Του Μιχάλη Στρατάκη
Δεν έχω πολλούς ήχους να θυμούμαι από τη Μεγαλοβδομάδα των μικράτων μου.
Εχτός κι αν η απόλυτη σιωπή, λογίζεται εκκωφαντικός ήχος.
Ετούτη να τη σιωπή θυμούμαι.
Σφαλισμένα ήτανε τα χείλια των αθρώπων και μοναχά οι αναγκαίες λέξεις επορίζανε.
Προσεχτικές ήσανε και οι κινήσεις τους, από φόβο μη προκαλέσουνε τραβάγια και μολύνει την άγια σιωπή.
Ακόμη και το φορτηγό του κυρ Αντώνη, απέναντι από το κονάκι μας, απού το ‘βαζε μπροστά τα ξημερώματα, μου φαινότανε πως δεν εμούγκριζε όπως τσ’ άλλες μέρες, μα η μηχανή του εμουρμούριζε.
Ακόμη και η νταλίκα του κυρ Σπύρου, απού την έσερνε το μουλάρι, μου φαινότανε πως δεν εκινούντανε στο χαλικόδρομο της οδού Ηφαίστου, ξεσηκώνοντας τον κόσμο, μα εκινούντανε απάνω σε βελουδένια στράτα.
Ακόμη και τα χαχανητά της Τζαβολίνας εσταματούσανε και η αγριοφωνάρα του κυρ Αριστείδη, σαν σιγανοψιχάλισμα ακουγότανε.
Κι εμείς τα κοπέλια, σ’ εκείνη την άγια σιωπή βουτηγμένα επαίζαμε, και δυνατή φωνή δεν επόριζε από τη μπούκα μας, ακόμη κι όταν ετσακωνόμασταν στη χωράφα, για το αν η μπάλα είχε μπει γκολ ή είχε περάσει όξω από τση κοτρώνες πού σηματοδοτούσαν τα δοκάρια.
Μεγαλοβδομάδα ήτανε και μοναχά η σιωπή της έπρεπε.
Εκείνη η ψυχαναπαύτρα η σιωπή, ήτονε ο καμβάς απάνω στον οποίο εκεντούσε τους ήχους της η καμπάνα της Αγίας Βαρβάρας.
Της μοναδικής μικρής καμπάνας, στη νοτική πλευρά της εκκλησιάς, που καϋμό το ‘χαμε όλα τα κοπέλια να σέρνομε το σκοινί της, για να μη πάθουνε ποτές κακό τα νεφρά μας, ετσά μας έλεγαν οι μεγάλοι.
Θυμούμαι κι ανατριχιάζω, πώς η κάθε αργόσυρτη καμπανιά λες κι έβγαζε πυρωμένα βέλη, που διασκίζανε τα Καμίνια κι ύστερα καρφωνόντουσαν κατευτείαν στην ψυχή των αθρώπων.
Δεν ήτανε συνηθισμένη καμπάνα αυτή που θυμούμαι.
Ήτανε καμπάνα σαν τη μπούκα του Θεού, απού εμήλιε στσ’ αθρώπους.
Ποτές μου δεν θα ξεχάσω εκείνο τον μακρόσυρτο, μονότονο ήχο, όσες ηλεχτρικές καμπάνες κι αν γροικήξω.
Δεν θα τον ξεχάσω, γιατί αυτός ο ήχος μου λείπει, όσο λείπει από τ’ ορφανό κοπέλι το βυζί τση μάνας του.
Όπως δεν θα ξεχάσω ποτές μου και τις ψαλμωδίες στην εκκλησιά, που μπορεί να μην εκαταλάβαινα ίντα ελέγανε, όμως η αζύμωτη ψυχή μου, όλα τα καταλάβαινε.
Το ξέρω, γιατί όσο εγροίκουνα τον παπά Μανόλη και τους ψαλτάδες, όσο εγροίκουνα τους αναστεναγμούς και τα ”αχ Χριστέ μου” των γειτόνων μου, όσο εγροίκουνα την καμπάνα κι όσο εγροίκουνα τη σιωπή, αιστανόμουνα πως η ψυχή μου ήτανε, λέει, πλάι στο Χριστό, λαχταρώντας να του συντράμει στο σήκωμα του Σταυρού μόλις θα γονάτιζε αποκαμωμένος.