Ἀπό το Βιβλίο Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου – Λόγοι Α’ «Με πόνο και αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο»
«Τα χρόνια που περνούμε είναι πολύ δύσκολα και πολύ επικίνδυνα, αλλά τελικά θα νικήσει ο Χριστός».
«Μεγαλύτεροι Μάρτυρες ἦταν οἱ Προφῆτες! Έβλεπαν μία κατάσταση καὶ ὑπέφεραν συνέχεια. Φώναζαν-φώναζαν, καὶ οἱ ἄλλοι τὸν χαβά τους».
Ὁ περισσότερος κόσμος τῆς ἐποχῆς μᾶς εἶναι μορφωμένος κοσμικά καὶ τρέχει μὲ τὴν κοσμική μεγάλη ταχύτητα. Ἐπειδή ὅμως τοῦ λείπει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ –«ἀρχή σοφίας φόβος Κυρίου» [1]–, λείπει τὸ φρένο, καὶ μὲ ταχύτητα, χωρίς φρένο, καταλήγει σὲ γκρεμό. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι πολύ προβληματισμένοι καὶ οἱ περισσότεροι πολύ ζαλισμένοι. Ἔχουν χάσει τὸν προσανατολισμό τους. Σιγά-σιγὰ κατευθύνονται πρὸς τὸ νὰ μήν μποροῦν νὰ ἐλέγχουν τὸν ἑαυτό τους. Ἄν αὐτοί ποὺ ἔρχονται στὸ Ἅγιον Ὅρος εἶναι τόσο πολύ συγχυσμένοι, τόσο μπερδεμένοι, μὲ τόσο ἄγχος, σκεφθῆτε οἱ ἄλλοι ποὺ εἶναι μακριά ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, πώς θὰ εἶναι!
Καὶ βλέπεις σὲ ὅλα τὰ κράτη φουρτούνα, ζάλη μεγάλη! Ὁ καημένος ὁ κόσμος – ὁ Θεὸς νὰ βάλει τὸ χέρι Του! – βράζει σάν τὴν χύτρα ταχύτητος. Καὶ οἱ μεγάλοι πώς τὰ φέρνουν! Μαγειρεύουν-μαγειρεύουν, τὰ ρίχνουν ὅλα στὴν χύτρα ταχύτητος καὶ σφυρίζει τώρα ἡ χύτρα! Θὰ πεταχθῆ σὲ λίγο ἡ βαλβίδα! Εἶπα σὲ κάποιον ποῦ εἶχε μία μεγάλη θέση: «Γιατί μερικά πράγματα δὲν τὰ προσέχετε; Τί θὰ γίνει;». «Πάτερ μου, μοῦ λέει, λίγο χιόνι ἦταν πρῶτα τὸ κακό, τώρα ἔχει γίνει ὁλόκληρη χιονοστιβάδα. Μόνο ἕνα θαῦμα μπορεῖ νὰ βοηθήση». Ἀλλά καὶ μὲ τὸν τρόπο ποὺ πηγαίνουν μερικοί νὰ βοηθήσουν τὴν κατάσταση, κάνουν μεγαλύτερη τὴν χιονοστιβάδα τοῦ κακοῦ. Ἀντί νὰ λάβουν ὁρισμένα μέτρα γιὰ τὴν παιδεία κ.λπ., κάνουν χειρότερα. Δὲν κοιτάζουν πώς νὰ διαλύσουν αὐτήν τὴν χιονοστιβάδα, ἀλλὰ τὴν κάνουν μεγαλύτερη. Βλέπεις, τὸ χιονάκι εἶναι λίγο στὴν ἀρχή. Ἄν κυλήση στὸν κατήφορο, γίνεται ἕνας σβῶλος. Ὁ σβῶλος, καθώς μαζεύει καὶ ἄλλο χιόνι, ξύλα, πέτρες κ.λπ., γίνεται σιγά-σιγὰ μεγαλύτερος-μεγαλύτερος, καὶ τελικά γίνεται ὁλόκληρη χιονοστιβάδα. Ἔτσι καὶ τὸ κακό λίγο-λίγο ἔχει γίνει πιά χιονοστιβάδα καὶ κυλάει, τώρα θέλει βόμβα γιὰ νὰ σπάση.
Ἀγωνιᾶτε, Γέροντα;
– Ἄχ, τί ἄσπρισαν τὰ γένια μου πρόωρα; Ἐγώ πονάω δυὸ φορές, μία, ὅταν προβλέπω μία κατάσταση καὶ φωνάζω, γιὰ νὰ προλάβουμε ἕνα κακό ποὺ πρόκειται νὰ γίνη, καὶ μία, ὅταν δὲν δίνουν σημασία –ἴσως ὄχι ἀπὸ περιφρόνηση –, καὶ συμβαίνη μετά τὸ κακό καὶ μοῦ ζητοῦν τότε τὴν συμπαράστασή μου. Τώρα καταλαβαίνω τί τραβοῦσαν οἱ Προφῆτες. Μεγαλύτεροι Μάρτυρες ἦταν οἱ Προφῆτες! Πιὸ μεγάλοι Μάρτυρες ἀπὸ ὅλους τους Μάρτυρες, παρ’ ὅλου ποὺ δὲν πέθαναν ὅλοι μὲ μαρτυρικό θάνατο. Γιατί οἱ Μάρτυρες γιὰ λίγο ὑπέφεραν, ἐνῶ οἱ Προφῆτες ἔβλεπαν μία κατάσταση καὶ ὑπέφεραν συνέχεια. Φώναζαν-φώναζαν, καὶ οἱ ἄλλοι τὸν χαβά τους. Καὶ ὅταν ἔφθανε ἡ ὥρα καὶ ἐρχόταν ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ ἐξ αἰτίας τους, βασανίζονταν καὶ ἐκεῖνοι μαζί τους. Τουλάχιστον ὅμως τότε τόσο ἔφθανε τὸ μυαλό τῶν ἀνθρώπων. Ἄφηναν τὸν Θεό καὶ προσκυνοῦσαν τὰ εἴδωλα. Σήμερα ποὺ καταλαβαίνουν, εἶναι ἡ μεγαλύτερη εἰδωλολατρία.
Δὲν ἔχουμε συνειδητοποιήσει ὅτι ὁ διάβολος βάλθηκε νὰ καταστρέψη τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Ἔχει κάνει παγκοινιά [2], νὰ καταστρέψη τὸν κόσμο. Λύσσαξε, γιατί ἄρχισε νὰ μπαίνη στὸν κόσμο ἡ καλή ἀνησυχία. Εἶναι πολύ ἀγριεμένος, γιατί γνωρίζει ὅτι εἶναι λίγη ἡ δράση του [3]. Τώρα κάνει ὅπως ἕνας ἐγκληματίας πού, ὅταν τὸν κυκλώνουν, λέει: «Δὲν ἔχω σωτηρία! Θὰ μὲ πιάσουν!». καὶ τὰ κάνει ὅλα γυαλιά-καρφιά. Ἤ ὅπως οἱ στρατιῶτες, ποὺ ἐν καιρῶ πολέμου, ὅταν τελειώσουν τὰ πυρομαχικά, βγάζουν τὴν λόγχη ἤ τὸ σπαθί καὶ ρίχνονται καὶ ὅ,τι γίνει. Σοῦ λέει: «Ἔτσι κι ἀλλιῶς χαμένοι εἴμαστε, ἄς σκοτώσουμε ὅσο πιὸ πολλούς μποροῦμε». Ὁ κόσμος καίγεται! Τὸ καταλαβαίνετε; Ἔπεσε πολύς πειρασμός. Τέτοια πυρκαγιά ἔχει βάλει ὁ διάβολος, ποὺ οὔτε ὅλοι οἱ πυροσβέστες ἄν μαζευθοῦν, δὲν μποροῦν νὰ κάνουν τίποτε, ἀναγκάζονται οἱ ἄνθρωποι νὰ στραφοῦν στὸν Θεό καὶ νὰ Τὸν παρακαλέσουν νὰ ρίξη μία βροχή γερή, γιὰ νὰ σβήση. Ἔτσι καὶ γιὰ τὴν πνευματική πυρκαγιά ποὺ ἄναψε ὁ διάβολος, μόνον προσευχή χρειάζεται, γιὰ νὰ βοηθήση ὁ Θεός.
Ὅλος ὁ κόσμος πάει νὰ γίνη μία περίπτωση. Γενικό ξεχαρβάλωμα! Δὲν εἶναι νὰ πῆς: «Σ’ ἕνα σπίτι χάλασε λίγο τὸ παράθυρο ἤ κάτι ἄλλο, ἄς τὸ διορθώσω». Ὅλο τὸ σπίτι εἶναι ξεχαρβαλωμένο. Ἔχει γίνει χαλασμένο χωριό. Δὲν ἐλέγχεται πιά ἡ κατάσταση. Μόνον ἀπὸ πάνω, ὅ,τι κάνει ὁ Θεός. Τώρα εἶναι νὰ δουλεύη ὁ Θεὸς μὲ τὸ κατσαβίδι, μὲ χάδια, μὲ σκαμπίλια, νὰ τὸ διορθώση. Μία πληγή ἔχει ὁ κόσμος ποὺ κιτρίνισε καὶ θέλει σπάσιμο, ἀλλὰ ἀκόμη δὲν ὡρίμασε καλά. Πάει νὰ ὡριμάση τὸ κακό, ὅπως τότε στὴν Ἱεριχὼ [4] ποὺ ἦταν γιὰ ἀπολύμανση.
Ψαλμ.110, 10
Παγκοινιά ἤ παγγεν(ἐ)ἴα (πάντες ἀπὸ κοινοῦ, πᾶν τὸ κοινόν) : ἐργασία τὴν ὁποία ἀναλαμβάνουν ὅλοι μαζί οἱ ἀδελφοί μίας Μονῆς ἤ μίας Σκήτης.
Βλ. Ἀποκ.12, 12
Βλ. Ἰ. Ναυῆ6, 24
Πηγή: immorfou.org.cy