Κείμενο: Γιώργος Χουστουλάκης
Η ξεκούραση τις γιορτινές μέρες καλά κρατεί και για τους μεγάλους αλλά και για τα παιδιά που δεν κάνουν μάθημα για 15 μέρες. Το φαγοπότι και οι παρέες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς θα συνεχιστούν και μέχρι τα Φώτα. Τη μέρα που τα παιδιά θα ξεκινήσουν σχολείο θα βάλουν μπροστά οι αγρότες οι και οι άλλοι επαγγελματίες για να συνεχίσουν τις δουλειές τους που είναι κυρίως το λιομάζωμα.
Η ημέρα των Φώτων θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες γιορτές της χριστιανοσύνης.
Στη Μεσαρά τα Φώτα ήταν πάντα μεγάλη αργία, κι αν τύχαινε να πάνε να κάμουν κάποια επείγουσα εργασία τη Πρωτοχρονιά, τα Φώτα ήταν αδιανόητο να πάνε!
Και τη μέρα των Φώτων κάνανε παρέες και περνούσαν τη μέρα τρώγοντας και πίνοντας.
Καμιά φορά αν είχανε και λυράρη το ρίχνανε και στο γλέντι!
Η ημέρα του Μεγάλου Αγιασμού
Άγια Θεοφάνεια ή Επιφάνεια ή Μεγάλος αγιασμός ή Φώτα είναι το ίδιο πράγμα.
Στη συνείδηση του λαού έχει επικρατήσει πως Θεοφάνεια είναι η βάπτιση του Χριστού
με τη ρίψη του Σταυρού στη κολυμπήθρα ή σε δεξαμενή σε μικρή λίμνη, σε ποτάμι ή στη θάλασσα. Κάποιοι ίσως θεωρούν ότι το Βάπτισμα και αγιασμός είναι ισότιμα. Αυτό είναι μέγα λάθος. Απλά οι ευχές τους είναι ισότιμες, το βάπτισμα είναι άλλο και ο αγιασμός άλλος και δεν πρέπει να τα μπερδεύουμε.
Αγιασμός στην εκκλησία μας γίνεται τη παραμονή των Φώτων, δηλαδή 5 του μήνα, που ο παπάς σηκώνεται πολύ πρωί διαβάζει τις μεγάλες ώρες των Θεοφανίων, κάνει την Εσπερινό και τη Λειτουργία του Μ. Βασιλείου, και στη συνέχεα κάνει «τον αγιασμό της κτίσης». Βγαίνει ο ιερέας προς αγιασμό των σπιτιών αποθηκών αγρών και ανθρώπων επιτόπου.
Αγιασμός επίσης γίνεται και στις 6 του μήνα που είναι το ίδιο πράγμα αλλά μόνο που δε βγαίνει ο παπάς από την εκκλησία, και γίνεται «ο αγιασμός του ανθρώπου».
Ο κόσμος πίνει επιτόπου αγίασμα στην εκκλησία και παίρνει και στο σπίτι.
Την παραμονή των Θεοφανείων ή του Μεγάλου αγιασμού το πρωί , ο παπάς γυρνάει στο χωριό με την αγιαστούρα και με ένα κλαρί βασιλικό και αρισμαρί φώτιζε τα σπίτια και τους ανθρώπους. Ο παπάς τα παλαιότερα χρόνια δεν έπαιρνε μισθό, και για τη βασική πληρωμή του είχε καθιερωθεί, μια φορά το χρόνο, καθώς γυρνούσε το χωριό και φώτιζε τα σπίτια, οι συγχωριανοί του να του δίνουνε τρόφιμα, δηλαδή λάδι αλεύρι, σιτάρι ή όσπρια, και με αυτά περνούσε και αυτός με την οικογένεια του όλο το χρόνο. Και τι έδινε ο κόσμος τότε? Φυσικά ότι είχε κάποιος στο σπίτι του ή του περίσσευε, και αυτά ήταν λάδι, σιτάρι κριθάρι, αλεύρι κουκιά φακές, ρεβίθια, πατάτες, παξιμάδια κλπ. Δηλαδή του έδιναν συνήθως ένα κάρτο λάδι που άδειαζε ο συνοδός του με ένα χωνί στο ασκί, που καθ’ οδόν κάποιος το κρατούσε στον ώμο του. Άλλοι δίδανε ένα πιάτο όσπρια ή ένα πιάτο σιτάρι ή κριθάρι κλπ.
Το πρόβλημα ήταν, το πως κανονίζανε τα πιάτα με τα όσπρια να μπαίνουν χωριστά, και να μην μπερδεύονται μεταξύ τους, δηλαδή οι φακές με τα φασόλια τα κουκιά και τα ρεβίθια τη φάβα κλπ? Έτσι οι παπάδες παλαιότερα έπαιρναν στη συνοδεία τους εκτός από δυο άνδρες , ένας για το λάδι και ένας για ντα σιτηρά, και μερικά παιδιά που κρατούσαν μικρά άσπρα σακιά που μέσα είχαν μικρότερα σακούλια, και εκεί έβαζαν τα όσπρια ανά κατηγορίες, χωριστά δηλαδή σε χωριστό σακούλι τα κουκιά, χωριστά τις φακές, τα φασόλια τα ρεβίθια κοκ.
Να αναλογιστούμε όμως, πως οι παραγωγές δεν ήταν μεγάλες εκείνα τα χρόνια, και σχεδόν τίποτα δεν περίσσευε, τον παπά όμως τον έτρεφε το χωριό, και κανείς δεν αντιδρούσε σε αυτό, ίσα – ίσα το είχαν και σε καμάρι τους. Πάντα εύρισκαν ευκαιρία σε ευχέλαια σε μνημόσυνα κλπ να φιλεύουν τον παπά με ένα πιάτο όσπρια ή σιτηρά, τα οποία του άδειαζαν στη τσέπη του ράσου
Στην περίπτωση που ο παπάς γυρνούσε το χωριό να φωτίσει τα σπίτια αν οι συνοδοί του συγκέντρωναν καμιά τριανταριά οκάδες λάδι στο ασκί, το πήγαινε στο σπίτι του παπά εκείνος που το σήκωνε, άδειαζε το λάδι στο πιθάρι και ξαναγύριζε. Το ίδιο έκανε και εκείνος που σήκωνε το σακί με τα σιτηρά. Σε κάθε σπίτι που πήγαινε ο παπάς με τη συνοδεία του, έβρισκε την αυλόπορτα ανοιχτή και όλες τις πόρτες όλες του σπιτιού ορθάνοιχτες! Το κάθε σπίτι το έβρισκε περιποιημένο καθαρό, στρωμένα τα κρεβάτια, και τους ανθρώπους του καθαρούς και περιποιημένος να τον περιμένουν για να ασπαστούν το σταυρό και να φιλήσουν το χέρι του παπά. Εκείνος φορώντας το πετραχήλι του, έψαλλε το Απολυτίκιο των Θεοφανίων:
«Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε
η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις
του γαρ Γεννήτορος η φωνή προσεμαρτύροι Σοι,
αγαπητόν σε Υιόν ονομάζουσα.
και το Πνεύμα εν είδη περιστεράς,
εβεβαίου του λόγου το ασφαλές.
Ο επιφανής Χριστέ ο Θεός.
Και τον κόσμον φωτίσας δόξα σοι».
Παράλληλα ο παπάς ράντιζε μέσα στο σπίτι όλα τα δωμάτια και κάθε ένα χωριστά με το βασιλικό με το αρισμαρί που βούταγε στο δοχείο του με το νερό, και εκείνοι φιλούσαν το Σταυρό και το χέρι του. Ο αφέντης του σπιτιού έφερνε το φιλοδώρημα του παπά, και εκείνος ευχόταν και του χρόνου, και έφευγε για το επόμενο σπίτι. Αργότερα με τον καιρό σταδιακά όλα τα φιλοδωρήματα με σιτηρά και φαβόροβα σιγά – σιγά σταδιακά αντικαταστάθηκαν με χρήματα. Εκείνα τα χρόνια όλοι αποζητούσαν τη φώτιση από τον παπά του χωριού, κι αν δεν πήγαινε σε κάποιο σπίτι να φωτίσει, αυτό παρεξηγιότανε. Αν δε ανατρέξουμε σε ακόμα πιο περασμένους αιώνες της χριστιανοσύνης, οι παπάδες λένε δεν είχαν αντιπροσώπους με τσουβάλια για τα φιλοδωρήματα, απλά το ράσο τους είχε μεγάλες τσέπες και εκεί έβαζαν όλα τα καλοπιχερίδια που τους πρόσφεραν. Αυτό βέβαια λύνει και μια απορία σε πολλούς σχετικά με τη φράση: «Γιατί το ράσο του παπά έχει μεγάλες τσέπες» που λέει ο λαός.
Πάντως παλιά πίστευαν στη δύναμη της Θείας φώτισης και είχαν όλοι την αξίωση ο παπάς να περάσει οπωσδήποτε κι από το δικό τους σπίτι, για να είναι ευλογημένο, και για υγεία των μελών του σπιτιού, ώστε να έχουν τη προστασία του Θεού από μια κακή ώρα.
Τα άγια Θεοφάνεια
Στα στεριανά χωριά της Κρήτης δεν γνώριζαν για το Σταυρό που ρίχνει ο παπάς στη θάλασσα σε ποτάμια ή σε λίμνες. Συνέβαινε όμως πάντα στον αγιασμό των υδάτων να ρίχνουν το Σταυρό στη θάλασσα σε χωριά που ήταν κοντά σε ποτάμια λίμνες η λιμνοδεξαμενές ή σε θάλασσα, όπως στον Κόκκινο Πύργο της Μεσαράς και σε άλλα παραθαλάσσια χωριά.
Ο κόσμος θα νηστέψει δύο μέρες για να πάει του Μεγάλου αγιασμού στην εκκλησία να λειτουργηθεί, να κοινωνήσει και έπειτα να πάρει καθαγιασμένο νερό, το λεγόμενο «αγίασμα» να πιεί, να φέρει και στο σπίτι του με ένα ποτήρι ή σε ένα ντενεκάκι.
Το αγίασμα όταν το φέρουν σπίτι θα συμπληρώσουν από το νερό του σπιτιού, και στη συνέχεια θα ραντίσουν και εκείνοι με ένα κλαρί βασιλικού το σπίτι τους εσωτερικά, εξωτερικά τους τοίχους, τις αυλές τα λουλούδια τους βασιλικούς, μετά το περιβόλι τα δένδρα του σπιτιού. Θεωρείται πως καθαγιάζεται το κάθε τι που ράντιζαν.
Άνθρωποι και ζώα θεωρούνταν μια οικογένεια, για αυτό ράντιζαν και όλα τα ζώα.
Ένα μέρος από το Αγίασμα η νοικοκυρά θα το βάλει πάλι στο γυάλινο μπουκαλάκι και θα αντικαταστήσει το παλιό που είναι στο εικονοστάσι.
Τα φωτοκόλυβα
Τη παραμονή των Φώτων που είναι και νηστίσιμη μέρα, η νοικοκυρά θα ετοιμάσει τα λεγόμενα «φωτοκόλυβα», που ήταν ένα φαγητό με βρασμένα από όλα τα όσπρια, δηλαδή έβραζαν μαζί κουκιά ρεβίθια φασόλια φακές παπούλες κλπ. Πολλοί άνθρωποι τα φωτοκόλυβα τα λάδωναν και με λεμόνι και άνηθο, τα έτρωγαν σαν κύριο φαγητό την παραμονή των Φώτων. Το φαγητό αυτό το έφτιαχναν και άλλες ημέρες στη Κρήτη, έβαζαν και σιτάρι και το έλεγαν «μαγεργιά» ή «μαγεροψήματα».
Ένα μέρος όπως είπαμε τα έτρωγαν και ένα άλλο μέρος αλάδωτα τα έβαζαν κάπου να στραγγίσουν. Τα έπαιρναν μετά αργά το βράδυ στεγνά από μια φούχτα και την πετούσαν στη ματζαδούρα (ταίστρα) κάθε ζώου. Έδιναν από μια φούχτα φωτοκόλυβα όχι μονάχα σε κάθε ζώο, αλλά πέταγαν από μια φούχτα και στο κούμο (κοτέτσι) που είχαν κοιτάξει (κουρνιάσει) οι όρνιθες (κότες), και το πρωί που θα ξυπνούσαν θα τα έβλεπαν και θα τα τσιμπολογούσαν! Φωτοκόλυβα επίσης πέταγαν μια φούχτα και στη ταράτσα του σπιτιού λέγοντας τη φράση:
«Φάτε πουλιά αγριόπουλα, κι απ’ του (Λευτέρη )τη σπορά να λείπετε!»
Το εκάστοτε όνομα που αναφέρανε ήταν εκείνο του νοικοκύρη κάθε σπιτιού.
Ο σκοπός του εθίμου με τα φωτοκόλυβα ήταν πως αναγνώριζαν και εδώ τα ζωντανά σαν οικογένεια τους , και θεωρούσαν πως και εκείνα έχουν ψυχή όπως οι άνθρωποι.
«Και τα ζώα κι αυτά κρέας σώμα και κόκαλα ‘χουνε σα τον άνθρωπο» έλεγαν.
Έδιναν έτσι και ένα παράδειγμα στα ίδια τα παιδιά τους που βλέπανε αυτή τη φροντίδα, ούτως ώστε να μάθουν να αγαπούν και εκείνα τα ζώα.
Λέγανε επίσης πως τα ζώα σα φάνε τα φωτοκόλυβα, τα μεσάνυχτα άρχιζαν να μιλάνε και να συνομιλούν μεταξύ τους, να λένε για το Χριστό που βαπτίστηκε. Αυτό ο λαός κάπου το εκμεταλλεύτηκε και έφτιαξε διάφορες αστείες ιστορίας που σχετίζονται με το αφεντικό και την αφεντικίνα! Γεγονός πάντως ήταν πως πολλά παιδιά πίστευαν τη δοξασία και πήγαιναν κρυφά τη νύχτα να κρυφακούσουν αν πράγματι μιλάνε τα βούγια οι γαϊδάροι ή τα κατσικοπρόβατα! Φυσικά προς μεγάλη απογοήτευση τους!
Την ημέρα επίσης των Φώτων οι άνθρωποι που είχαν χοίρο «άνοιγαν τη τσιλαδιά» που είχαν φτιάξει από τις μέρες των Χριστουγέννων. Η τσιλαδιά είναι ένα έδεσμα με το κρέας από το κεφάλι του χοίρου, τα πόδια και την ουρά, που είχαν βράσει και αλατοπιπερώσει. Τα είχαν βάλει σε πήλινα μπολάκια που είχαν συμπληρώσει με ζωμό και χυμούς από πορτοκάλια λεμόνια και νεράντζια. Έπρεπε το πρώτο πήλινο μπολάκι να ανοιχτεί σαν έθιμο τα Φώτα. Το ζουμί πλέον είχε γίνει σαν ζελές, και έτοιμο να ξεκινήσουν να το τρώνε! Δεν το τρώγανε όμως τη τσιλαδιά σαν κύριο φαγητό, παρά για να «σκεπάσουν» το κρασί τους με τη παρέα ή στο τέλος του φαγητού η οικογένεια.
Οι Καλικάντζαροι
Η δοξασία με τους Καλικάντζαρους που υπάρχει σε όλη την Ελλάδα υπήρχε και στη Κρήτη. Πίστευαν πως οι Καλικάντζαροι πηδούν τη νύχτα από τη καμινάδα και τρώγανε τα απάκια και τα λουκάνικα. Επίσης οι Καλικάντζαροι πείραζαν τους ανθρώπους, και ήταν αιτία που μαλώνουν μεταξύ τους.
Γενικά οι Καλικάντζαροι μαθαίναμε από το σχολείο πως, έρχονται από κάτω από τη γη, όπου ολόκληρο το χρόνο, προσπαθούν με τσεκούρι, με πριόνια κ.λ.π. να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γη. Κόβουν-κόβουν, μέχρι που έχει μείνει πολύ λίγο ακόμα, αλλά τότε έρχονται τα Χριστούγεννα και λένε : «Άντεστε να πάμε πάνω στη γη μα λίγο μας έχει απομείνει και θα πέσει μοναχό του». Ανεβαίνουν λοιπόν πάνω στη γη και τα Θεοφάνεια που γυρίζουν, βλέπουν το δέντρο ολάκερο, ακέραιο, άκοπο. Και πάλι κόβουν και πάλι έρχονται τα Χριστούγεννα, και όλο απ’ την αρχή. Πίστευαν οι άνθρωποι επίσης πως οι Καλικάντζαροι φοβόταν την αγιαστούρα του παπά, και όταν την έβλεπαν όπου φύγει – φύγει!
«Γλακάτε Καλικάντζαροι, έρχεται ο τρελόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του»!
Από την παραμονή των Φώτων άρχιζε ο φόβος των Καλικαντζάρων και την ημέρα των Φώτων είχαν εξαφανιστεί όλοι τους!
Βέβαια για να φοβίσουν τους Καλικάντζαρους κρεμούσαν κάπου και «το μούτσουνο του χοίρου» τη παραμονή των Χριστουγέννων στα χοιροσφάγια. Το κόκαλο επίσης του κεφαλιού του χοίρου σαν το άδειαζαν από το κρέας, το κρέμαγαν κι αυτό κάπου για να διώχνει γενικά τα κακά δαιμόνια από το σπίτι. Βέβαια τα έθιμα και οι δοξασίες που αφορούν τους Καλικάντζαρους είχαν να κάνουν με τις αρχαίες Διονυσιακές τελετές. Σήμερα όλα αυτά περί Καλικαντζάρων έχουν πλέον ξεχαστεί.
Τα κάλαντα των Φώτων
Και τα κάλαντα των Φώτων που έλεγαν τα παιδιά τη νύχτα της παραμονής στα χωριά της Κρήτης, άλλαζαν κατά καιρούς, και σε λόγια και σε σκοπούς μέχρι να πάρουν τη σημερινή τους μορφή. Υπάρχουν τα κάλαντα που λεγόταν κυρίως μετά τη κατοχή με μικρές παραλλαγές, και σε κάθε μέρος της Κρήτης έχουμε κάποιες διαφοροποιήσεις.
Σήμερα τα Φώτα κι ο φωτισμός, και χαρά μεγάλη κι ο Αγιασμός
Κάτω στον Ιορδάνη το ποταμό κάθεται η Κυρά μας η Δέσποινα
όργανο βαστά κερί κρατεί και τον Άη Γιάννη παρακαλεί.
Άη Γιάννη Αφέντη και βαπτιστή βάφτισε και μένα Θεού παιδί
να ανέβω επάνω στον ουρανό, να μαζέψω ρόδα και λίβανο.
Καλημέρα καλησπέρα, καλή σου μέρα αφέντη με τη κυρά.
Τα παλιά κάλαντα των Φώτων όμως ήταν πιο πλούσια, και τραγουδιόταν με τον Πρωτοχρονιάτικο σκοπό των καλάντων, δηλαδή όπως εκείνα που ξεκινάγανε «ταχιά ταχιά κι αρχημηνιά κι αρχή καλός μα χρόνος…».
Αντιπροσωπευτικά τέτοια κάλαντα των Φώτων είναι και τα παρακάτω:
Σήμερα είναι των Φωτώ αγιάζουν οι παπάδες
και μες στα σπίθια μπαίνουνε και λεν τον Ιορδάνη.
Ο Ιωάννης Βαπτιστής επέρασε και είπε:
Χαρίσετε μου τα κλειδιά τα μαργαριταρένια
να ανοίξω το παράδεισο να πιώ νερό δροσάτο
Να θέσω να αποκοιμηθώ σε μια μηλιά αποκάτω.
Ανήφορος κατήφορος στα τρία πηγαδάκια
κάθουνται τρείς μελαχρινές με τα σγουρά μαλλάκια.
Η μια κρατά τον ουρανό κι η άλλη το φεγγάρι
κι η Τρίτη η ωραιότερη κρατά τον Άη Γιάννη.
Ετούτα εί τα κάλαντα που λένε για τα Φώτα
άνοιξε περιστέρα μου τη μαρμαρένια πόρτα.
Και του χρόνου!
Τα κάλαντα των Φώτων και με το σχολείο
Εδώ έχουμε να κάνουμε όπως προείπαμε με τις φτώχιες εκείνες των εποχών, που είχαν αντίκτυπο φυσικά και στα παιδιά. Οι δάσκαλοι νοιώθοντας το βαρύ έργο που αναλάμβαναν, προσπαθούσαν να κάνουν ότι μπορούσαν για να επωφελούνται τα ίδια τα παιδιά. Τα κάλαντα τότε για τους δασκάλους ήταν μια σπουδαία ευκαιρία να βρουν λύσεις σε ζωτικά οικονομικά θέματα του σχολείο όπως να αγοράσουν γραφική ύλη και γενικά αναλώσιμα διάφορα. Αφού με τα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιά είχαν λύσει όλα αυτά τα βασικά θέματα γα βασικές ανάγκες του σχολείου, έμεναν τα κάλαντα των Φώτων, που μπορούσαν με τα λεφτά των καλάντων αυτών, να κάμουν και κάτι τι παραπάνω πέρα από όσα προείπαμε που ήταν και τα απαραίτητα!
Έτσι ο δάσκαλος με την ίδια ομάδα, και πάλι με το λαδικό και το καλάθι για τα αυγά, έπαιρναν σβάρνα τις γειτονιές και έλεγαν τα κάλαντα των Φώτων σε όλα τα σπίτια.
Πάλι στο τέλος τα παιδιά έδιναν στον μπακάλη ή άλλο έμπορα την είσπραξη τους σε είδος για να τους δώσει χρήματα, που στο τέλος θα παραδώσουν όλα στο δάσκαλο.
Αφού ο δάσκαλος ήδη είχε αγοράσει σχολική ύλη από τα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, είχε αγόρασε μάλιστα και ξύλα για τη ξυλόσομπα, τι άλλο έμενε να κάνει με τα χρήματα από τα Φώτα? Μα φυσικά να πάει τα παιδιά μια σχολική εκδρομή… με αυτοκίνητο!
Έδινε λοιπόν τα χρήματα στον άνθρωπο που είχε κανονίσει να βάλει το αυτοκίνητο που στην ουσία ήταν ένα φορτηγό με ανοιχτή καρότσα! Εδώ στη περιοχή μας στη Μεσαρά ένα τέτοιο ανοιχτό αυτοκίνητο είχε ο Ηλίας Αλεξανδράκης, ο οποίος έβαζε όλα τα παιδιά στη καρότσα και οι δάσκαλοι καθόταν μπροστά στο κουβούκλι και τους πήγαινε όλους μαζί εκδρομή!
Ας μη φανταστούμε μακρινές διαδρομές, γιατί απλά τους πήγαινε μέχρι τη Φαιστό!
Για τα παιδιά όμως που δεν είχαν πορίσει ποτέ απ το σπίτι τους, ήταν σημαντικό πράγμα έστω και μια τέτοια βόλτα ακόμα και ως τη Φαιστό που ήταν σε κοντινή απόσταση! Για εκείνα τα παιδιά εκείνης της προ κατοχικής εποχής ήταν σαν να τα είχαν πάει εκδρομή στην άκρη του κόσμου!
Στα παιδιά τότε μια ξενάγηση στη Φαιστό τους φαινόταν πολύ σπουδαία υπόθεση και όλα εντυπωσιαζόταν σε αφάνταστο βαθμό, και έτσι σε παρόμοιες εκδρομές η χαρά τους ήταν απερίγραπτη, έστω κι αν όλα τα παιδιά αγόρια κορίτσια ήταν στοιβαγμένα σε μια καρότσα φορτηγού! Ήταν εποχές που τα παιδιά ευχαριστιόταν και με λίγα, όπως λέμε σήμερα «με το τίποτα»!
Έτσι από τις μαρτυρίες των παλιών διαπιστώνουμε πως οι παλαιότεροι είχαν πιο πολλά ενδιαφέροντα πράγματα να κάνουν στη ζωή τους, την οποία χάρη των εθίμων έκαναν πιο νόστιμη και πιο όμορφη,. Σήμερα όλα αυτά οι νέοι τα θεωρούν πλέον παραμύθια και οι περισσότεροι νέοι αδιαφορούν παντελώς, έτσι όμως και το μορφωτικό και κοινωνικό επίπεδο των ανθρώπων συνεχώς πέφτει.
Ο κόσμος φαίνεται πλέον στην εποχή μας να μην έχει κέφι για τίποτα, απεναντίας μοιάζει να έχει μια μόνιμη κατάθλιψη και πολύ άγχος.
Ευχόμαστε να φωτιστεί κάποια μέρα ο κόσμος, και να ξανάρθουν μέρες χριστιανικές σαν εκείνες που ζήσανε οι παλιοί. Να αναβιώσουν ξανά τα παλιά έθιμά μας, και να ζωντανέψει έτσι ξανά η κοινωνία μας, ώστε να είναι σε θέση να ζει ο κάθε ένας χωρίς μίσος, ζήλεια και εμπάθεια προς τον πλησίον του.