Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης*
Καθαρή Δευτέρα ξημερώνει, μα πράμα δε μου θυμίζει εκείνες τις καθαροδευτέρες των παιδικάτων μας.
Μου λείπει ο χαρταετός, απού ‘σαζα αμοναχός μου, με την ίδια έκσταση και την ίδια λαχτάρα απού σάζει τη θεία κοινωνία ο παπάς στο ιερό.
Ξανοίγω τα χέρια μου, ολοκάθαρα είναι.
Δεν υπάρχει μήτε μια σταλιά ξεραμένη αλευρόκολλα στα δαχτύλια μου.
Ξανοίγω ομπρός μου, του κόσμου τα τεχνολογικά σκατοβέντουρα υπάρχουνε.
Μα δε θωρώ κιανένα καλάμι, για να το σκίσω με το τσακάκι και να το κάμω πήχες.
Γυρνοβολώ τα μάθια μου γύρωθε μου, ψάχνοντας να δω εφημερίδες, χρωματιστές κόλες και ψαλίδι για να ντακάρω να κόβω για το ντύσιμο του χαρταετού μου, μα πράμα δε θωρώ.
Ψαχουλευτά γηρεύω αρμιδόσπαγγο, για το σάξιμο του ασκελετού και το ουρανοπέταγμα του αετού, μα αδειανά αναμαζώνω τα δαχτύλια μου.
Πράμα δεν υπάρχει σιμά μου.
Μήτε ένα ψιχάλι από κείνο τ’ όνειρο, απού ‘πεμπα στον ουρανό για να σιμώσει στσ’ αρχαγγέλους.
Και στενοχορούμαι, γιατί νοιώθω το κοπελάκι απού ‘ναι κουρνιασμένο εντός μου να στενοχωράται και να πεθυμά μια χαραμαθιά λευτεριά, να πορίσει όξω και να ξαναπιάσει στη χέρα του τον αρμιδόσπαγγο, με τση χίλιους κόμπους και να ξανανοιώσει την καρδιά του να πεταχταρίζει από την αγωνία μη και ντακάρει ο αητός να κάνει κουλουμούντρες και να ξεγιβεντιστεί.
Δε θα ‘χω χαρταετό να πετάξω την ταχινή.
Μα θα ξανοίγω τον ουρανό, ίσαμε να δω το χωσμένο στα σωθικά μου κοπελάκι, να πετά κι αυτό πλάι στσ’ αετούς των συγκόπελων του.
Και μόνο ετότε σας θα γελάσουνε τα χείλια μου.
* Ο κ. Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος, με καταγωγή τις Γκαγκάλες της Μεσαράς