26 Οκτωβρίου του 1957 έφυγε από τη ζωή ο Νίκος Καζαντζάκης
—Διψώ!… Διψώ!… Διψώ!…
Μόνη στο προσκέφαλο του αγαπημένου μου, φώναζα όλους τους άγιους βοήθειά μου.
—Νίκος μου, Νίκος μου, του έλεγα, τριήμερος είναι, θα περάσει. Κουράγιο, αγάπη μου. Σήμερα το βράδυ ο πυρετός θα πέσει. Αύριο θα φέξει πάλι ο ήλιος, θαυμάσιος!
Τα έλεγα και τα πίστευα.
—Ναι… ναι…, έγνεφε ο Νίκος με το κεφάλι και μου ζητούσε νερό να ξεδιψάσει.
—Θυμηθείτε τον Μπέργκσον, την επιστράτεψη! Επιστρατέψετε τις δυνάμεις σας, σας ικετεύω!
—Ναι… ναι…, έγνεφε ο Νίκος και ζητούσε πάλι να πιει να ξεδιψάσει.
[…]
—Νίκος μου, Νίκος μου, φώναξα, με ακούς, αγάπη μου;
Έμεινε ακίνητος. Η «παιδική καρδιά» του χτυπούσε ακόμα. Η ανάσα του έγινε ακόμα πιο γρήγορη και πιο σύντομη. Πήρα το αριστερό του χέρι, μεταξωτό, ποτέ ιδρωμένο, το απόθεσα στο κεφάλι μου:
—Δώσ’ μου την ευχή σου, Καλέ μου. Κάνε ν’ ακολουθήσω πάντα το δρόμο, που χάραξες.
Το χέρι έμεινε ώρα πολλή πάνω στο κεφάλι μου. Ζεστό, μεταξωτό, πάντα δροσερό, όπως το αγαπούσα. Έπειτα το απόθεσα απαλά πάνω στα σεντόνια.
Ο Νίκος Καζαντζάκης δεν υπήρχε πια. Θα ‘θελα ν’ ανοίξω πόρτες και παράθυρα και να φωνάξω:
—Φεγγάρι, άστρα, δέντρα, νύχτα μαύρη, εσείς που τόσο αγάπησε, ο Καζαντζάκης σας δεν υπάρχει πια!
Γύρισα δίπλα του, τον κοίταζα πολλή ώρα. Του έκλεισα τα μάτια. Τα μάτια που ‘ χαν το χρώμα της ελιάς δε θα ‘βλεπαν ποτέ πια τον ήλιο. Η πηχτή νύχτα του θανάτου, έκλεινε τον κύκλο της, τα τριάντα τρία χρόνια φως.
Όρθιος, όπως έζησε, παράδωσε την ψυχή του, σαν το βασιλιά, που αφού γλέντησε στο μεγάλο τραπέζι, σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα, και, χωρίς να στραφεί πίσω, διάβηκε το κατώφλι…
Πηγή: Νίκος Καζαντζάκης – Χαρά Μαρία