Η 23η Ιουλίου ήταν μάλλον η χειρότερη μέρα της ζωής μας.
Ζήσαμε κυριολεκτικά σκηνικό πολέμου χάνοντας φίλους, γνωστούς, ζωάκια και σπίτια από τη μια στιγμή στην άλλη.
Κανείς δεν πίστευε ότι η φωτιά θα έφτανε μέχρι το Μάτι κι έτσι οι περισσότεροι ήμασταν καθησυχασμένοι στα σπίτια μας καθώς δεν υπήρξε καμία ειδοποίηση εκκένωσης της περιοχής, γιατί όπως ενημερωθήκαμε αργότερα δεν υπήρξε καμία ” εντολή εκ των άνω”. Μέχρι που η φωτιά έφτασε κυριολεκτικά στο κατώφλι των σπιτιών μας. Ήταν η στιγμή που όλοι αντιληφτήκαμε τη σοβαρότητα της κατάστασης επιβιβαζόμενοι στα αυτοκίνητα μας προσπαθώντας να φτάσουμε στο λιμάνι της Ραφήνας, και για όσους δεν τα καταφέραμε έστω σε κάποιο σημείο προσβάσιμο στη θάλασσα.
Σε όλο αυτόν τον πανικό και βλέποντας τις φλόγες να έρχονται κατά πάνω μας δεν ακούστηκε ούτε μια σειρήνα, δεν είδαμε ούτε ένα πυροσβεστικό όχημα.
Όταν μάλιστα ένας άνθρωπος ζήτησε βοήθεια από την αστυνομία να μεταφέρουν ανθρώπους που κινδύνευαν σε ασφαλές μέρος απάντησαν κι εκείνοι με τη σειρά τους ότι δεν τους έχει δοθεί εντολή και να κάνουμε απλά το σταυρό μας.
Μας άφησαν κυριολεκτικά στο έλεος του Θεού.
Εγώ μαζί με τον μπαμπά μου καταλαβαίνοντας ότι αν μέναμε στο αυτοκίνητο θα καιγόμασταν ζωντανοί αποφασίσαμε να κατέβουμε και να τρέξουμε προς τη θάλασσα, μη γνωρίζοντας ποιο δρόμο έπρεπε να διαλέξουμε.
Η μόνη μας διαφυγή ήταν ένα μικρό στενάκι που οδηγούσε σε ένα χωράφι έτοιμο να τυλιχτεί στις φλόγες.
Ευτυχώς ο ιδιοκτήτης του είχε αφήσει την πόρτα ανοιχτή και μπορέσαμε να φτάσουμε στα βράχια και να πηδήξουμε στη θάλασσα λίγα δευτερόλεπτα πριν τα πάντα πίσω μας να τυλιχτούν στις φλόγες. Μην μπορώντας να αναπνεύσω καθώς όλα είχαν μαυρίσει και οι φλόγες έφταναν μέχρι πάνω μας μέσα στη θάλασσα, προσπάθησα να πάω σε ένα σημείο που θα μπορούσα να πάρω λίγο οξυγόνο έχοντας ως αποτέλεσμα να χάσω τον μπαμπά μου και να μην ξέρω για τις επόμενες ώρες αν τα είχε καταφέρει.
Το ίδιο κι εκείνος για μένα.
Κατέληξα να περνάω 4,5 ώρες στη θάλασσα μόνη μου μη γνωρίζοντας που είναι η στεριά, πόσες ώρες βρίσκομαι εκεί η προς τα ποια κατεύθυνση έπρεπε να κολυμπήσω.
Το χειρότερο όλων βέβαια ήταν ότι όλες αυτές τις ώρες δεν πέρασε ούτε ένα αεροπλάνο, ούτε ένα σκάφος του λιμενικού.
Σωθήκαμε από καθαρή τύχη και ΚΥΡΙΩΣ από την ανθρωπιά κάποιων ψαράδων από το Λαύριο και το αλιευτικό ” Αγία Άννα” οι οποίοι μόλις έμαθαν για τα γεγονότα έτρεξαν να βοηθήσουν.
Μόλις ρωτήσαμε το λιμενικό που ήταν τόσες ώρες που παλεύαμε με τα κύματα και τη ζωή μας ή απάντηση ήταν για ακόμα μια φορά ότι δεν είχαν εντολή να βγουν στα ανοιχτά αλλά εκείνοι ήταν που παρότρυναν τους ψαράδες να μας σώσουν…
Και όταν ενημέρωσα τη θεία μου μέσα από το αλιευτικό να τους πει να ψάξουν για τον μπαμπά μου που είχε μείνει πίσω και δεν γνωρίζαμε την τύχη του η απάντηση ήταν ότι δεν μπορούν να κάνουν κάτι πάρα μόνο να τον πάρουν τηλέφωνο…
Ο ήρωας ο μπαμπάς μου, με σπασμένα πλευρά και ωμοπλάτη κατάφερε να επιζήσει προσπαθώντας να κρατηθεί από τα βράχια επί 4 ώρες.
Οι πραγματικοί ήρωες εκείνης της τραυματικής ημέρας ήταν οι ” αφανείς”.
Όλοι εκείνοι οι ψαράδες που πάλεψαν να σώσουν όσους περισσότερους ανθρώπους μπορούσαν και εμείς που δεν απελπιστήκαμε και δεν εγκαταλείψαμε τον αγώνα μας.
Μας περιέθαλψαν, μας έδωσαν τροφή και νερό, μας έντυσαν, μας έδωσαν τα τηλέφωνα τους να ενημερώσουμε τους δικούς μας ανθρώπους ότι ζούμε…
Δύο από εκείνους μάλιστα ήταν Αιγύπτιοι (και οι 2 ονόματι Mohamed) και με παίρνουν καθημερινά τηλέφωνο να με ρωτήσουν πως είναι η υγεία μου και του μπαμπά μου.
Δεν υπάρχουν λόγια για αυτούς τους ανθρώπους, θα σας ευγνωμονούμε για μια ζωή…
Κουράγιο σε όσους ανθρώπους περιμένουν να ακούσουν νέα για την τύχη των δικών τους ανθρώπων και συλλυπητήρια στις οικογένειες που έχασαν τους ανθρώπους τους.