Γράφει ο Κώστας Α. Μπογδανίδης
Δεν ησυχάζει ο νους.
Κοιτάζουμε με τις μικρές αποσβολωμένοι εκείνα τα όμορφα μεγάλα μάτια σου.
Που κοίταζαν όλα τα παιδιά, όλους τους μαθητές σαν να ήταν δικά σου.
Το είχες πάντα με τα παιδιά γι΄ αυτό και σε λάτρευαν.
Κανένας μικρός, μεγάλος, δικός και φίλος, αγαπημένη μας Κάλλια, δεν μπορεί να το πιστέψει.
Να σε αποχαιρετίσει.
Έφυγες.
Για να πας που;
Που αναρριχήθηκες τώρα;
Σε ποιο ουρανό ανέβηκες;
Και δεν σκέφτηκες ότι είμαστε όλοι οι άλλοι τόσο χαμηλά που δεν θα μπορούμε να σε πιάσουμε, να σε αγγίξουμε να σε δούμε…
Μεγάλος ο πόνος, Κάλλια μου.
Μαχαιριά για τους δικούς σου.
Από αυτές που μένει το μαχαίρι μέσα στην πληγή και δεν βγαίνει ποτέ.
Δεν επουλώνεται αυτό το τραύμα, τρέχει το αίμα…
Δύσκολο το φευγιό σου.
Αδιανόητο και απίστευτο για τους φίλους σου και τους συναδέλφους, τα τόσα παιδιά που πρόλαβες και είχες.
Σαν δικά σου.
Ακόμη ακούμε τη φωνή σου.
Και τώρα βλέπουμε τα μάτια σου.
Έκανες κάτι που σου άρεσε πολύ.
Αλλά έφυγες και δεν μας αρέσει καθόλου. Δεν μπορούμε να ανεχτούμε τέτοια απώλεια.
Όσοι σε γνωρίσαμε, αγαπήσαμε αυτά τα δυο υπέροχα μάτια, το χαμογελαστό πρόσωπο, τη φωτεινή μα σεμνή παρουσία σου.
Οι μικρές ρωτούν για σένα από τότε που είδαν τη φωτογραφία σου.
Τι να τους πω τώρα Κάλλια;
ΥΓ: ΤΟ ΑΝΤΙΟ Δεν είναι εύκολο. Αλλά μας θύμισες ,Κάλλια, ότι «Ο θάνατος είναι μια πρόκληση. Μας λέει να μη χάνουμε χρόνο. Μας λέει να πούμε ο ένας στον άλλον, τώρα αμέσως, ότι αγαπάμε ο ένας τον άλλον.»
Πηγή: cretalive.gr