Κείμενο φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης
Οι γέρικες ελιές της Κρήτης μας, λεγόταν και ”Φράγκικες”, γιατί από ότι λένε τις έφεραν οι Φράγκοι, όταν ήρθαν στην Κρήτη. Οι ελιές αυτές είναι ελάχιστες πια και ίσως μια ακόμα αυριανή θέρμανση του σπιτιού στο τζάκι
Από την εποχή των Φράγκων, υπήρχαν ακόμα πολλά αιωνόβια λιόφυτα στη Κρήτη, αλλά οι Τούρκοι, όταν έφυγαν από την Κρήτη, έβαζαν φωτιά και τις έκαψαν..
Μα ακόμα και μετά την φωτιά εκείνες ξανάνοιξαν σε μεγαλύτερο εύρος με πολλούς κορμούς από το έδαφος, και πολλές φόρες σχημάτιζαν τεράστιες κουφάλες η σχημάτιζαν ένα κύκλο από ένα έως και δυο μετρά το κάθε δένδρο!
Και αυτές όμως οι ελιές, ήταν γραφτό τους να ξεπατωθούν από τα μεγάλα αγροτικά μηχανήματα, και να φυτεύουν σύγχρονες ελιές, ( ψιλολιές), με αποτέλεσμα να χαθούν χιλιάδες τέτοια μουσειακά δένδρα.
Αυτό βεβαία εν αγνοία και της πολιτείας, αλλά και της αγνοίας των αγροτών για τη πολιτιστική αυτή κληρονομία.
Οι γέρικες ελιές αυτές, λες ρυτιδιασμένες απ το χρόνο, είναι όπως και οι γεροί άνθρωποι, που ο χρόνος άφησε πάνω τους σημάδια.
Πολλές γενεές έχουν αναθραφεί με τις γέρικες ελιές και έχουν γευτεί το λαδί τους. Πέρασαν κύρηδες που πάντρεψαν τις κόρες τους με προίκα το λαδί, κυράδες που άναβαν τα καντήλια στις εκκλησιές και στους τάφους να τιμήσουν τους νεκρούς τους, και χρόνια και χρόνια έκαιγαν με αυτό το άγιο αυτό λαδί. Οι άνθρωποι πέθαιναν, αλλά αυτές εκεί, ακίνητες, ριζωμένες πάνω στη γη, λες στοιχειωμένες, και ανίκητες από τη μάχη με το χρόνο και τα γειρατιά τους. Δεν φοβηθήκαν τίποτα παρά μονό… τον άνθρωπο!
Ριζωμένες καθώς ήταν, ο κόσμος της Κρήτης δεν τις ονόμαζε απλά ελιές, δεν έλεγε τη φράση ”έχω τόσες ελιές”’, έλεγε πάντα …”έχω τόσες ρίζες ελιές”! Ήθελε πάντα να τονίσει τη μονιμότητα του δένδρου αυτού.
Μάλιστα όταν τις έδινε προίκα στην κόρη, έλεγε ”θα της δώσω και τόσες ρίζες ελιές για προίκα”
Όταν μοίραζαν οι γονείς τα χωράφια τους στα παιδιά τους, πολλές φόρες δεν ”ισοζύγιαζαν” ακριβώς στη μοιρασιά.
Έτσι αν κάποιο μοιράσι (μερίδιο) δεν ήταν ισάξιο με κάποιο άλλο, τότε έδιναν από του αλλού το χωράφι μια ελιά που την ονόμαζαν ”σκοματάρικη” η ”σκοματαριά”. Αυτό όμως τελικά αποδείχθηκε λάθος στις μέρες μας, αλλά τότε ήταν μια αναγκαστική λύση, να έχει δηλαδή κάποιος μια ξένη ελιά μέσα στο χωράφι του, να την καλλιεργεί αυτός, και να μαζεύει άλλος τις ελιές!
Το λαδί της ελιάς, ήταν από τα πιο απαραίτητα του σπιτιού, όπως και το αλεύρι, για να μαγειρέψει κάτι η γυναίκα στο σπίτι, τα παλιά χρόνια.
Και μεις δεν ξεχάσαμε την άξια του, όταν το έριχνε με το λαδικό η μανά μας πάνω στα λάχανα, τα βρουβάσταχα, ή στις βραστές φασολιές…
Δεν ξεχάσαμε την εποχή που ”βρέχαμε το ντάγκο” (παξιμάδι), τον βουτάγαμε δηλαδή στο νερό, το σκεπάζαμε με ένα πανί να στραγγίξει, και κατόπιν ρίχναμε πάνω του φρέσκο λαδάκι και αλάτι. Ήταν για μας ”κάτι” άλλο αυτό, και για αυτό μας έμεινε και ακόμα στην μνήμη μας!
Συνήθως μια χρόνια έκαναν οι ελιές αυτές, (βεντέτα) και μια χρόνια δεν έκαναν (κούφια χρόνια)
Εγώ νοιώθω το μέγα σφάλμα να ξεπατωθούν όλες αυτές οι ελιές, τουλάχιστον οι γέρικες που έζησαν αιώνες, και θα ήθελα οι νέοι αγρότες να είναι περισσότερο συνειδητοποιημένοι και ευαισθητοποιημένοι στο θέμα αυτό, άσχετα ότι από την πολιτεία δεν υπάρχει κανένα κίνητρο για τον τομέα αυτό.