Ο Άγιος Νεκτάριος το 1920 προσεβλήθη από προστάτη. Τότε προαισθάνθηκε τον θάνατο του. Καθώς προσευχόταν είπε στη Μοναχή Νεκταρία:
-Ας ευλογήσω για τελευταία φορά το Μοναστηράκι μου και τους Χριστιανούς της νήσου, διότι σε λίγο θα απέλθω.
– Που θα πας; Τον ρώτησε η Μοναχή.
-Εις τους Ουρανούς, της απάντησε.
– Και τι θα γίνουμε εμείς, χωρίς εσένα;
-Σεις να είστε καλές, τις απαντούσε και θα έρθουν πολλοί να σας προστατεύσουν. Θα ρθούνε λαϊκοί και Ιερείς και Αρχιερείς.
Από τότε οι πόνοι έγιναν αφόρητοι. Οι Μοναχές τον μετέφεραν στο Αρεταίειον Νοσοκομείο.
-Καλόγηρος είναι; Ρώτησε ο υπάλληλος που του έπαιρνε τα στοιχεία…
-Όχι, Δεσπότης, του απάντησε η Μοναχή.
-Άφησε τα αστεία, Γερόντισσα. Πες το όνομα του για να συμπληρώσω το δελτίο.
-Δεσπότης παιδί μου. Είναι ο Πενταπόλεως.
-Δεσπότης και δεν έχει χρυσό εγκόλπιο και χρήματα;
Πράγματι δεν είχε χρήματα και τον έβαλαν με τους άπορους, με τους ανιάτους και με τους μελοθανάτους. Έζησε εκεί δύο μήνες με φρικτούς πόνους και παρέδωσε το πνεύμα του, προσευχόμενος και γαλήνιος, το βράδυ 8 Νοεμβρίου του 1920 αφού προηγουμένως μετέλαβε των Αχράντων Μυστήριων.
Όταν όμως ο Άγιος παρέδωσε το πνεύμα του, στο θάλαμο οι αδελφές τον άλλαξαν προς ενταφιασμό και του φόρεσαν καθαρά ρούχα. Τη φανέλα του όμως, όταν την έβγαλαν την έριξαν προς στιγμή, στο διπλανό κρεββάτι ,που ήταν ένας παράλυτος. Παραδόξως όμως ο παράλυτος κατάλαβε ότι έγινε καλά. Σηκώθηκε από το κρεββάτι υγιής και περπατούσε και δόξαζε τον Θεό.
Ο θάλαμος του Νοσκομείου, μέσα στον οποίο εκοιμήθη ο Άγιος, έπειτα από λίγη ώρα μοσχοβόλησε και επί μήνες ευωδίαζε. Γι αυτό και δεν είχαν βάλει κανένα ασθενή εκεί. Και έκτοτε το δωμάτιο αυτό το χρησιμοποιούσαν ως τόπο προσκυνήματος και το ονόμασαν 《Άγιος Νεκτάριος》