Κείμενο – Φωτογραφία: Γεώργιος Χουστουλάκης
Τα παλιά χρόνια και μεταπολεμικά, στην Κρήτη υπήρχαν οι στιμαδώροι, οι οποίοι ήταν χαρισματικοί άνθρωποι, που μπορούσαν να εκτιμήσουν μια κατάσταση, την αξία σε διάφορα ακίνητα, τις ζημιές που προξενούσαν κάποιοι άθελά τους στον άλλο, η σε εκτίμηση μελλοντικής παραγωγής διαφόρων αγροτικών προϊόντων.
Οι χαρισματικοί αυτοί άνθρωποι του χωριού, δεν ήταν επαγγελματίες, ήταν απλά συγχωριανοί που εκτός από το μεράκι αυτό, είχαν ιδιαίτερα αυξημένη αντίληψη των πραγμάτων, όσον αφορά αξίες προϊόντων, κινητά η ακίνητα, που καλούντο να δώσουν μια κατά τρόπο αντικειμενική τιμή.
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα ”στιμάρω”, είναι λέξη ελληνική μεσαιωνική, που θα πει προσδιορίζω την αξία, εκτιμώ, αξιολογώ.
Στα Ιταλικά είναι «stimare».
Ήταν χρήσιμοι, εκείνα τα χρόνια οι στιμαδώροι, και απαραίτητοι πολλές φορές σε υποθέσεις, γιατί καταφέρνανε να δίνουν λύσεις σε πολλά προβλήματα.
Θα μπορούσε να πει κανείς, πως και κάποιες φορές έπαιζαν το ρόλο του επιτόπιου δικαστή!
Στη περίπτωση εκτίμησης προϊόντος, για παράδειγμα, ήθελες να μάθεις πόσα κιλά λάδι θα βγάλεις! Καλούσες τον στιμαδώρο ή εκτιμητή, έβλεπε ένα μέσο σε παραγωγή δένδρο κατά πόσο ήταν φορτωμένο, έκανε ένα λογαριασμό, και σου έλεγε στάνταρ: «θα βγάλεις τόσα κιλά λάδι»!
Έβλεπε το χωράφι με το μεστωμένο σιτάρι, και σου έλεγε πόσα κιλά στάρι θα βγάλεις. Σπάνια έπεφταν έξω.
Είχες ένα αμπέλι ή κάποιες κληματαριές στο σπίτι σου, ήθελες να μάθεις πόσα κιλά μούστο θα βγάλεις και από το αμπέλι, και πόσο από τις κληματαριές!
Καλούσε το στιμαδώρο, έριχνε μια ματιά, έκανε την εκτίμηση του, και του έλεγε: ‘
«Θα βγάλεις τόσα κιλά κρασί!».
Έπεφτε συνήθως πάντα μέσα σε μεγάλο, ποσοστό, κατά 90 με 100%.
Είχαν ακριβή επιτυχία, διότι η πείρα σε αυτή τη δουλειά, τους είχε κάνει πολύ ικανούς στην αντίληψη.
Σε αγοραπωλησίες οικοπέδων, αγροτεμαχίων, καλούσε ο κάθε ενδιαφερόμενος τον δικό του εκτιμητή – στιμαδώρο και έλεγαν από μια τιμή.
Το ίδιο γινόταν και σε περίπτωση ζημιάς, και αυτά για να μην αδικηθεί κανένας.
Αν τα ζώα κάποιου, πήγαιναν στο περιβόλι και κατέστρεφαν τα λάχανα, η στο αμπέλι του άλλου και έκαναν «κουτσούρι τσι κουρμούλες», και τον ζημίωναν, αν δεν ήθελαν προστριβές με αγροφύλακες, αγρονόμους, ή δικαστήρια, τότε καλούσαν τον στιμαδώρο και «στίμερνε», δηλαδή εκτιμούσε τη ζημιά., αποζημίωνε ο υπαίτιος και το θέμα έληγε.
Η χρίση των στιμαδώρων ήταν συχνή τα παλαιότερα χρόνια, αλλά μετά τα τέλη του ’70 ελαττώθηκαν, και τα χρόνια που καταργήθηκαν οι αγροφύλακες, καταργήθηκαν και οι στιμαδώροι.
Οι περισσότεροι πάντως ήταν έντιμοι άνθρωποι, άλλα υπήρχαν και φυσικά ήταν άδικοι κριτές.
Σε αυτή τη περίπτωση αδικίας, στηρίχτηκε και ο λαός μας, και έβγαλε την παρακάτω σοφή φράση:
«Του στιμαδώρου η ψυχή
και του ψευδομαρτύρου,
γυρεύουν τόπο να σταθούν
γυρίζουν γύρου – γύρου»
Υπονοεί λοιπόν ο απλός και σοφός λαός, ότι ουδέποτε θα αναπαυτεί η ψυχή του κακού και ανέντιμου στιμαδώρου, ο οποίος και λεφτά έπαιρνε κατά το δοκούν, σε αντίθεση με τον τίμιο και δίκαιο στιμαδώρο, που και δεν έπαιρνε αμοιβή, αλλά όμως και ποτέ δεν αδικούσε κάποιον.
(Στη φώτο ο παππούς μου Μιχάλης Λενιδάκης εκ Φανερωμένης, στο καφενείο με δυο συγχωριανούς του).
Είχε αρκετή μόρφωση για την εποχή εκείνη, ήταν πρόεδρος και μαζί και γραμματικός στο χωριό Φανερωμένη Ηρακλείου.
Αν και δεν ήταν συστηματικός στιμαδώρος, εν τούτοις όπου είχε κληθεί πρόσφερε τις υπηρεσίες του αφιλοκερδώς, γιατί μπορούσε να κάνει και αυτός καλή εκτίμηση, και ήταν σαφώς και δίκαιος άνθρωπος.