Κείμενο φωτογραφία: Γεώργιος Χουστουλάκης
Για τον Κρητικό οι χοχλοί, και για τους υπόλοιπους Έλληνες τα «σαλιγκάρια» ή «κοχλιοί», είναι μια σπουδαία υπέρ τροφή, με πολλές ευεργετικές ιδιότητες πέραν από την νοστιμιά τους.
Ευνοούν όσους έχουν χοληστερίνη, στον σχηματισμό των οστών, παράλληλα έχουν και ιδιότητες… αντιγήρανσης!
Έχουν επίσης πολλές πρωτείνες , ελάχιστο λίπος, και πολλά άλλα, που δικαίως μπορούν να αντικαταστήσουν το κρέας!
Λένε μάλιστα για τους Κρητικούς, που είχαν πάντα τα λιγότερα ποσοστά καρκίνου στην Ελλάδα, ότι αυτό οφείλονταν στον χοχλιό τους, καθώς και στο λάδι τους!
Οι χοχλοί βέβαια, δεν είναι περιζήτητοι μονάχα στην Κρήτη, εδώ πρέπει να τονίσουμε πως είναι ένα ιδιαίτερο «λιξολοΐδι» και στην υπόλοιπη Ελλάδα και ειδικά στην Αθήνα, όπου οι τιμές εκεί φυσικά είναι διπλάσιες από ότι στην Κρήτη, με μεγάλη φυσικά ζήτηση.
Διάφορα είδη χοχλιών
Οι χοχλοί της Κρήτης είναι διάφοροι, με κύριες κατηγορίες, τους χονδρούς χοχλιούς ή χοντροχοχλιούς. Είναι σφαιρικό, και έχουν μια καφετί απόχρωση.
Τους λιανούς χοχλιούς ή λιανχοχλιούς που είναι ελαφρώς πλακέ, είναι λευκοί και μικρότεροι.
Έχουμε τις μουρμούρες που έχουν χρώμα καφέ, είναι σφαιρικές και μικρότερες από τους χονδρούς. Τον χειμώνα οι μουρμούρες κάνουν τρύπα στο χώμα, όπου και κρύβονται.
Παλιά υπήρχαν πολλές μουρμούρες, και οι σκαφτιάδες που έσκαβαν τα αμπέλια μπορούσε να βρει ο κάθε ένας τους μέχρι αργά, μέχρι και ένα κιλό να τους ψήσει το βράδυ.
Όταν πιάσει κάποιος μια μουρμούρα, εκείνη βγάζει πολλά σάλια, και παράλληλα κάνει και ένα θόρυβο σαν να «μουρμουράει», για αυτό και τις ονομάσανε «μουρμούρες»! Το αφρώδες αυτό σάλιο, το εκκρίνουν με σκοπό να «κρυφτούν» μέσα σε αυτό, για να μην είναι ορατές από τους εχθρούς τους!
Λένε πολλοί πως οι μουρμούρες ψημένες έχουν γεύση συκωτιού!
Έχουμε επίσης τους μπαρμπαρέσους ή μπαρμπαρόσους, καθώς και τα μικρά χοχλίδια.
Οι ντόπιοι στα νότια παράλια της Κρήτης, ισχυρίζονται πως οι μπαρμπαρέσοι είναι ιδιαίτερα νόστιμοι από όλα τα είδη των χοχλιών, και με ιδιαίτερα όμορφη εμφάνιση.
Τους έφεραν, λένε, κάποτε κουρσάροι από την Μπαρμαριά, εξ ου και η ονομασία τους!
Σε άλλα μέρη στα νότια παράλια τους λένε και «φράγκους».
Από τα μικροχόχλιδα, είναι γνωστόν πως άλλα είναι του κάμπου, και άλλα του βουνού. Του κάμπου τα χοχλίδια αρέσκονται να είναι κολλημένα το καλοκαίρι κατά ομάδες σε πασσάλους, σε κλαριά ή θάμνους, να τα βλέπει ο ήλιος. Είναι λευκά τα χοχλίδια του κάμπου, ενώ του βουνού, τα κοινώς πετροχόχλιδα, έχουν ελαφρώς ανοιχτή καφετιά απόχρωση, και συχνάζουν κάτω από πέτρες ή πέτρινες πλάκες, σε θυμάρια κλπ.
Τι πρέπει να γνωρίζουμε όταν πάμε για χοχλιούς
Πρώτα – πρώτα πρέπει να έχουμε υπ όψιν μας, πότε είναι η κατάλληλη περίοδος που να τρώγονται, μάλιστα να μην απαγορεύεται και η περισυλλογή τους.
Οι χοχλοί τα πρωτοβρέξα είναι εύκολο να βρεθούν, διότι «σαλεύουν» όπως λέμε στην Κρήτη, στο έδαφος, και είναι εύκολα ορατοί!
Τελευταία όμως κυρίως στους καλοκαιρινούς χοχλιούς, πηγαίνουν πολλοί, και κυρίως ξένοι. Από τις 5 το πρωί μέχρι τις 5 το απόγευμα, κάποιοι από αυτούς μπορούν να μαζέψουν μέχρι και 35 με 40 κιλά, έτσι καταφέρνουν ένα μεροκάματο περίπου 70 με 80 ευρώ!
Με την αυθαίρετη όμως αυτή περισυλλογή του χοχλιού, εύκολα μπορούν να αφανιστούν από την Κρήτη!
Υπό αυτές λοιπόν τις συνθήκες, πράγματι ο χοχλιός της Κρήτης όντως οδεύει προς εξαφάνιση, αφού κατά κανόνα συλλέγονται παράνομα, και προ πάντων αφού δεν γνωρίζει ο εκάστοτε χοχλιδολόγος τις βασικές προϋποθέσεις που πρέπει να τηρεί.
Οι «καλοί» χοχλιοί
Οι καλοί χοχλιοί είναι εκείνοι του βουνού, στα πρανές των λόφων, όπου μυρίζουν θυμάρι αλαδανιά θρούμπα, και άλλα αρωματικά φυτά, όπως καυκαλίθρες χάτζικες κλπ.
Καλούς χοχλιούς θεωρούσαν και τους ξεθωριασμένους ανοιχτόχρωμους χονδρούς, που τους έλεγαν και «γέρικους» αλλά και «ψαρούς». Ήταν σπανιότεροι στη φύση από τους συνηθισμένους, γατί για να ζήσουν για χρόνια, έπρεπε να μην πάει κάποιος να τους αναζητήσει.
Καλύτερους πάντως θεωρούσαν τους χοχλιούς του βουνού από εκείνους του κάμπου, αν και ήταν πιο μικροί σε μέγεθος
Οι «κακοί» χοχλιοί
Κακοί ή κατά κάποιον τρόπο, ή επικίνδυνοι χοχλιοί ήταν οι ασάκαστοι, εκείνοι δηλαδή που δεν απέβαλαν ότι φάγανε στην εξοχή, και παραμένει μέσα τους, με άμεσο κίνδυνο δηλητηρίασης.
Οι παλιοί δεν μάζευαν ποτέ χοχλιούς 500 μέτρα από νεκροταφεία, ακόμα κι αν ήταν σε πλήρη αφθονία! Πίστευαν πως εκεί οι χοχλιοί «τρώνε αποθαμένους», είτε φυτά που η ρίζα τους τρέφεται με ουσίες που έχουν σχέση με τους νεκρούς.
Δεν μάζευαν χοχλιούς από ρέματα που πετούσαν ψόφια ζώα ή κοντά σε σκουπιδότοπους.
Δεν μάζευαν τους λεγόμενους κατά την Κρητική ορολογία «πούστηδες» ή «φουσκήτες», εννοώντας αυτούς που μεγάλωσαν μεν, αλλά δεν συμπλήρωσαν το χρονικό όριο ώστε να σκληρύνει το χείλος μπροστά στο καβούκι τους, έτσι ήταν ακόμα ασχημάτιστο, πολύ μαλακό και έσπαγε εύκολα σε μικρά κομματάκια . Δεν τους μάζευαν αυτούς, γιατί δεν ήθελαν τα θρύματα, να μπαίνουν στο πιάτο τους.
Δεν μάζευαν χοχλιούς σε καμία περίπτωση πάνω ή κάτω από κάποια φυτά όπως οι ασκοτιζάρες ή άλλως αγριοκρεμμύδες, καθ’ ότι είναι πολύ τοξικά φυτά, και αφού τα τρώνε οι χιχλοί, δεν τους είχαν καμμία εμπιστοσύνη, και πολλοί απέφευγαν να τους μαζεύουν από εκεί, γιατί είχαν σημειωθεί πολλές δηλητηριάσεις.
Δεν μάζευαν για τον ίδιο λόγο και κάτω από τους θάμνους τους λεγόμενους αγιογύρους, γιατί εκτός της τυχόν δηλητηρίασης, ο θάμνος αυτός έχει μια άσχημη μυρωδιά την αγιογυριά, οπότε θα την έχει και ο χοχλιός. Ακόμα δεν μάζευαν ποτέ χοχλιούς από αθανάτους και κάτω από διάφορα άλλα δηλητηριώδη φυτά όπως φλόμους, φλομάκια κλπ.
Δεν μάζευαν επίσης από σημεία που υπήρχαν κοντά σκουριασμένα μέταλλα, πεταμένα αμάξια κλπ.
Δεν μάζευαν χοχλιούς μετά τον Δεκέμβρη ή Γενάρη όταν ζευγάρωναν. Τους απέφευγαν διότι είναι εποχή που πρέπει να πολλαπλασιαστούν, αλλά και εκτός αυτού τότε εκτός που δεν έχουν κρέας, δεν είναι και καν νόστιμο, γιατί είναι πολύ αδύνατοι.
Πού είναι οι καλοί χοχλιδότοποι
Σε ποιά μέρη θα αναζητήσουμε τους χοχλιούς, είναι μια δύσκολη υπόθεση, που χρειάζεται πείρα αλλά και αντίληψη, γιατί πρέπει να γνωρίζουμε τις συνήθειες του χοχλιού.
Για να αναζητήσουμε λοιπόν τα σημεία που κρύβονται οι καλοκαιρινοί χοχλιοί, θα πρέπει να ξέρουμε που τους αρέσει να συχνάζουν, καθ όσον ανάλογα το σημείο που θα βρούμε τον κάθε χοχλιό, εξαρτάται και η νοστιμιά του!
Ο χοχλιός για να βρεθεί, πρέπει να διαθέτει κάποιος όχημα, διότι αν πάει σε περιοχή που είναι «γυρεμένοι», πρέπει να φεύγει αμέσως και να πηγαίνει αλλού.
Οι καλύτεροι χοχλιδότοποι για παράδειγμα στη Μεσαρά, είναι τα ημιορεινά μέρη, από τον Γεροπόταμο έως τα Αστερούσια όρη, ή από τον Ψηλορείτη μέχρι τον Γεροπόταμο.
Ο χοχλιός συχνάζει κοντά σε ρέματα με πλούσια βλάστηση, σε καλά στραγγισμένα εδάφη ή βραχώδη μέρη, όχι όμως αργιλώδη και υγρά.
Ξεκινώντας λοιπόν με το όχημά μας με σκοπό να βρούμε καλοκαιρινούς χοχλιούς, παίρνουμε το σακούλι μας που θα τους βάλουμε, μια ξύλινη δυνατή βέργα από μισό μέχρι ένα μέτρο για να ανασηκώνουμε τους θάμνους. Παίρνουμε μια άλλη μικρότερη και πιο λεπτή βέργα, είκοσι περίπου εκατοστά, για μας βοηθά να τους βγάζουμε από τυχόν τρύπες. Ίσως ένα μαχαιράκι ή σκαλιστήρι για να ανοίγουμε λίγο τις ξερές κουφάλες των δένδρων, και να διευκολύνουμε τον χοχλιό να βγει.
Σαν ξεκινήσουμε όμως το δρόμο για χοχλιούς, έχουμε κατά νουν τα εξής:
1.Ψάχνουμε κυρίως δεξιά και αριστερά από δρόμους μέχρι 50 μέτρα, σε πέτρες θυμάρια ή τρύπες στο έδαφος.
- Ψάχνουμε όπου υπάρχουν λιόκλαδα ξερά ή σάπια ή οτιδήποτε κλαδιά από κάτω, ή σανοί ξεροί ή ξερά χόρτα σωριασμένα, και ιδιαίτερα όπου από επάνω τους έχει πέσει και χώμα.
- Ψάχνουμε κάτω από ελαιόπανα που έχουν παραμείνει στο έδαφος και τα έχουν σκεπάσει τα χόρτα. Ακόμα ψάχνουμε και σε ελαιόπανα που είναι δεμένα επάνω στην ελιά.
4.Ψάχνουμε σε πέτρες ή ξερολιθιές ή πέτρινες πλάκες σε μέρη που υπάρχει κοντά βλάστηση με χόρτα.
- Σε κουφάλες δένδρων από ελιές ή αχλαδιές ή χαρουπιές, σε τρύπες σε πετρώδη εδάφη ή και σε τρύπες στο έδαφος, και σε αυτό μας βοηθάει το κοντό ξύλο για να τους τραβάμε έξω.
- Σκαλίζουμε τα πεσμένα ξερά σάπια φύλλα μιας χαρουπιάς με το χονδρό ξύλο, και θα τους βρούμε μέσα στο στα ξερά φύλα η στο χώμα.
- Σε κορμούς και κλάδους επάνω σε ελιές αλλά από κάτω. Συνήθως σε σημεία που διαχωρίζονται οι βλαστοί.
- Σκαλίζοντας το έδαφος κάτω από διάφορα θυμάρια, όπως θρούμπες, αθινοκαλιές, αστιβίδες, και άλλους μικρούς θάμνους .
- Στο έδαφος που πέφτουν τα φύλλα από μεγάλα θαμνώδη, όπως κατσοπρίνια, σκίνους, αχινοπόδια.
- Στις όχθες στα ρυάκια ή ρέματα όπου υπάρχουν πολλές καλαμιές.
- Σε βάτους μέσα, διότι εκεί σπάνια είναι γυρεμένοι, και εκεί νοιώθουν ασφαλείς, οπότε θα τους βρούμε σε ποσότητα.
Τι αρέσει στον χοχλιό
Ο χοχλιός τρελαίνεται για ένα καλό παχύ ασκιανό (ίσκο). Του αρέσει ιδιαίτερα να κρύβεται τα καλοκαίρια σε σκιερά δροσερά εδάφη, καθώς βρίσκονται σε ένα είδος καλοκαιρινής νάρκης.
Τους αρέσει για να «ξυπνήσουν» μια σιγανή βροχή και υγρασία, μάλιστα όλες τις εποχές του έτους, γιατί με το νερό της βροχής, λιώνει το καπάκι τους το λεγόμενο και «στούμπουρο». Έτσι πλέον ελεύθεροι σέρνονται στα βρεγμένα κλαδιά και στο έδαφος για αναζήτηση τροφής. Η τροφή τους είναι από τον φυτικό κόσμο, δηλαδή χόρτα, ξερά φύλλα που έχουν μαλακώσει από τη βροχή, ή σάπια κλαριά.
Ο χοχλιός όταν πάει να τρυπώσει ξανά στο έδαφος, παραμένει εκεί συνήθως ανάσκελα, για να τον βρει εύκολα η βροχή, και να βραχεί το «στούμπουρο» του η μεμβράνη δηλαδή, και να αποκολληθεί εύκολα, ώστε να μπορεί να μπορεί να περπατήσει.
Τι δεν αρέσει στον χοχλιό
Πρώτα -πρώτα δεν του αρέσει ο ήλιος, πλην τα μικρά χοχλίδια, ειδικά ο καύσωνας.
Δεν τους αρέσει ο δυνατός αέρας είτε κρύος είτε ζεστός, το κρύο και η παγωνιά.
Όλοι οι χοχλοί, αν τύχη και έχουν βγει για βοσκή μια ήσυχη βραδιά, αν ξαφνικά φυσήξει αέρας, τρυπώνουν αμέσως πάλι στις φωλιές τους!
Οι παλιοί Κρητικοί είχαν σεβασμό στον χοχλιό
Οι παλιοί έπαιρναν ένα Καλοκαιράκι το βουργιάλι τους στον ώμο, μια κατσούνα και γνώριζαν που θα βρουν «κολληταριές», δηλαδή πολλούς χονδρούς χοχλιούς κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλο. Μια κολληταριά μπορεί να αποτελείται από πέντε, δέκα μέχρι εκατό και βάλε χοχλιούς καμιά φορά!
Ο πατέρας μας ή ο παππούς μας, εκτός ότι δε μάζευε αποκλειστικά όλους τους χοχλιούς σε ένα τόπο, πάντα φρόντιζε να ξεκολλά και όλα τα μικρά χοχλίδια από επάνω από την κολληταριά, και να τα αφήνει εκεί σε ένα σκιερό μέρος να πολλαπλασιαστούν, ή τα σκέπαζε με χώμα. Σκοπός τους ήταν να μην «εξωφληθούν», δηλαδή να αφανιστούν. Στους δε χειμωνικούς ή Ανιξιάτικους χοχλιούς που εμφανιζόταν μετά τη βροχή, δεν είχαν πρόβλημα να τους μαζέψουν αν χρειαστεί και όλους εκεί γύρω, όταν στην περίπτωση έβλεπαν πως στη περιοχή υπήρχαν και μιλιούνια από μικρά σαλιγκαράκια!
Συνήθως όμως όταν πήγαιναν οι γονείς με τα παιδιά στους χοχλιούς τον Μαρταπρίλη, δεν τα άφηναν να τους μαζεύουν από επικίνδυνα σημεία ή γκρεμούς, και έτσι ήταν σίγουροι πως χοχλιοί θα παρέμεναν ούτως ή άλλως στην περιοχή.
Έλεγχος ψόφιων χοχλιών πριν το μαγείρεμα
Πριν το μαγείρεμα χρειάζεται ο ειδικός έλεγχος από έμπειρο άτομο, για τυχόν ψόφιους χοχλιούς, επειδή θα ήταν άκρως επικίνδυνοι για δηλητηρίαση. Πάνω σε αυτό βοηθούν και οι τρείς αισθήσεις μας! Με την όραση μπορούμε να δούμε αν κάποιος χοχλιός έχει διαφορετικό χρώμα από μέσα από το καπάκι του, ή το καπάκι του αν είναι μαύρο απ’ έξω, τότε σίγουρα ο χοχλιός αυτός είναι χαλασμένος! Με τη μυρουδιά πάλι, εύκολα μπορεί να εντοπίσει κάποιος, αν ο χοχλιός είναι ψόφιος. Ακόμα και ακουστικά φαίνεται αν κάποιος χοχλιός είναι αποξηραμένος μέσα, γιατί αντηχεί διαφορετικά, όπως και όλοι οι κούφιοι χοχλιοί. Αυτό γίνεται αν με το χέρι μας βαβαλίσουμε όλους τους χοχλιούς μαζί, γιατί απλά ο κούφιος ξεχωρίζει. Βέβαια έναν χαλασμένο χοχλιό τον καταλαβαίνει κάποιος και γευστικά, αν τον συναντήσει στο πιάτο του, θα είναι σίγουρα πικρός και τον φτύνει!
Ο καλύτερος και πιο σίγουρος τρόπος πάντως, για να ήμαστε σίγουροι, για τους χοχλιούς που είναι να μαγειρέψουμε, είναι να τους βρέξουμε και να βγούν όλοι από το καβούκι τους! Στα χωριά αυτό λένε, να «ξεγλωσσήσουνε»!
Μπουμπουριστοί χοχλιοί
Οι χοχλιοί όμως προδιαθέτουν και ικανούς μάγειρες για να τους μαγειρέψουν με πολλούς και εντελώς διαφορετικούς τρόπους, χωρίς βέβαια να λείπουν και εκείνοι που τους αντιπαθούν από τα γενοφάσκια τους! Ο χοχλιός λένε αν δε τον φας μικρός, δύσκολα να τον δοκιμάσεις μεγάλος! Έχουν όμως φανατικούς φίλους που υπερτερούν όσων εκείνων που τους αποφεύγουν! Οι χοχλιοί είτε λιανοί είναι ή χονδροί ή μουρμούρες ή μπαρμπαρέσοι είναι όλοι νοστιμότατοι.
Πάντα οι μπουμπουριστοί χοχλιοί δηλαδή οι τηγανητοί, ήθελαν κάποια μαεστρία στο ψήσιμο για να «ξεφκαρώνουν», δηλαδή να βγαίνουν ολόκληροι με το πιρούνι, όπως λέμε «ολόκληροι με το αποκόλι τους»!
Ρώτησα τη μητέρα μου πάνω σε αυτό, πώς να τηγανίσουμε χοχλιούς, δηλαδή μπουμπουριστούς, και μου είπε τα παρακάτω:
-Παίρνουμε τους χοχλιούς μας που να είναι όλοι χονδροί χοχλιοί, και τσι βάνουνε σε ένα μοσοράκι (μπολάκι).
Τους διαλέγουμε κοιτώντας τον έναν – έναν να είναι γεροί, και τους ξύνουμε πάλι ένα- ένα το χοχλιό με το μαχαιράκι, να φύγουν ότι είναι απάνω του ξένο σώμα κολλημένο, καθαρίζουμε να φύγει και το καπάκι του.
Δεν τσοι πλύνουμε γιατί χάνουνε τη νοστιμιά τως.
Βάνουμε λάδι στο τηγάνι να κάψει.
Όταν κάψει το λάδι ρίχνουμε τσι χοχλιούς όλους μαζί αν βιαζόμαστε, και αν έχουμε υπομονή τον τοποθετούμε έναν ένα το χοχλιό μπούμπουρα στο τηγάνι, ( μπρούμητα). Έτσι το κάνανε οι παλιοί, για αυτό και τους ονομάσανε μουμουριστούς!
Τους αλατίζουμε, αλλά όχι πολύ αλάτι γιατί δεν είναι ωραίοι πολύ αλμυροί, και άμα είναι ξαναρίχνουμε μετά τη δοκιμή αν είναι καλοψημένοι.
Όσο τηγανίζουνται οι χοχλιοί χαμηλώνουμε τη φωθιά, ρίχνουμε και δυο τρία κλαράκια αρισμαρί (δενδρολίβανο) και ανεκατεύουμε συνεχώς . Οι χοχλιοί αρχίζουν και βγάζουν τα σάλια τους, και είναι σαν να μουρμουράνε στο τηγάνι , δηλαδή τσιτσιρίζουν όσο τιγανίζουνται. Όταν σταματήσουν τα σάλια που έχουν διαλυθεί στο λάδι, έχουν και σταματήσει να μουρμουράνε, και τότε βγάζουμε ένα χοχλιό για δοκιμή, να δούμε αν «ξεφκαρώνει», αν βγαίνει δηλαδή, είναι κανονικά ψημένος, κι αν όχι τους αφήνουμε ακόμα λίγο.
Ο καλός χοχλιός πρέπει να βγάνει «καβριά», ούτε πολύ ξεροτηγανισμένος αλλά ούτε και άψητος.
Αν έχουν ψηθεί τότε ρίχνουμε το ξύδι και ανακατεύουμε πάλι, και τους σκεπάζουμε με ένα καπάκι της κατσαρόλας για λίγο για λίγο μέχρι να τσι πιάσει.
Αυτή είναι παιδί μου τη τέχνη τως, κάτσε εδα να σου πω και μια παλιά μαντινάδα!
Ο Κρητικός στη ξενιτειά πόσα λεφτά δε δίδει
να βρει μπουμπουριστούς χοχλιούς να φάει με το ξύδι!
Γιαχνιστοί χοχλιοί
Οι παλιοί στη κυριολεξία τρελαινόντουσαν άμα η γυναίκα τους είχε φτιάξει αργά χοχλιούς γιαχνί με χλωροκούκια, μάραθα, σκορδόφυλλα και πατάτες!
Στους χοχλιούς της κατσαρόλας, πάντα γινόταν η συνηθισμένη ταχτική, δηλαδή του πρώτου πλυσίματος, μετά ένα βράσιμό για δεκαπέντε με είκοσι λεπτά, με το κάμποσο αλάτι «να τσοι πιάσει κι από μέσα» όπως έλεγαν. Στη συνέχεια έπρεπε να καθαριστούν και πάλι, να ξυστούν καλά – καλά απ’ έξω με το μαχαιράκι, να φύγει ότι ξένο σώμα έχει απομείνει κολλημένο επάνω. Τέλος να τρυπηθούν από πίσω με το πιρούνι όλοι οι χοχλιοί, αλλά μετά να επακολουθήσουν δυο τρία ξεπλύματα, τρίβοντας τους μεταξύ τους, να φύγουν όλα τα τρήματα από τις τρύπες.
Ο σκοπός του τρυπήματος του χοχλιού ήταν διπλός, να μπορεί να μπαίνει ζουμί μέσα στο χοχλιό ώστε να είναι πιο νόστιμος, αλλά παράλληλα και όταν τον ρουφούσαν κυρίως τον λιανό χοχλιό να έβγαινε εύκολα, αφού θα έπαιρνε αέρα από την άλλη μεριά.
Στη συνέχεια τους τσιγάριζαν στο λάδι με ψιλοκομμένο το κρεμμύδι για λίγο, έριχναν νερό να ψηθούν για ένα εικοσάλεπτο, και στη συνέχεια τους έβαζαν μέσα για συνοδεία ότι ήθελαν!
Μπορούσαν να τους κάνουν στιφάδο αν πρόσθεταν περισσότερα κρεμμύδια και φύλλα δάφνης, μπορούσαν να τους κάνουν κοκκινιστούς αν πρόσθεταν περισσότερες τομάτες. Μπορούσαν να τους κάνουν με πιλάφι ή με πλιγούρι , σιτάρι αλεσμένο ή με ξινόχοντρο.
«Όποιος παντρέψει τσοι χοχλιούς με στάρι αλεσμένο
ταξίδι γεύσης αρχινά σε κόσμο ονειρεμένο|!
Οι παλιές γυναίκες γιάχνιζαν τους χοχλιούς μαζί με σπανάκι ή αγρόπρασα, ή άλλα άγρια χόρτα γαλατσίδες χατζίκους κλπ. Ακόμα τους έκαναν κλασικά με πατάτες, μελιτζάνες και κολοκυθάκια. Από την στιγμή βέβαια που άρχιζε το ψήσιμο του χοχλιού μετά των υπολοίπων, χρειαζόταν και η κατάλληλη ποσότητα νερού μια κι έξω, για να μην χρειαστεί να προστεθεί άλλο νερό, για να κρατήσει το φαγητό τη νοστιμιά του. Απλά θέλει πότε – πότε ένα «ανεχύμισμα», δηλαδή κούνημα δεξιά αριστερά η κατσαρόλα.
Σαν χοχλιός για να ψηθεί καλά, θέλει τουλάχιστον μια ώρα σε αργή φωτιά, αλλά πότε – πότε βγάζουμε ένα και δοκιμάζουμε!