Και σα να μην έφθαναν αυτά, γρήγορα είδε νάρχωνται, απ’ όλα τα σημεία της Ελλάδος σ’ αυτόν, παληοί σύντροφοι και αδελφοποιητοί».
Ο «Μεσσίας»
Ο ερχομός του Καποδίστρια δεν είχε φυσικά περάσει απαρατήρητος. Ήταν ένας δικός τους άνθρωπος, συμπατριώτης και ταυτόχρονα ο έμπιστος και στενός συνεργάτης του πανίσχυρου Τσάρου, του Ρώσου Αυτοκράτορα. Μοιραία η σκέψη πως ο Καποδίστριας θα μπορούσε να πείσει τον Τσάρο Αλέξανδρο να στηρίξει τους Έλληνες ενάντια στον οθωμανικό ζυγό.
«Τον έβλεπαν σα Μεσσία. Κι όλοι ανέβαιναν στους Κορφούς ν’ ακούσουν τους χρησμούς του».
Έσπευσαν εκεί, γράφει ο ίδιος, μ’ άκρα μελαγχολία, προς επαύξησιν των θλίψεών μου, ίνα με τιμήσωσι και μ’ έπισκεφθώσιν, ως αρχαίον εν τη πολιορκή της Λευκάδος γνώριμον, ο Θ. Κολοκοτρώνης, ο Βότσαρης και οι επιφανέστεροι άνδρες της Πελοποννήσου, της Ακαρνανίας και του Αρχιπελάγους, κυρίως όμως επί τη ελπίδι ν’ ακούσωσι παρ’ εμού ότι μετ’ ολίγον η Ρωσσία θα τους λάβη και πάλιν υπό την ισχυρήν αυτής αιγίδα»
Ο Κολοκοτρώνης συναντά τον Καποδίστρια
Τον Απρίλιο του 1819, συναντιούνται ξανά, ύστερα από τη συνάντησή τους γύρω στα 1805 – 1806, οι δύο μεγάλοι άνδρες του Αγώνα των Ελλήνων για την Ελευθερία. Ο Κολοκοτρώνης, που έχει φτάσει στον βαθμό του ταγματάρχη στο «ελληνικό ελαφρύ πεζικό» του αγγλικού στρατού, συμμετέχοντας σε πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Γάλλων, θέλει να κρατήσει τον σκοπό του ταξιδιού του στην Κέρκυρα κρυφό.
Έτσι δηλώνει στις αγγλικές αρχές ότι «πηγαίνει να γυρίζει από το Μαίτλανδ τέσσερες χιλιάδες τάλληρα καθυστερημένους μισθούς».
«Με λαχτάρα έτρεξε, μόλις έφθασαν, να ιδή τον Καποδίστρια. Πόσο αλλαγμένο τον βρήκε! Δεν ήταν πια ο ζωηρός νέος με τα πύρινα μάτια, που του είχε μιλήσει μ’ ακράτητο ενθουσιασμό στη Λευκάδα. είχε σχεδόν γεράση. Η μορφή της σουρωμένης και χλώμη. Το μέτωπο του κουρασμένου, σκεπασμένο με σύγνεφα φροντίδων.
»Στο στόμα του ένα παράξενο στυφό χαμόγελο. Και στα μάτια του σα μεγαλωμένα υπέρμετρα συγκρατημένη μελαγχολία κι εγκαρτέρησι. Η ψυχή του είνε τώρα σφικτοκουμπωμένη σαν το ρούχο του.
«Εζύγιαζε τα λόγια του στη μικρή ζυγαριά του φαρμακοποιού. Δεν είνε πια ο υπάλληλος της μικρής κι ασήμαντης πολιτείας των Επτανήσων. Ο ίδιος ο τσάρος μιλάει με το στόμα του. Δέχτηκε τον Κολοκοτρώνη, όπως ένας άρχοντας δυστυχισμένο και σεβαστό φίλο»
Κυρίαρχο θέμα των συζητήσεων που ακολούθησαν ήταν το ένα και μοναδικό ερώτημα: «Θα βοηθήσει ο τσάρος τους Έλληνες;»
«Μίλησε με αυτόν [τον Κολοκοτρώνη], και τους άλλους οπλαρχηγούς, μια, δυό και τρείς φορές. Τους είπε με συντομία:
»Ο τσάρος δεν έχει καμμία διάθεσή να τραβάει το σπαθί κατά της Τουρκίας, ούτε να ταράξει τις σχέσεις του με την Αγγλία.
»Θεωρεί τον εαυτό της ευτυχή πούδωσε την ειρήνη στην Ευρώπη και που μπορεί να τη διατηρήσει. Ό,τι μπορεί να γίνει για σας, χωρίς πολεμικές περιπέτειες, θα γίνει.
»Αλλά γι’ αυτό πρέπει να βγάλετε τις άλλες ελπίδες που έχετε και να κάνετε μεγάλη υπομονή, να προσπαθήσετε στα παιδιά σας καλή εθνική ανατροφή, αφήνοντας τ’ άλλα στον καιρό και τη θεία πρόνοια».
Η απάντηση του Καποδίστρια δεν επιδέχεται παρερμηνείας.
Οι Έλληνες θα έπρεπε να αποκλείσουν κάθε ενδεχόμενο βοήθειας, ουσιαστικής ρωσικής βοήθειας αλλά και να αντιληφθούν ότι οι καιροί τότε κατά τη γνώμη του Καποδίστρια, δεν ευνοούσαν επαναστάσεις.
Με λίγα λόγια, ο Καποδίστριας καλούσε τους συμπατριώτες του να πάρουν στα χέρια τους τα βιβλία και όχι τα όπλα.
Εξάλλου είχε αρκετούς οπαδούς τότε η εκφρασθείσα, και από τον Αδαμάντιο Κοραή, άποψη ότι οι Έλληνες δεν ήταν έτοιμοι για μία επανάσταση και ότι πρώτα θα έπρεπε να αναπτυχθούν πνευματικά.
Ένας Σουλιώτης απάντησε στον Καποδίστρια.
«Δεν μπορούμε να το κάμουμε αυτό: Οι Άγγλοι που φέρατε στα νησιά μας δεν αφήνουν ούτε αυτή την παρηγοριά. Μας στριμώγουν απ’ ολούθε (…) Τι θα κάνουμε;
»Ας είνε! Αν η Ρωσία μάς άφησε να χαθούμε, αφού οι βασιλιάδες μας έφεραν σ’ αυτή την απελπισία, να διαλέξουμε ή έτσι η άλλη, εμείς θα βγούμε στο κλαρί και θα σηκώσουμε τη σημαία του σταυρού.
»Κι αν δεν μπορέσουμε να ελευθερωθούμε από τους Τούρκους, θα πεθάνουμε παλληκαρίσα σαν τους πατέρες μας».
Στη συνέχεια πήρε τον λόγο ένας μεγάλος σε ηλικία αρματωλός, ο οποίος κοιτάζοντας τον Καποδίστρια είπε:
«Εσείς μας λέτε ωραία λόγια για μέλλον και γι’ ανατροφή των παιδιών μας. Κι εμείς δεν έχουμε ούτε ψωμί να φάμε και συλλογιόμαστε πώς θα περάσουμε τη Λαμπρή που ζυγώνει.
»Η βαρειά τούτη κουβέντα ράϊσε την κραδιά του Καποδίστρια. Η μορφή του συννέφιασε. Τους άφηκε να ελπίσουν κάτι από τη μεγαλοδωρία του τσάρου για τις φαμίλιες τους. Κι άνοιξε κι ο ίδιος το πουγγί του, μοίρασε βοηθήματα»
Πώς τρώμε το ψητό
Ο Κολοκοτρώνης που γνώριζε άψογα την τέχνη της ψυχολογίας, θέλησε λίγες μέρες αργότερα να προσεγγίσει και πάλι τον Καποδίστρια.
«Πίσω από τον επίσημο τούτον Καποδίστρια όμως φαινότανε, τον ίδιον καιρό κι ένας άλλος: Ο Έλληνας. Κι αυτός δεν ήταν δυνατό να κρατήσει, ως το τέλος της παγερής μάσκας του Ρώσσου υπουργού.
»Ο Κολοκοτρώνης τον τράβηξε, για μια στιγμή, με τα νερά του, στο μεγάλο τραπέζι πούδωσε ο κόντες στους αρματωλούς, στο σπίτι του, ανήμερα τη Λαμπρή. Ο Γέρος λιάνιζε τ’ αρνιά μονάχος του και μοίραζε στα παλληκάρια.
»Ήταν συμφωνία κουβέντες να μη γίνουν πια για πολιτική. Ο Κολοκοτρώνης όμως ήθελε να σπάσω με κάθε θυσία τον πάγο και να τον ρίξουν στο ελληνικό.
»Ο Βιάρος, ο αδελφός του Καποδίστρια, μπασμένος στη φιλική από τον Παπά, τούδινε θάρρος. Άμα ήπιαν ένα δύο ποτηράκια, ο Κολοκοτρώνης άρπαξε με τα χέρια μια πλάτη και την έδωσε στον Καποδίστρια πούτρογε με μαχαιροπήρουνο:
– Να, έτσι τρώνε τα παλληκάρια το ψητό!
Ο κόντες ενθουσιάστηκε, οι άλλοι όλοι γέλασαν, ευθύμησαν. Και τα ποτήρια σηκώθηκαν αυτόματα στην υγεία της ελευθερίας.
Ο Καποδίστριας, που ήξερε πολύ καλά, τι αντίκτυπο είχε η απάντηση που είχε δώσει στους Κολοκοτρώνη και τους άλλους αρματωλούς, δεν θέλησε να αφήσει την Κολοκοτρώνη χωρίς ελπίδα.
«- Εφέτος κάνουμε Πάσχα εδώ στους Κόρφους και του χρόνου στην πατρίδα σου τη Μωριά! Είπε στον Κολοκοτρώνη κι εκείνος του απάντησε.
– Εσύ με φιλεύεις αρνί, κι εγώ στην πατρίδα μου τον μόσχο τον σιτευτό».
Πηγή: in.gr