Στην είσοδο του χωριού Καλλικράτης στα Σφακιά συναντά ο επισκέπτης μια πλάκα που τον πληροφορεί ότι το χωριό χρωστά το όνομα του στο Μανούσο Καλλικράτη αρχηγό σώματος εθελοντών που το Μάρτη του 1453 ξεκίνησε να βοηθήσει στην άμυνα της Πόλης.
Το τι απέγιναν αυτοί οι εθελοντές, μας πληροφορεί ο Γεώργιος Φρατζής στο «Χρονικό» : «Όταν μπήκαν οι εχθροί στην Πόλη, έδιωξαν τους Χριστιανούς που είχαν απομείνει στα τείχη με τηλεβόλα, βέλη, ακόντια και πέτρες. Έτσι έγιναν κύριοι ολόκληρης της Κωνσταντινούπολης, εκτός των πύργων του Βασιλείου του Λέοντος και του Αλεξίου, τους οποίους κρατούσαν οι ναύτες από την Κρήτη που πολέμησαν από τις 6 μέχρι τις 7 το απόγευμα και σκότωσαν πολλούς Τούρκους.
Βλέποντας το πλήθος των εχθρών που είχαν κυριεύσει την πόλη, δεν ήθελαν να παραδοθούν, αλλά έλεγαν ότι προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να ζήσουν.
Κάποιος Τούρκος ειδοποίησε τότε το Σουλτάνο για την ηρωική άμυνά τους κι εκείνος συμφώνησε να τους επιτρέψει να φύγουν με το πλοίο και όλα τα πράγματα που είχαν μαζί τους». Απόσπασμα από το Χρονικό του Γεωργίου Φραντζή …καὶ ἐγκρατεῖς πάντων ἐγένοντο, ἄνευ δὲ τῶν πύργων τῶν λεγομένων Βασιλείου, Λέοντος καὶ Ἀλεξίου, ἐν οἶς ἑστήκεισαν οἱ ναύται ἐκεῖνοι οἱ ἐκ τῆς Κρήτης.
Αὐτοὶ γὰρ γενναίως ἐμάχοντο μέχρι καὶ τῆς ἕκτης καὶ ἑβδόμης ὥρας καὶ πολλοὺς Τούρκους ἐθανάτωσαν καὶ τοσοῦτον πλῆθος βλέποντες καὶ τὴν πόλιν δεδουλομένη πᾶσαν, αὐτοὶ οὐκ ἤθελον δουλωθῆναι, ἀλλὰ μᾶλλον ἔλεγον ἀποθανεῖν κρεῖττον ἢ ζῆν. Τοῦρκος δέ τις τῷ ἀμηρᾷ ἀναφορὰν ποιὴσας περὶ τῆς τούτων ἀνδρείας, προσέταξεν ἵνα κατέλθωσιν μετὰ συνηβάσεως καὶ ὦσιν ἐλεύθεροι αὐτοί τε καὶ ἡ ναῦς αὐτῶν καὶ πᾶσα ἀποσκευή, ἥν εἶχον.Καὶ οὕτως γενόμενον, πάλιν μόλις ἐκ τοῦ πύργου τούτους ἔπεισαν ἀπελθεῖν. Το 1919, στη βιβλιοθήκη της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου Αγίου Όρους, βρέθηκε ένα χειρόγραφο που είχε γραφτεί από κάποιο μοναχό Καλλίνικο λίγα χρόνια μετά την Άλωση της Πόλης ( το 1460 ).
Ο μοναχός Καλλίνικος εξιστόρησε την αποστολή των Κρητών μαχητών στην Κωνσταντινούπολη, εκ μέρους του ανήμπορου λόγω πολεμικών τραυμάτων μοναχού Ιερώνυμου, που στην πραγματικότητα ήταν ο Πέτρος Κάρχας (ο Γραμματικός) διοικητής της μονάδας των Κρητών μαχητών.
Το χειρόγραφο της Μονής Βατοπεδίου. «Την δεκάτην πέμπτην μηνός Μαρτίου θ’ ενιαυτού κζ΄ Ινδικτιώνα, τον καιρόν, όπου ο Σουλτάνος Μουχαμέτης ήρχισε να περιζώνει με τα φουσάτα του τη Μεγάλη Πόλη μας, δια να την πάρη, ο παλαιός Δρουγγάριος, Μανούσος Καλλικράτης, μέγας καραβοκύρης, αρχηγός των Σφακιών και άρχοντας του Σελίνου, ηλικίας τότε ογδοήντα χρόνων, οι δυό γυιοί του ήσανε σκοτωμένοι τρεις χρόνους πριν εις θαλασσοπόλεμον με Σαρακηνούς, επήρε άξαφνα Βασιλικόν μήνυμα, χρυσόβουλον, όπου του έλεγε να υπάγη το ογρηγορώτερον με τα καράβια του και με όσους εμπόρει περισσότερους άντρας εις την Βασιλεύουσαν, όπου εκιντύνευε.
Το μήνυμα το επήγε εις τον Μανούσον ο Βενετός πλοίαρχος Αρμάντος συγγενής του άρχοντα της Βενετίας. Ο Καπετάν-Μανούσος επήρε τότες τέσσερις δρόμωνεις και ένα διάρμενον, οι τρεις δρόμωνες ήταν χτήμα εδικόν του και εκυβερνούνταν ο εις, ο μεγαλύτερος, από τον ίδιον, ο άλλος από τον Καπετάν-Γρηγόρη, γυιόν του Σήφη Μανιάκη, από Ασκύφου, όπου επιάστη από Σαρακηνούς και εγδάρθη ζωντανός εις Γαύδον και ο άλλος από τον Καπετάν- Πέτρο τον Γραμματικόν, αυτό της Κυδωνίας. Τούτος, επισυνώ πριν ήταν μοναχός εδώ, εις το Αγιον Ορος και είχε μαθημένα καλά τα αρχαία Γράμματα, τον ονόμαζαν Γραμματικό ενώ το καθεαυτό παρανόμι του ήταν Κάρχας.
Ο τέταρτος δρόμωνας ήτον χτήμα του Καπετάν-Αντρέα, του Μακρή, από την Πάτμο και εκυβερνούνταν από τον ίδιον.
Τούτος ήταν γιος του Καπετάν-Γιαννίκου, του Μακρή, από το Ρέθεμνον, όπου ήταν παντρεμένα από την Πάτμον και είχε δυο παιδιά, τον Αντρέα και τη Ζουμπουλιώ και όπου τριάντα χρόνους πριν εσκοτώθη, δια να γλυτώση την Σάμον από τον φοβερόν Κουρσάρον Χουσεϊνην, όπου με εικοσιδιό γαλέρες ήταν έτοιμος να την κουρσέψη, αν δεν επρολάβαινε ο Μακρής να τον χτυπήση και βουλίζοντας του δέκα καράβια να σκοτώση και τον ίδιον εις το ρεσάλτο, όπου του έκαμε εις το καράβι.
Τα καράβια εξεκίνησαν και τα πέντε ομάδι εις τση δεκαοχτώ Μαρτίου από το λιμάνι της Σούδας. Εως τα Δαρδανέλλια εταξείδεψαν χωρίς να συναπαντήσουν Αγαρηνον. Οταν όμως επερνούσαν κάτω από την Καλλίπολι, οι Τούρκοι τα εμπομπάρδισαν από το φρούριον ετούτο και έκαμαν μιαν μικρήν εζημίαν εις το διάρμεον. Αλλά ο μεγάλος και τρομερός κίνδυνος τους ανάμενε μέσα εις την Προποντίδα όταν τα καράβια έπλεγαν δίπλα από το Προκονήσι. Τότες εφάνηκαν ξαφνικά εμπρός των πάνω από εξήντα Αγαρηνά πλοία μικρομέγαλα, που ήρχονταν από την Αρτάκην, όπου ήσαν πηγαιμένα δια τάρταλα και σκλάβους και προπάντων δια γυναίκες.
Τα Τουρκικά καράβια επερικύκλωσαν τότες τα εδικά μας όπου δια μεγαλύτερη σιγουριάν τα έκαμαν τούτα Σταυρόν και ένας πόλεμος φοβερός ήρχισε αναμεταξύ τωνε, όπου εβάσταξε πλειά από δέκα ώρες. Οι Τούρκοι εις το διάστημα τούτο έκαμαν δώδεκα γιουρούσια, με σκοπό να πάρουν τα καράβια μας, αλλά δεν το επέτυχαν. Διότι οι εδικοί μας τους εγκρέμιζαν κάθε φορά στη θάλασσα και τους έπνιγαν. Μα ως τόσο οι δρόμωνες μας, που είχαν ούλοι πιστόλια γερά τους εβούλισαν ίσαμε δέκα μικρά καράβια-φούοστες τα περισσότερα όταν σαν αλαφρά και γοργοκίνητα, έμπαιναν πάντα εμπρός. Εις τση δέκα τούτες ώρες του πολέμου οι πνοιγμένοι και σκοτωμένοι Τούρκοι εξεπέρασαν τους χίλιους. Μα και οι εδικοί μας έχασαν ίσαμε εξακόσους άντρες, όπου εσκοτώθηκαν εις τα χείλια των καραβιών, ενώ επολεμούσαν. Οι εδικοί μας έχασαν ακόμη και ένα καράβι-το δρομώνι που εκυβερνούσεν ο Γρηγόρης-όπου το επιστονάρησε ένα μεγάλο πλοίο των Τούρκων, χωρίς όμως να πνιγεί ούτε ένας, διότι ο Γρηγόρης κάνοντας γρήγορο ρεσάλτο εις το πλοίο, που τον επιστονάρησε και σφάζοντας τους άντρες που ήσαν μέσα, το επήρε αμέσως.
Εμπρός εις το μέγα πλήθος των Αγαρηνών καραβιών, θα εχάνονταν το δίχως άλλο ούλοι οι Ρωμαίοι και τα καράβια τωνε, διότι την τελευταία στιγμή ο Αρχηγός των Τούρκων, ένας ονόματι Μουσταφάς, εδιάταξε να αφίσουν τα γιουρούσια και να βάλουν φωτιά να κάψουν τα Κρητικά Καράβια. Και ήθελαν όντως τα κάψει, όπου ήταν και το ευκολότερον, παρά να τα πάρουν, αν ο γενναιότατος Δρουγγάριος, Καπετάν-Μανούσος Καλλικράτης και εφτά νέοι πολέμαρχοι-μέσα σε τούτους ήταν και ο γυιός του Σπεσακονικόλα, ο Κωσταντής, -όπου και είναι Αγία η μνήμη τωνε εις αιώνα τον άπαντα, δεν αναλάβαιναν να θυσιαστούν ετούτοι με δυό καράβια, για να βαρδάρουν τα τρία άλλα και τους δώσουν τον καιρόν να φύγουσιν όταν ήρθε η νύχτα.
Εις τον σωσμόν των τριών τούτων καραβιών εβοήθησε πρώτα πρώτα ο Μεγάλος Θεός των Χριστιανών και η Αγία Θεοτόκος, έπειτα η μεγάλη γενναιότης του Δρουγγαρίου, όπου έκαμε και το σχέδιο, κατόπιν ένας άγριος και φοβερός σίφουνας που εξέσπασεν κείνη την ώρα, και τέλος το Τούρκικο πλοίο, όπου εκυρίεψεν ο Γρηγόρης και όπου εμπέρδεψε τον Μουσταφά μέσα στη νύχτα και τον έκαμε να νομίση ότι και τα τρία καράβια που εξεμάκρυναν από τ’ άλλα και εφεύγασι προς τον Βόσπορο ήσανε Τουρκικά. Ως τόσο τα δύο άλλα όπου έμειναν με τον Καλλικράτη και τα εφτά παιδιά, κάνοντας ψεύτικο Πόλεμο με τση σκευές, εδυνάμωναν στο Μουσταφα την ιδέα πως οι Ρωμαίοι ήσαν ούλοι εκείνοι και έτσι τούτος αντί να κυνηγήσει εκείνους που έφευγαν, εστράφηκεν μόνο προς τα δύο καράβια πασχίζοντας να τα αποκάμη με τη φωτιά καθώς και το κατόρθωσε στο τέλος. Οταν οι δυό δρόμωνες μας μαζί με το Τουρκικό πλοίο έφθασαν εις την Πόλη την αυγή της άλλης ημέρας, και εμπήκαν μέσα εις τον Κεράτιον χωρίς κανένα εμπόδιο, διότι ο άγριος σίφουνας είχε σκορπισμένη εδώ κι εκεί την Τούρκικη Αρμάδα, ο Μεγάλος Δομέστικος των Κάστρων εχώρισε τους πολεμάρχους σε δύο τούρμες και τη μια, με αρχηγούς τον Ανδρέαν, τον Γρηγόρη και τον Γραμματικόν, έβαλε να φυλάξη τους τρεις Πύργους-του Βασιλείου, του Λέοντος και του Αλεξίου,-και την άλλη τούρμα να φυλάξη την Ωραία Πύλη, που είναι κάτω από τους πύργους αυτούς, με αρχηγό, τον Καπετάν Παυλή. Και τους λαβωμένους που ήσαν πλειά από τους μισούς, τους έμπασε μέσα εις τα Σπιτάλια δια θεραπείαν. Κατόπιν όμως και όταν εμέστωσε καλά ο Πόλεμος, ο Καπετάν-Παυλής εκλήθη να βοηθήση στη μάχη της Πύλης του Αγίου Ρωμανού όπου η μεγάλη μπορμπάρδα του Ουγγαρέζου έκανε θραύσι και στους άντρας και στα κάστρα. Εκεί ο Καπετάν-Παυλής και οι περισσότεροι άντρες του σκοτώθηκαν την παραμονή που έπεσεν η Πόλη μαζί με τον Βασιλέα Κωνσταντίνον, που έπεσε κι αυτός, πολεμώντας, σαν απλός στρατιώτης. Ολίγον πρωτήτερα είχε τραυματισθή βαριά στο ίδιο μέρος, όπου αναγκάστηκε μάλιστα να φύγη από την μάχη, και ο Γενικός Αρχηγός των Οπλων, ο Γενβέζος Ιωάννης Ιουστινιάνης, ένας σπουδαίος Πολεμιστής, που μετά το τραύμα του έζησε μόνον δύο μέρες. Από τα βόλια της μεγάλης μπομπάρδας είχαν σκοτωθή σε προηγούμενας μάχας, μαζί με πολλούς άλλους και οι Αρχηγοί της Τούρμας των Πύργων, ο Καπετάν-Ανδρέας και ο Καπετάν-Γρηγόρης. Ελεος στην ψυχή τωνε!
Στο αναμεταξύ οι Τούρκοι είχαν ανοίξει πολλά κρυφά λαγούμια,-υπονόμους-για να μπουν μέσα από αυτά όλα τα λαγούμια τα εξουδετέρωνε ένας σπουδαίος Γερμανός μηχανικός, ονόματι Τράντης, τον οποίον κάθε φορά εβοηθούσε εις την ανατίναξι η εδική μας τούρμα. Και, όταν έπεσεν η Πόλη και οι Τούρκοι εμπήκαν μέσα, ως διακόσες χιλιάδες περίπου.
Ταχτικοί και Αταχτοι, άλλοι από την Κιρκοπορτα και άλλοι από το ρήγμα του Αγ. Ρωμανού, και όλοι οι Πολέμαρχοι εγκατάλειψαν τας θέσεις των, δια να σωθούν, εις τα πλοία ή οπουδήποτε αλλού, μονάχα η τούρμα της Κρήτης, όσοι εζούσαν, με αρχηγόν τον Καπετάν-Γραμματικόν, αν και τραυματισμένον κι αυτόν σε πολλά μέρη του κορμιού του, εσκέφτηκε, ότι θα ήταν καλύτερον να μείνη στα πόστα της και να εξακολουθήση να πολεμά, μέχρις ότου σκοτωθούν ούλοι παρά να παραδώσουν τα όπλα. Και όταν προς το βράδυ πλέον ο Σουλτάνος είδε και εκατάλαβεν, ότι εμείς δεν είχαμεν σκοπόν να παραδοθούμε, έστειλεν ένα Πασά με δυό αξιωματικούς, που ο ένας εκρατούσε λευκή σημαία και ο άλλος ήταν δραγουμάνος, και μας είπε: – Οτι, επειδής λέγει ο Σουλτάνος εκτιμά την αντρειά μας, μας αφίνει ελεύθερους να φύγωμε για το νησί μας με τα όπλα μας και με ένα από τα καράβια μας. Τότες αλάβωτοι και λαβωμένοι, το όλον εκατόν εβδομήντα, εκατεβήκαμεν από τους πύργους μας, με τα άρματά μας και εμπήκαμεν εις ένα δρομώνι, που μας έδωκαν. Και όταν εβγαίναμε από το λιμάνι είχεν ειδοποιηθή ο Τούρκικος Στόλος να μη μας πειράξη. Και επειδής όλοι οι Καπεταναίοι ήσανε σκοτωμένοι και εγώ, ο Γραμματικός, βαριά λαβωμένος δεν ημπόρουν να κυβερνήσω, ανάθεσα εις ένα γενναίον άνδρα τον Παναγή Χαλκούσην, από τον Χάντακα, να κυβερνήση αυτός το καράβι. Οταν όμως εβγήκαμεν από τα Δαρδανέλλια και εγώ είδα πως δεν ήταν δυνατόν νʼ ανθέξω, ως πού να φθάσωμεν εις Κρήτη διότι ίσως θα εκάναμεν και οχτώ και δέκα μέρες ακόμη, δια να φθάσωμεν, επειδής ο Βορριάς είχε αρχίσει ως τόσο να γυρίζη στο Λεβάντε, ζήτησα από τον Καπετάν-Χαλκούσην να βάλη πλώρη στο Αγιον Ορος και να με αφίσει εμένα εκεί, στο μοναστήρι του Βατοπεδίου, όπου ήξερα, ότι υπήρχε πάντα γιατρός, δια να περιποιηθή τση πληγές μου.
Και αυτό και έγινε. Και εδώ εις την Μονήν όπου ο Γραμματικός επήρε και πάλι το μοναχικό σχήμα, με το όνομα Ιερώνυμος, έγινε καλά, χάρις εις την βοήθειαν του Θεού και του καλού γιατρού και έζησεν ακόμη οχτώ έτη, χωλός μεν από τον ένα πόδα, αλλά χωρίς αυτό να τον εμποδίζει εις τα καθήκοντα του, ως ιερέως.
Επειδής όμως είχεν εξασθενήσει η όρασίς του και το δεξιό του χέρι έτρεμεν από ένα τραύμα που είχε πάρει εκεί, ανέθεσεν εις εμέ, τον συμπατριώτην και Μοναχόν εις την ιδίαν Μονήν, να γράψω εγώ την παρούσαν ιστορίαν, προς δόξαν και αιώνιον μνημόσυνον όλων των γενναίων ανδρών της Κρήτης που αγωνίσθηκαν και απέθαναν δια την Πίστην του Χριστού και την πατρίδα και να την υπογράψω εγώ αντί αυτού.»
Πηγή: greekalert.com