Γράφει η Έφη Μιχελάκη*
Ήθελα και να κάτεχα πως δεν στρουφίζει η γλώσσα και το στόμα ντως όντε λένε κούμπλο, τζάνερο, κορόμηλο γή προύνο.
Χάϊ μου άσκημες λέξεις, άνοστες κι ακαταλαβίστικες κιόλας!!
Ανε πάει μαθώς ένας Ασημιανός στην Αθήνα γή αλλού ποθές και του πούνε τη λέξη τζάνερο, θα θαρρεί πως το νε κοροϊδεύγουνε κιόλας…
Ήντα θα πεί τζάνερο;;
Δε γατέχω βέβαια επαέ στ’ άλλα χωργιά στ’ ανεγυρίδες πως τσι λένε.
Μήδε δε γατέχω ανε μουδιάζει τω ξενοχωργιανώ το στόμα οντε θα τση θυμηθούνε..
Εμείς στο χωργιό μου μπουρνέλες τσι κατέχομε κι ετσά τσι λέμε και σήμερο ακόμη.
Κι έχομε τριώ λογιώ μπουρνέλες ,τσι καρνάδες κόκκινες και τσι κίτρινες που ‘ναι γλυκές οι παντέρμες σα τη χούμελη, και τσι πράσινες, μα ετουτεσάς είναι καλά στιφές σκέτο ξύδι – δραπέτι σας σε λέω.
Κι ίδια’ δά που τσι αναστορήθηκα εγέμισε το στόμα μου σάλια, μα δε γατέχω γιάντα μου συμβαίνει ετουτονά.
Και δε γεμίζει μόνο το στόμα μου σάλια, μόνο πονεί κι ο κώλος μου γιατί θυμάται τσι βιτσές απου ‘χε φαωμένες απάνω στι μπουρνελιές των αθρώπω..
Μα δε τση θυμάται τσι βιτσές μόνο ο εδικός μου κώλος, μα τω πχια πολλώ κοπελιώ στη πανωχωργιά και για τον ίδιο λόγο..
Είχενε γραντίσει ο Σταθάκης ο αγροφύλακας με τα ονομίς μας.
Ήμαστονε λέω κι εμείς τα κοπέλια δαιμόνοι ετοτεσάς , γιατί εμπόργιε να’ χομε μπουρνελιά στην αυλή μας, αλλά μας ήρεσε να σιρομαδούμε των αλλονώ τα δεντρά γιατί ως γνωστόν το ξένο πράμα είναι πχια γλυκό…
Απο μικιά κοπέλια τ’ Ασημιανάκια είχαμε καταλαβωμένο το νόημα τση ζωής..
Κι αμήντας θαρρείς;
Εχτός από τα κοπέλια όμως την ίδια λίτη έχουνε στ’ Ασήμι κι οι μεγάλοι άνθρωποι, οι ιστάμενοι.
Εθώργιες αίφνης το Γραμματικό του χωργιού το Πάρεδρο γή τσι μεγάλαρες γυναίκες να’ ποκρεμούντε στι μπουρνελιές σα τα σταφύλια. Ίδια ετσά.
Κι άμα θε λα τση κάμουνε τσακωτούς , τως σε λέγανε εστόσεσας βλαστημιές οι νοικοκύρηδες απου’ χανε τσι μπουρνελιές και τσι μοτσέρνανε καλά καλά, απου επέφτανε τα μούτρα ντως χάμαι, εγίντονε οι μούρες τως ολοκόκκινες απ’ τη ντροπή ντως κι εκάνανε μέρες να πορίσουνε απ’ τη πόρτα ντως όξω.
Μα το δεαύριο, την ίδια δουλειά εκάνανε πάλι..
Τα πρωτία όμως τα ‘χενε μια Θειά μου, απου τη νε θώργιες σαφή απάνω στι μπουρνελιές σάμε που ήπεσε και κατασβολώθηκε και ήτονε ετουτηνά κι η αιτία απου ήφησε ογλήγορα το μάταιο ετούτο κόσμο.
Ακόμη θυμούμαι τη γιαγιά μου τη Μανωλάκενα να λέει ιστορίες για τη Θειά τζη τη Μπουρνέλα, γιατί τση’ χανε βγαρμένο ετουτονά το παρανόμι οι χωργιανοί μου.
Αφού στην εξόδιο ακολουθία τζη εγαναχτίσαμε όλοι οι χωργιανοί να θυμηθούμε πως την είχενε βαφτισμένη ο σάντολος τση…
Κι ηντά θε λα πει ο παπα Μανόλης;; αιωνία η μνήμη τση Μπουρνέλας;
* Η κ. Έφη Μιχελάκη είναι Κτηνίατρος από το Ασήμι, με καταγωγή από Αστερούσια