Στο δικό του «αντίο» στον Σήφη Βαλυράκη o ο φίλος του εκλιπόντος δημοσιογράφος Λουκάς Δημάκας αποχαιρετά τον ήρωα του αντιδικτατορικού αγώνα, ήρωα εφάμιλλο του Παναγούλη, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, με τις δύο κινηματογραφικές αποδράσεις, από το κολαστήριο του ΕΑΤ-ΕΣΑ (στο σημερινό Πάρκο Ελευθερίας στην Αθήνα) και στις φυλακές Κερκύρας.
«Ήρωας πραγματικός, με ρίσκο ζωής συνεχώς- ένας ΗΡΩΑΣ της Αντίστασης εφάμιλλος του Παναγούλη, που η σεμνότητα (και ο ‘συνωμοτισμός’ του…) δεν τον άφηναν να μιλάει για αυτά», σημειώνει στην ανάρτησή του ο Λουκάς Δημάκας.
Και αφού αναφέρεται στον τρόπο που γνωρίστηκαν και στις απόψεις του Βαλυράκη για τα εθνικά θέματα, γράφει:
«Η συνέχεια πλέον θα είναι νοερή. Η αγωνία του για τα εθνικά θέματα, την περιφερειακή ανάπτυξη και τα δημοκρατικά δικαιώματα, θα με κεντρίζει πάντα. Άλλωστε φίλος του, συνομιλητής του, έγινα όταν δεν είχε αξιώματα- ήταν τότε (μόνο) ο αντιπρόεδρος του Ιδρύματος Μεσογειακών Μελετών. »
Μέχρι τότε θαύμαζα εκ του μακρόθεν την αντιστασιακή του δράση, όπως και την αντίστοιχη του Παναγούλη.
Λέγαμε κάποια στιγμή να μου πει πιο πολλές λεπτομέρειες, να βγει η αντιδικτατορική του δράση ακόμα και βιβλίο – “έχουμε καρό, σήμερα να δούμε τι κάνουμε με την χώρα” απαντούσε. »
Κάποια στιγμή τον πίεσα να γράψει κάτι για αυτά.
“Περιπτώσεις και σαν τις δίκες σου, με δυο αποδράσεις, με φυγή στην Αλβανία και φυλακή και καταναγκαστικά έργα εκεί, είναι και διδακτέα ύλη στα σχολεία και παγκόσμιες κινηματογραφικές επιτυχίες. »
Το έκανε την μαύρη επέτειο της 21ης Απρίλιου 2018 – το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Militaire . »
ΘΕΛΩ ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΟΥΝ ΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΟΙ ΝΕΟΙ. ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΝ ΟΤΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΑΤ΄ ΑΝΑΓΚΗ ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ Ή ΓΚΡΙΖΕΣ ΓΩΝΙΕΣ. ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΟΤΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΙ ΙΔΙΟΙ», υπογραμμίζει ο Λουκάς Δημάκας και παραθέτει το άρθρο του αείμνηστου όπως δημοσιεύτηκε στις 21 Απριλίου 2018 :
Ο Βαλυράκης αφηγείται
Ηλιόλουστη μέρα του Απρίλη, χαρά θεού στην Φλωρεντία.
Στην Piazza Della Signoria, μπροστά στο μπρούτζινο άγαλμα του Τσελίνι, που αναπαριστά τον μυθικό Περσέα να κρατά ψηλά το κομμένο κεφάλι της Μέδουσας, απολαμβάνω τον καφέ μου.
Ανακαλώ στην μνήμη τα περασμένα και προβληματίζομαι για τα μελλούμενα. Θυμάμαι την 21 Απριλίου του 1967 στην Ελλάδα, το ξενοκίνητο πραξικόπημα των συνταγματαρχών.
Θυμάμαι την αντίσταση κατά της στρατιωτικής δικτατορίας, την σύλληψη μου από την Ασφάλεια, την απομόνωση, την «ανάκριση», την πολύμηνη «περιποίηση» από την περιβόητη στρατιωτική αστυνομία στο ΕΑΤ – ΕΣΑ, την βαριά καταδίκη μου από το έκτακτο στρατοδικείο, την φυλακή.
Θυμάμαι την απόδραση μου από τις φυλακές της Κέρκυρας την νύκτα 19 Μαΐου 1971, τον τραυματισμό στο πέσιμο από το πανύψηλο εξωτερικό τοίχο της φυλακής, του συντρόφου μου Μπάμπη Γεωργακάκη, από την Κοξαρέ του Ρεθύμνου.
Θυμάμαι το νυκτερινό πέρασμα στα παγωμένα ρεύματα, κολυμπώντας στο στενό από την Κέρκυρα στην Αλβανία, την σύλληψη μου από την συνοριακή περίπολο των Αλβανών στρατιωτών.
Δεν μπορώ να ξεχάσω την τρίχρονη καταδίκη μου από «λαϊκό δικαστήριο» στους Άγιους Σαράντα για τη παραβίαση των αλβανικών συνόρων, τους 18 μήνες στο «σταλινικό» στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας της Αλβανίας στο Fierι (περιγραφή Σολζενίτσιν στο βιβλίο του «Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς»).
Δεν ξεχνώ τον πόνο της πείνας, το ψωμί με πριονίδι, τον πόνο του κρύου βουτηγμένοι στην λάσπη του χειμώνα, την αφόρητη ζέστη κάτω από τη κυματοειδή αμιαντοσανίδα της σκεπής του αλβανικού στρατοπέδου το καλοκαίρι, τα ζωύφια που έστηναν χορό στην απλυσιά μας.
Νοέμβριος 1973, στα μεγάφωνα προπαγάνδας του Εμβέρ Χότζα χλιαρή αναφορά, ταραχές στο Πολυτεχνείο στην Αθήνα, υπάρχουν νεκροί και τραυματίες.
Αλλαγή φρουράς στην Αθήνα, πέφτει ο δικτάτορας συνταγματάρχης Παπαδόπουλος.
Έρχεται ο δικτάτορας ταξίαρχος Ιωαννίδης.
Θεαματική αλλαγή στην συμπεριφορά των Αλβανών.
Ο ίδιος αυτοπροσώπως, ο διοικητής του στρατοπέδου με καλεί στο γραφείο του!
Μου ανακοινώνει «επισήμως» πως η Αλβανική Βουλή (kouventi populor) μου χαρίζει το υπόλοιπο της ποινής μου, με διαβεβαιώνει ότι ελευθερώνομαι, ούτε αυτός το πίστευε!
Με «εξαφανίζουν» στο πουθενά, με παχαίνουν με υπερσίτιση, με ντύνουν με κουστούμι «μιας χρήσης» και με φορτώνουν «cargo» με απόλυτη μυστικότητα, την τελευταία στιγμή στο μικρό ελικοφόρο UPI χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα, με ένα πεντοδόλαρο στο χέρι και «τράνζιτ» στο αεροδρόμιο της Ρώμης, Fumitsino.
Ήμουν ελεύθερος, δεν μπορούσα να το πιστέψω.
Από το αεροδρόμιο της Ρώμης επικοινωνώ με τη Στοκχόλμη, την έδρα μου και η είδηση της απελευθέρωσης μου γίνεται γνωστή στους συναγωνιστές μου.
Οι καραμπινιέροι με φιλοξενούν στο τμήμα Ασφαλείας του Fumitsino, μεταφέροντας μου το καλωσόρισμα και τις ευχές του προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας.
Ο Αλέκος Παναγούλης με την Οριάνα Φαλάτσι με βρίσκουν πρώτοι, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, αγκαλιές και φιλιά, «μου θυμίζεις μυρωδιά φυλακής» μου λέει ο Αλέκος.
Το πρωί, με ειδική άδεια της ιταλικής κυβέρνησης, με βγάζει από το αεροδρόμιο η Αμαλία Φλέμινγκ.
Η Αμαλία με φιλοξενεί στο σπίτι της στη Ρώμη με λίγες από τις γάτες της.
Ο μουσμούσης της είχε μείνει αιχμάλωτος στην Αθήνα.
Η συνάντηση μου με τον ενθουσιώδη Ανδρέα Παπανδρέου, στη σκιά του Περσέα να κραδαίνει το κομμένο κεφάλι της Μέδουσας, ολοκληρώνει τα καλωσορίσματα.
Υπήρχε δουλειά να γίνει, το αντιδικτατορικό κίνημα, ο αγώνας για την δημοκρατία δεν περιμένει, οφείλαμε να ξανακερδίσουμε την χώρα μας.
Σήμερα (σ.σ. 2018) βρισκόμαστε αντιμέτωποι με νέες απειλές, νέες προκλήσεις και νέα ζητήματα.
Η περιοχή μας ανακατατάσσεται, μπαίνουν άλλα πιεστικά δεδομένα, τα Εθνικά μας Θέματα, οι δανειστές, η μειωμένη κυριαρχία, τα δημοσιονομικά και θεσμικά ελλείμματα, το δυσβάστακτο δημόσιο χρέος, η ανάγκη για παραγωγικές θέσεις εργασίας, η ύφεση, η φτώχεια.
Η Ελλάδα, η χώρα μας βρίσκεται σε πολιορκία.
Ο Περσέας καλείται να αναμετρηθεί ξανά με την Μέδουσα.
Είναι απολύτως αναγκαία η Εθνική Συνεννόηση. Να ξεπεράσουμε το εγώ, να επιστρατεύσουμε το εμείς.
Να ξανακερδίσουμε με νέους αγώνες και θυσίες την πατρίδα μας.
Η απόδραση από το ΕΑΤ-ΕΣΑ
Δεν ήταν όμως μόνο αυτά η δράση του Βαλυράκη κατά της Δικτατορίας ούτε έγιναν όλα τόσο «απλά», όπως τα περιγράφει πιο πάνω, σημειώνει ο Δημάκας, παραθέτοντας και άλλα στοιχεία:
«Ήταν κορυφαίο στέλεχος της αντι-χουντικής αντίστασης και του ένοπλου κλάδου του ΠΑΚ, καταζητούμενος από το καθεστώς της 21ης Απριλίου επί τρία χρόνια για βομβιστικές επιθέσεις και συνελήφθη τελικά το 1971, όπου βασανίστηκε και φυλακίστηκε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ», γράφει και παραθέτει την περιγραφή του αρεοπαγίτη Γιώργου Παυλέα για την απόδρασή του, στην εφημερίδα «Τα ΝΕΑ», σε ρεπορτάζ της Σίλας Αλεξίου, στις 3/3/ 2001 :
Η περιπετειώδης αναζήτηση της ελευθερίας είχε ξεκινήσει για τον Σήφη Βαλυράκη από τον Αύγουστο του 1971.
Κρατούμενος τότε στο κολαστήριο του ΕΑΤ-ΕΣΑ (στο σημερινό Πάρκο Ελευθερίας) επιζητεί τη λύτρωση.
Μια νύχτα βραχυκυκλώνει την ηλεκτρική εγκατάσταση με μια φουρκέτα των μαλλιών και σβήνουν έτσι τα φώτα του κελιού του.
Με μοχλό το πόδι του ξύλινου τραπεζιού βγάζει το σιδερένιο πλέγμα του κελιού του και γλιστράει στην αυλή του στρατοπέδου.
Περνάει ανάμεσα από τους άνδρες της Στρατιωτικής Αστυνομίας προς τις τουαλέτες και από εκεί στο προαύλιο του Ναυτικού Νοσοκομείου.
Ο πρώτος και μοναδικός δραπέτης του ΕΑΤ-ΕΣΑ πρέπει να συλληφθεί πάραυτα!
Όλες οι δυνάμεις αναζητούν τα ίχνη του.
Προς άγραν πληροφοριών βασανίζονται «ύποπτοι», αλλά επί δεκαπέντε ημέρες ο Βαλυράκης παραμένει άφαντος.
Συλλαμβάνεται τελικά στα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα, πάνω στη σκεπή της αμαξοστοιχίας «Ακρόπολις».
Επιστροφή στο ΕΑΤ-ΕΣΑ…
Τα παράθυρα χτίζονται, ο κρατούμενος φοράει χειροπέδες και παραμένει σ’ ένα άδειο από έπιπλα κελί.
Ώσπου μεταφέρεται, σε άθλια κατάσταση, στις Φυλακές Κορυδαλλού, εν αναμονή της δίκης του και της επόμενης απόδρασής του.
Και η απόδραση-θρίλερ από την Κέρκυρα
Στην συνέχεια ο Λουκάς Δημάκας παραθέτει το δημοσίευμα του Γ. Παυλέα που διετέλεσε γενικός γραμματέας των υπουργείων Προεδρίας και Δικαιοσύνης, με λεπτομέρειες από την απόδραση του Βαλυράκη από τις φυλακές της Κέρκυρας, έπειτα από συζήτηση που είχε με τον ίδιο: Ιανουάριος 1972.
Ο Σήφης Βαλυράκης, μετέπειτα βουλευτής Χανίων του ΠΑΣΟΚ, γιος του βουλευτή της Ένωσης Κέντρου Γιάννη Βαλυράκη, καταδικάζεται από το Έκτακτο Στρατοδικείο σε ποινή κάθειρξης επτά ετών. «Δεν αναγνωρίζω το δικτατορικό καθεστώς, παλεύω για την αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας. Αισθάνομαι αιχμάλωτος με υποχρέωση να δραπετεύσω. Αφιερώνω τη σκέψη και τον χρόνο μου σ’ αυτό. Είμαι ήδη με τη σκέψη μου ελεύθερος», λέει σήμερα, επιστρέφοντας για λίγο στις μαύρες εκείνες μέρες.
Οδηγείται στις φυλακές Κορυδαλλού, όπου αρχίζει να προετοιμάζει την απόδρασή του.
Σιγά-σιγά καταφέρνει να ανοίξει μια τρύπα στο κελί του, πίσω ακριβώς από τον νιπτήρα.
Περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να πραγματοποιήσει το όνειρό του, όταν η μεταφορά του στις φυλακές της Κέρκυρας, ματαιώνει τα σχέδιά του.
Δεν απογοητεύεται.
Στο σωληνάριο της οδοντόκρεμας κρύβει τα πριονάκια χρυσοχοΐας, στα οποία εναποθέτει όλες του τις ελπίδες.
Οι φυλακές της Κέρκυρας, φρούριο μεσαιωνικό.
Η παρέα καλή, θυμάται ο Σήφης Βαλυράκης: Ν. Κωνσταντόπουλος, Ν. Καλούδης, Χρ. Μίσιος, Β. Φίλιας και ο δικαστής Αντ. Μιχαλακέας,(…).
«Χρειάστηκε μια μόνο ματιά με τον Μπάμπη Γεωργακάκη για να συνεννοηθούμε. Δεν θα μείνουμε εδώ, θα φύγουμε μαζί».
Αμέσως αρχίζουν οι προετοιμασίες.
Οι δύο συγκρατούμενοι κατασκευάζουν μια ξύλινη λυόμενη σκάλα από τα ξύλα του κρεβατιού και στη συνέχεια επιχειρούν να υλοποιήσουν το δεύτερο μέρος του σχεδίου.
Οπλισμένοι με υπομονή, αλλά και δίψα για ελευθερία, πριονίζουν με προσοχή τα χοντρά κάγκελα των κελιών τους. Τη νύχτα το πριόνισμα είναι απαγορευτικό.
Η ησυχία που επικρατεί δεν επιτρέπει θορύβους.
«Αντιβοούσε όλη η φυλακή», λέει ο Γιάννης Κλωνιζάκης, που φυλούσε τσίλιες. Αναγκαστικά η δουλειά γίνεται την ημέρα.
Λαμβάνονται όλες οι προφυλάξεις, αλλά τα πριονάκια προδίδουν τους επίδοξους δραπέτες.
Το ένα μετά το άλλο σπάνε.
Επιστρατεύεται το ξυλοπρίονο της φυλακής, που κι αυτό γρήγορα μένει χωρίς δόντια. Ωστόσο η τομή έχει προχωρήσει.
Και για να μη γίνει αντιληπτή καλύπτεται με τσίχλα που χρωματίζεται με νεσκαφέ για να παίρνει το χρώμα της σκουριάς.
Καθημερινή αγωνία ο έλεγχος του φύλακα που χτυπάει τα κάγκελα μ’ ένα τεράστιο κλειδί προκειμένου να ανιχνεύσει την παραμικρή διαφορά ήχου.
Η άνοιξη έχει μπει για τα καλά.
Είναι μέσα Μαΐου του ’72.
Ένα ζεστό μεσημέρι τα κάγκελα επιτέλους κόβονται. Χαρά και προβληματισμός.
Οι συγκρατούμενοι που έχαιραν της απόλυτης εμπιστοσύνης των Βαλυράκη και Γεωργακάκη ενημερώνονται.
Κάποιοι διατυπώνουν επιφυλάξεις.
Αν αποτύχει η απόπειρα τι θα γίνει;
Μήπως επιδεινωθούν οι συνθήκες κράτησης;
Η άποψη που επικρατεί για το εγχείρημα είναι μάλλον αποθαρρυντική.
Έκτισαν τα παράθυρα του κελιού.
Νύχτα της 19ης Μαΐου 1972 οι δύο συγκρατούμενοι είναι έτοιμοι για τη μεγάλη απόδραση.
Στα κρεβάτια τους… κοιμούνται δύο ομοιώματα.
«Νάτος, νάτος, πυροβόλησέ τον».
Ο δεσμοφύλακας αντιλαμβάνεται τις κινήσεις δύο ατόμων και προτρέπει τον ένοπλο αστυνομικό φρουρό να «ρίξει».
Ο προβολέας πέφτει πάνω τους.
Έχουν ήδη ληφθεί έκτακτα μέτρα, καθώς την ημέρα εκείνη έχει αποδράσει ένας άλλος πολιτικός κρατούμενος από τις φυλακές Αλικαρνασσού και ένας ποινικός από το Νοσοκομείο της Κέρκυρας.
Ο Σήφης Βαλυράκης βρίσκεται στον εξωτερικό τοίχο σε ύψος 8 μέτρων και ο Γεωργακάκης στα κεραμίδια της Κ’ ακτίνας.
Ο πρώτος κρεμιέται από το καλώδιο του ΟΤΕ και πέφτει μαλακά στο έδαφος.
Ο δεύτερος, πηδάει για να αποφύγει τον πυροβολισμό, σπάει το πόδι του και ακινητοποιείται.
Συλλαμβάνεται, αλλά δεν μιλάει.
Οι φύλακες, που δεν έχουν διαπιστώσει απουσία από τα κελιά, απορούν γιατί κάποιοι (οι δύο δραπέτες δηλαδή) επιχείρησαν… να μπουν στη φυλακή.
Άλλωστε τα κομμένα κάγκελα έχουν επανατοποθετηθεί πρόχειρα και προς το παρόν τίποτε δεν προδίδει απόδραση.
Επί τρεις ημέρες ο Σήφης Βαλυράκης περιπλανιέται στο όρος Παντοκράτορας του νησιού.
Όλες οι δυνάμεις Στρατός, Αστυνομία, ελικόπτερα, αεροπλάνα έχουν κινητοποιηθεί για τον εντοπισμό του.
Βλέπει πως δεν μπορεί να μείνει άλλο εκεί.
Αργά ή γρήγορα θα συλληφθεί.
Και παίρνει άλλη μια μεγάλη απόφαση.
Τη νύχτα της 22ας Μαΐου πέφτει στη θάλασσα με προορισμό την Αλβανία.
Διασχίζει κολυμπώντας το στενό που μεσολαβεί μεταξύ Κέρκυρας και Αλβανίας, όπου τα ρεύματα είναι ισχυρά.
Αγωνίζεται να βγει στη στεριά, αλλά τα καταφέρνει.
Δεν τον υποδέχεται όμως η πολυπόθητη ελευθερία. Συλλαμβάνεται και καταδικάζεται από Λαϊκό Δικαστήριο του Εμβέρ Χότζα σε τρία χρόνια για παράνομη είσοδο στη χώρα.
Οδηγείται σε στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων, όπου επί 18 μήνες «πληρώνει» ακριβά το τολμηρό πήδημα από το κελί των Φυλακών της Κέρκυρας.
Η απελευθέρωσή του εξασφαλίζεται με τη μεσολάβηση του Ανδρέα Παπανδρέου και άλλων σημαντικών πολιτικών προσώπων.
Στο αεροδρόμιο Φιουμιτσίνο της Ρώμης τον υποδέχονται, εκτός του μετέπειτα ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, η Αμαλία Φλέμινγκ και ο Αλέκος Παναγούλης, του οποίου η απόδραση όπως και του Νίκου Ζαμπέλη είχε προηγηθεί….
«Να λοιπόν», υπογραμμίζει ο Δημάκας, «γιατί τον θεωρώ ήρωα του αντιδικτατορικού αγώνα. Γιατί είχε μια συνεπή στάση, χωρίς δήθεν, με κινδύνους συνεχείς…».
Πηγή: protagon.gr