Οι ελαιοκαλλιεργητές την περίοδο της άνοιξης θα πρέπει να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα προληπτικά μέτρα, τα οποία, σε συνδυασμό με την εφαρμογήτου κλαδέματος και της λίπανσης που προηγήθηκε, συμβάλλουν στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση σοβαρών ασθενειών της ελιάς κατά την περίοδο της βλάστησης και ανθοφορίας που ακολουθεί.
Οι έντονες κλιματολογικές μεταβολές των τελευταίων ετών έχουν οδηγήσει σε έξαρση διαφόρων ασθενειών της ελιάς, όπως το γλοιοσπόριο, το κυκλοκόνιο, η κερκόσπορα και η καρκίνωση. Η αποτελεσματική αντιμετώπιση των ασθενειών της ελιάς επιτάσσει τη χρήση ολοκληρωμένων στρατηγικών διαχείρισης με στόχο την παραγωγή ασφαλών, ποιοτικών και οικονομικά κερδοφόρων προϊόντων για τον ελαιοπαραγωγό και τον καταναλωτή. Η ολοκληρωμένη διαχείριση των φυτοπαθογόνων οργανισμών δίνει έμφαση στην ισορροπημένηκαι εύλογη χρήση πολλαπλών τακτικών (καλλιεργητικών, φυσικών, βιολογικών, χημικών κ.ά.) και αποτελεί ένα πολυδιάστατο, δυναμικό σύστημα σύγχρονης γεωργικής πρακτικής, το οποίο συνεχώς πρέπει να προσαρμόζεται με τις εξελίξεις της έρευνας, της τεχνολογίας και γενικά της τεχνογνωσίας στον χώρο. Η ολοκληρωμένη διαχείριση των ασθενειών της ελιάς επικεντρώνεται αρχικά στην επάρκεια των δένδρων σε νερό και θρεπτικά στοιχεία, στο σωστό κλάδεμα ώστε να εξασφαλίζεται καλός αερισμός των δένδρων, στην καταστροφή των ζιζανίων (αυξάνουν τη σχετική υγρασία και αποτελούν ξενιστές εχθρών και ασθενειών) και φυσικά στις προληπτικές πρακτικές αντιμετώπισης των παθογόνων. Τα καλλιεργητικά μέτρα στοχεύουν στην αφαίρεση, συλλογή και καταστροφή των εστιών διαχείμασης διαφόρων παθογόνων πριν ή μετά τη συγκομιδή (αποξηραμένοι κλαδίσκοι, νεκρά φύλλα, έλκη, προσβεβλημένοι καρποί) με σκοπό να μειωθούν οι πρωτογενείς μολύνσεις την ερχόμενη άνοιξη.
Εικόνα 2: Συμπτώματα γλοιοσπορίου
Το γλοιοσπόριο της ελιάς (ανθράκωση ή παστέλλα) (παθογόνα αίτια: Colletotrichum acutatum, C. gloesporioides, C. clavatum) αποτελεί πλέον μία από τις σημαντικότερες ασθένειες της ελιάς, η οποία προκαλεί ποιοτική και ποσοτική υποβάθμιση των καρπών και του ελαιολάδου. Τα τελευταία χρόνια το γλοιοσπόριο έχει προκαλέσει σημαντικές ζημιές στις νοτιοδυτικές ελαιοκομικές περιοχές της Ελλάδας και σε νησιά, σε συνδυασμό με εξάρσεις περιόδων βροχοπτώσεων αρχές ή μέσα καλοκαιριού ή νωρίς το φθινόπωρο. Το γλοιοσπόριο προσβάλλει κυρίως τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς. Οι ιδανικές συνθήκες για την ανάπτυξη των παθογόνων είναι τα μακρά διαστήματα ήπιων θερμοκρασιών μεταξύ 12-25 C, το υψηλό ποσοστό υγρασίας και η παρουσία μολυσμένων μουμιοποιημένων καρπών στο έδαφος ή στα ελαιόδενδρα (πρωτογενές μόλυσμα). Άλλα αίτια εξάπλωσης της ασθένειας είναι η ευαισθησία της ποικιλίας στο παθογόνο, η παρουσία πληγών και η ύπαρξη προσβολών από δάκο, αίτια που συμβάλλουν στην εύκολη είσοδο του παθογόνου στους φυτικούς ιστούς και επιταχύνουν τον χρόνο επώασης.
Όπως έχει αποδειχθεί και στο Εργαστήριο Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, ένα από τα σημαντικότερα στάδια στην επιδημιολογία του γλοιοσπορίου περιλαμβάνει την κρίσιμη περίοδο εγκατάστασης του παθογόνου την άνοιξη κατά τη διάρκεια της άνθησης των ελαιοδένδρων. Το μόλυσμα φτάνει στο μέγιστό του κατά την περίοδο της ανθοφορίας και όσο πλησιάζουμε στη συγκομιδή. Στο ανθικό στάδιο, εκτός από την καταστροφή των ανθέων, το παθογόνο επιβιώνει σε λανθάνουσα μορφή στον σχηματιζόμενο ελαιόκαρπο κατά τη διάρκεια της άνοιξης και του καλοκαιριού. Επίσης, από τα μολυσμένα φύλλα και τους κλάδους, ο μύκητας μπορεί να εξαπλώνεται στους αναπτυσσόμενους καρπούς μέσω του ποδίσκου. Οι συνθήκες υγρασίας κορεσμού του φυλλώματος σε ελαιώνες κατά τη διάρκεια της νύχτας ακόμη και σε ξηρά καλοκαίρια οδηγούν στην επιβίωση του παθογόνου μέχρι την ωρίμανση του ελαιοκάρπου. Οι βροχές του φθινοπώρου ενεργοποιούν το παθογόνο που μπορεί να οδηγήσει σε έντονα συμπτώματα σήψεων ελαιοκάρπου με σοβαρή απώλεια παραγωγής και υποβάθμιση της ποιότητας του παραγόμενου ελαιολάδου. Στις ποικιλίες με μεγάλους καρπούς, τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται ως κυκλικές βυθισμένες κηλίδες ή υπό τη μορφή ομόκεντρων δακτυλίων, ξεκινώντας από το κέντρο της προσβολής. Σε ώριμους καρπούς, παρατηρείται μια εσωτερική καστανή σήψη της σάρκας γύρω από την κηλίδα (Εικόνα 1). Όσο πιο ώριμος είναι ο καρπός τόσο πιο ευαίσθητος γίνεται στο γλοιοσπόριο, προκαλώντας σοβαρές ζημιές στην παραγωγή. Η θεραπευτική αντιμετώπιση της ασθένειας μετά την εμφάνισή της από τις καλοκαιρινές ή φθινοπωρινές βροχές είναι ιδιαίτερα δύσκολη και οδηγεί σε εφαρμογές σκευασμάτων που αυξάνουν το κόστος και επιβαρύνουν με υπολείμματα τη συγκομιδή. Το λάδι που παράγεται από τους μολυσμένους καρπούς είναι υποβαθμισμένης ποιότητας, έχει κοκκινωπό χρώμα, και οδηγεί σε χημικές μεταβολές στη σύστασή του (υψηλή οξύτητα, μείωση της β-σιτοστερόλης, των πολυφαινολών και της α-τοκοφερόλης).
Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του γλοιοσπορίου απαιτείται η έγκαιρη προληπτική και θεραπευτική δράση στην εγκατάσταση του παθογόνου στον ελαιώνα την άνοιξη με εγκεκριμένα μυκητοκτόνα, που θα πρέπει να εφαρμόζονται με ψεκαστικά συστήματα, τα οποία θα οδηγούν σε πολύ καλή κάλυψη και διάχυση της δραστικής ουσίας στους ευαίσθητους ιστούς (π.χ. άνθη, φύλλα), να έχουν αντοχή στην έκπλυσή τους από τη βροχή και διάρκεια δράσης που μπορεί να καλύψει όλη την περίοδο από την άνθηση έως την πρώτη ανάπτυξη του ελαιοκάρπου. Αν το επίπεδο μολύσματος είναι υψηλό στον ελαιώνα, απαιτούνται δύο εφαρμογές στο διάστημα της άνθησης – καρπόδεσης. Ο ανοιξιάτικος ψεκασμός κατά το κρόκιασμα των ανθέων (3-5% ανοιχτών ανθέων) και στο στάδιο της καρπόδεσης είναι ιδιαίτερα σημαντικός για την καταπολέμηση των πρωτογενών μολυσμάτων και την περαιτέρω εξάπλωση της ασθένειας του παθογόνου πριν την ωρίμανση του καρπού και κατά τη διάρκεια του καλλιεργητικού έτους. Τα εγκεκριμένα φυτοπροστατευτικά σκευάσματα για την καταπολέμηση του γλοιοσπορίου είναι: dodine, kresoximmethyl, azoxystrobin, difenoconazole, pyraclostrobin, trifloxystrobin, mancozeb, Βacillus amyloliquefaciens, eugenol+geraniol+thymol.
Το κυκλοκόνιο (Spilocaea oleaginea) είναι μια μυκητολογική ασθένεια που προκαλεί κυρίως φυλλόπτωση και εξασθένιση των ελαιοδένδρων. Οι νέες ανοιξιάτικες μολύνσεις που εκδηλώνονται με την εμφάνιση χαρακτηριστικών καστανών κυκλικών κηλίδων στην πάνω επιφάνεια των φύλλων, γνωστές και ως «μάτια παγωνιού», ευνοούνται από τις χαμηλές-μέτριες θερμοκρασίες (10-20οC) σε συνδυασμό με βροχερό ή ιδιαίτερα υγρό καιρό (Εικόνα 2). Οι κηλιδώσεις μπορούν να εξελιχθούν σε χλωρώσεις (κιτρινίσματα) και αποφύλλωση συχνότερα των χαμηλών κλαδιών (ποδιές). Ο μύκητας μπορεί να μολύνει και ποδίσκους ανθοταξιών και καρπών προκαλώντας ανθόπτωση και καρπόπτωση. Μολύνσεις παρατηρούνται σε μεγαλύτερη ένταση σε περιοχές αυξημένης υγρασίας, ιδιαίτερα μετά από ανοιξιάτικες βροχοπτώσεις. Οι ανοιξιάτικες μολύνσεις είναι καθοριστικής σημασίας, καθώς από αυτές προέρχεται το αρχικό μόλυσμα για τις μολύνσεις της περιόδου. Η αντιμετώπιση του κυκλοκονίου βασίζεται σε προληπτικά μέτρα περιορισμού της υγρασίας του φυλλώματος (π.χ. κλάδεμα που εξασφαλίζει καλό αερισμό και φωτισμό), ισορροπημένες αρδεύσεις και λιπάνσεις. Ιδιαίτερα σε περιοχές με υψηλή υγρασία συστήνεται προληπτικός ψεκασμός για την προστασία της νέας βλάστησης (ακραία νεαρή βλάστηση 2-5 εκ.) με χαλκούχα και άλλα εγκεκριμένα μυκητοκτόνα (fenbuconazole, difenoconazole, dodine, trifloxystrobin, tebuconazole, kresoxim-methyl, pyraclostrobin, mancozeb). Οι επεμβάσεις με χαλκούχα σκευάσματα θα πρέπει να αποφεύγονται αυστηρά κατά την άνθηση. Οι χαλκοί μπορούν να χρησιμοποιηθούν μέχρι το κρόκιασμα των ανθέων, λίγο πριν την άνθηση.
Η κερκόσπορα (Pseudocercospora cladosporioides) είναι μια μυκητολογική ασθένεια που προκαλεί κυρίως πρόωρη φυλλόπτωση στην ελιά. Χαρακτηριστικό σημείο της ασθένειας είναι η εμφάνιση γκρίζου μεταχρωματισμού στην κάτω επιφάνεια των παλαιότερων φύλλων που μακροσκοπικά μοιάζει με την καπνιά. Στην επάνω επιφάνεια των φύλλων σχηματίζονται ακανόνιστες χλωρωτικές ή κίτρινες κηλιδώσεις που αργότερα νεκρώνονται και προκαλείται έντονη πρόωρη φυλλόπτωση το καλοκαίρι (Εικόνα 3). Στους άωρους καρπούς προκαλεί καστανές κηλίδες, ελαφρά βυθισμένες, ενώ στους ώριμους η συνένωση των γειτονικών κηλίδων προκαλεί καστανή σήψη. Η αντιμετώπιση της κερκόσπορας βασίζεται σε προληπτικά μέτρα κατάλληλου κλαδέματος και στις προληπτικές επεμβάσεις για την προστασία της νέας βλάστησης (2-5 εκ.) από τις νέες ανοιξιάτικες προσβολές με χαλκούχα και άλλα εγκεκριμένα μυκητοκτόνα που έχουν ταυτόχρονη δράση και κατά του κυκλοκονίου. Μεγαλύτερη ανάγκη προστασίας έχουν οι ήδη προσβεβλημένοι ελαιώνες για να αποφευχθεί η μόλυνση της νεαρής βλάστησης από το μόλυσμα που βρίσκεται ήδη στο παλαιότερο φύλλωμα. Οι καιρικές συνθήκες αυτής της περιόδου ευνοούν νέες μολύνσεις, ιδιαίτερα μετά από ανοιξιάτικες βροχές.
Η καρκίνωση (Pseudomonas savastanoi pv. savastanoi) είναι μια βακτηριολογική ασθένεια με σχηματισμό εξογκωμάτων-όγκων (καρκινώματα) στα κλαδιά, στους μεγάλους κλάδους, στον κορμό και σπανιότερα στα φύλλα (Εικόνα 4). Η ασθένεια εκδηλώνεται σε όλη τη διάρκεια του έτους, εφόσον ο καιρός είναι υγρός ή βροχερός και υπάρχουν πληγές στα δένδρα που αποτελούν τα σημεία εισόδου του βακτηρίου. Οι νέες μολύνσεις προκαλούνται μετά από ράβδισμα (κατά τη συγκομιδή), κλάδεμα, παγετό, χαλάζι ή δυνατό άνεμο. Τα έντονα προσβεβλημένα κλαδιά εξασθενούν και ξηραίνονται. Δένδρα μικρής ηλικίας, που παρουσιάζουν συμπτώματα της ασθένειας, εξασθενούν γρήγορα και παρατηρείται μείωση της παραγωγής ή ακόμη και νέκρωση ολόκληρων των δένδρων. Η αντιμετώπιση της καρκίνωσης έγκειται στην αποφυγή του ραβδίσματος και κλαδέματος των δέντρων με υγρό και βροχερό καιρό. Τα προσβεβλημένα με όγκους κλαδιά θα πρέπει να αφαιρούνται, να απομακρύνονται με ξηρό καιρό και να καταστρέφονται. Συστήνονται προληπτικοί ψεκασμοί με εγκεκριμένα κυρίως χαλκούχα σκευάσματα αμέσως μετά τη συγκομιδή, το κλάδεμα, παγετό ή χαλάζι.
Η αντιμετώπιση των προαναφερθέντων ασθενειών της ελιάς με ολοκληρωμένα προγράμματα φυτοπροστασίας κατά τη διάρκεια της άνοιξης είναι κρίσιμη ώστε να οδηγήσει τους ελαιοπαραγωγούς σε μία αξιόλογη και ποιοτική παραγωγή βρώσιμων ελιών και ελαιολάδου.
Δημήτρης Τσιτσιγιάννης, αν. καθηγητής Φυτοπαθολογίας, Τμήμα Επιστήμης Φυτικής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ελιά & Ελαιόλαδο, τεύχος 95.
Πηγή: olivenews.gr