Γράφει ο Αντώνης Σανουδάκης – Σανούδος
Από τα πρώτα χρόνια της τουρκικής εισβολής στην Κρήτη (1645) ορισμένοι νέοι του νησιού ανέβηκαν στα βουνά και χτυπούσαν τους εισβολείς. Με την άλωση του Χάνδακα (1669) αυξήθηκε ο αριθμός, πολύ δε περισσότερο μετά από την Επανάσταση του Δασκαλογιάννη, όταν ο Ζυγός της σκλαβιάς έγινε βαρύτερος.
Οι Τούρκοι άρχισαν τις βιαιότητες και ωμότητες κατά των ραγιάδων και ειδικότερα τους βίαιους εξισλαμισμούς. Από τους τελευταίους, βίαια εξισλαμισθέντες, αλλά και τους οικειοθελώς, λόγω οικονομικών συμφερόντων, δημιουργήθηκαν τα τάγματα των “ξεκουκούλωτων”, οι λεγόμενοι “γεργελήδες” Τουρκοκρητικοί γενίτσαροι. Στον τουρκικό στρατό υπήρχαν δυο λογιών γενίτσαροι. Οι επίσημοι σουλτανικοί λέγονταν Κapu-Kulu και οι πρώην Κρητικοί χριστιανοί που είχαν τουρκέψει Yerli yeniceri, δηλαδή καινούργιος στρατός.
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, ως το 1821, με αυξομειώσεις στους υπολογισμούς, οι κάτοικοι της Κρήτης υπολογίζονταν στις 80.000. Εξ αυτών, οι 30.000 ήταν μουσουλμάνοι και οι 50.000 χριστιανοί.
Οι γενίτσαροι της Κρήτης, οι “ξεκουκούλωτοι”, μιλούσαν μεν ελληνικά, είχαν την εικόνα του Αγίου Γεωργίου στο σπίτι τους και έπιναν κρασί, ήταν όμως πολύ σκληροί με τους συμπατριώτες τους χριστιανούς. Έκαναν επιδρομές ως συμμορίες ή μεμονωμένοι στα χωριά και τις συνοικίες, με σφαγές, καταστροφές, βιασμούς και λεηλασίες.
Συχνά τρομοκρατούσαν και τους ίδιους τους Τούρκους. Μάλιστα, “το 1690 δεν δίστασαν να σφάξουν τον πασά των Χανίων, τον Σουλφικάρ, και να ρίξουν το πτώμα του στα σκυλιά” (Θεοχάρης Δετοράκης, Ιστορία της Κρήτης, Αθήνα 1986, σ. 300). Έφτασε, μάλιστα, η Πύλη το 1812 να στείλει στην Κρήτη τον Χατζή Οσμάν πασά, ο οποίος το 1813 κατέσφαξε περί τους 500 γενίτσαρους, εξού και “Πνιγάρης” ή “Παπαγιάννης” αποκλήθηκε.
Υπήρξαν, συνεπώς, Κρητικοί που για λόγους προσωπικούς ή για λόγους τιμής και μη ανεχόμενοι τη βαρβαρότητα βγήκαν στο βουνό και λημέριασαν στις σπηλιές και τα λαγκάδια, όπως ονομάσθηκαν “χαΐνηδες”, από την αραβική λέξη “hain”, που σημαίνει προδότης. Oι συμπατριώτες τούς αποκαλούσαν “αδελφοποιτούς”, επειδή έκαναν τελετουργία με το αίμα τους και εθεωρούντο αδελφοί.
Η παραμονή τους στα βουνά ήταν διαμαρτυρία και ένοπλη αντίσταση για την έλλειψη ομαλής διοίκησης και απόδοσης της δικαιοσύνης, υπερασπιζόμενοι τον άμαχο πληθυσμό. Μάλιστα, ήταν τόσο μισητοί από την τουρκική διοίκηση ώστε, αν συλλαμβάνονταν, η τύχη τους ήταν προδιαγεγραμμένη.
Το τέλος τους ήταν μαρτυρικό, με το παλούκωμα ή το φρικτό “τσιγκέλι”. Ήταν ένας μηχανισμός τοποθετημένος “εμπρός εις τας πόλεις και από την κορυφή του, ενώ οι ταλαίπωροι ανεβιβάζοντο και κατεβιβάζοντο με σχοινί γυμνοί, αφήνοντο τέλος και εγαντζώνοντο εις την μυτεράν αρπάγην (αγκίστρι, γάντζον), που ήταν μπιγμένη εις το μέσον της σκαλωσιάς· από εκεί κρεμασμένοι απέθνησκον, μέσα εις φοβερούς σπαρταρισμούς (Βασιλείου Ψιλάκη, Ιστορία της Κρήτης, τ. 3ος, εκδόσεις “Αρκάδι”, Αθήνα, σ. 184-185).
Ως το 1715, απόρθητα έμεναν τρία οχυρά, της Γραμβούσας, της Σούδας και της Σπιναλόγκας, στα οποία έβρισκαν καταφύγιο οι Χαΐνηδες. “Και όσον μεν χρονικόν διάστημα οι Ενετοί κατείχαν τα τρία θαλασσινά φρούρια, ημπορούσαν να καταφεύγουν εις αυτά οι γενναιότεροι και τολμηρότεροι από τους νησιώτας” (Ψιλάκης, 185).
Τους χαΐνηδες η λαϊκή μούσα τους εξύμνησε με τραγούδια αφιερωμένα σ’ αυτούς, όπως:
Παρά να πάω σα ραγιάς με τους προσκυνημένους
καλλιά στη χέρα τ’ άρματα, το πασσαλή ζωσμένος
να ’χω μπηγμένο τουτονά στου Τούρκου το στομάχι
όντες θα μου ’ρθει η μπαλωθιά, κι ας λάχει όπου μου λάχει
φτάνει νάχω στη χέρα μου πέντ’ έξι οχτώ κεφάλια
στα κουτσοκέφαλα κορμιά να πέσω αγάλια-αγάλια.
Χαρακτηριστικό είναι και το επόμενο:
Των αντρειωμένω τ’ άρματα δεν πρέπει να πουλιούνται
μον’ πρέπει να γυαλίζονται στον τοίχο να κρεμιούνται
να τα θωρούν οι γι-άλλοι νιοι και να τα καμαρώνουν
και τον Αντίχριστο μ’ αυτά πάντοτε να πλερώνουν.
Σχετικό είναι και το απόσπασμα από το τραγούδι του χαΐνη Λόγιου, από τον Άγιο Θωμά Ηρακλείου:
Μοίρα στο μοιροχάρτι σου εσύ το έχεις γραμμένο
στο στρώμα να μην ξεψυχά ποτέ ανδρειωμένος.
Για τούτο και ο Λόγιος τ’ όμορφο παλληκάρι
που έβλεπε τη Μεσαρά σαν το καλό λιοντάρι
όπου ’τονε καλό παιδί, καλογραμματισμένο
αλάργ’ από το στρώμα του σκοτώθη το καημένο.
Από τα τρία φρούρια που προαναφέρθηκαν, εξορμούσαν και χτυπούσαν στα χωριά τους Τούρκους οι Χαΐνηδες, εκτελούσαν, αιχμαλώτιζαν και γενικά τρομοκρατούσαν τους Οθωμανούς, για όσο διάστημα οι Ενετοί κατείχαν τα τρία οχυρά. Έπαιρναν εκδίκηση για βιασμούς γυναικών, αρπαγές περιουσιών και την άγρια φορολογία. Στα φρούρια αυτά κατέφευγαν ακόμα και χαΐνηδες ιερωμένοι: “Σε έγγραφο της 1ης Σεπτεμβρίου 1672 αναφέρεται ο παπα-Τζανής, τέως κετχουντάς του Καστελίου Μεραμπέλλου, έγινε χαΐνης και κατέφυγε στη Σπιναλόγκα” (Δετοράκης, 303).
Όταν, όμως, η Βενετία θέλησε να απαλλαγεί από τις δαπάνες, για να ανακαταλάβει την Κρήτη, οι φρούραρχοι παρέδωσαν τα τρία οχυρά στους Τούρκους. Έτσι, η κατάσταση χειροτέρεψε και οι Χαΐνηδες, από τα λημέρια τους στα βουνά και τις σπηλιές, εξορμούσαν, για να εκδικηθούν τους δικούς τους, τη νύχτα, και την ημέρα γυρνούσαν στα λημέρια τους. Πολλοί απ’ αυτούς έχαναν τη ζωή τους, οι ελάχιστοι σώζονταν ή κατέφευγαν σε άλλα νησιά ή τη Μικρά Ασία.
Ήδη από το 1760 ως το 1820 σε όλο το νησί εμφανίστηκαν σπουδαίες μορφές χαΐνηδων, όπως ο Μιχαήλ Βράχος από τα Σφακιά, που παράγγελνε στον ξάδερφό του, πεθαίνοντας από προδοσία, για την τετράχρονη θυγατέρα του.
Α’ ζήση το κοράτσιο μου να μου το προξενέψης
κανένα ωραιόπουρο (ωραιόπουλο) να μου το προξενέψης
να πάρην ένα ξακουστό όμορφο παλληκάρι
απού να μοιάζη στην αντρειά του Βράχου του Μιχάλη.
Σπουδαία τριανδρία Χαΐνηδες από το Θέρισο Κυδωνίας ήταν τα αδέλφια Βασίλειος, Ιωάννης και Στέφανος Χάλης, όπως και η γενιά Γιάνναροι από τους Λάκκους Κυδωνίας. Οι Δεληγιαννάκηδες, Δαιμονάκηδες, Τσουτούδηδες ή Κουτσούδηδες, οι Καλόγεροι και ο Μαυροπάτερος από τα Σφακιά. Ο Εμμανουήλ Ξενάκης από το Μπρόσνερο Αποκορώνου.
Οι Τσουδεροί, πρώην Καλλέργηδες, από τον Άγιο Βασίλειο Ρεθύμνου, οι αδελφοί Κουφάκοι από τον Θρόνο Αμαρίου. Ο Γιάννης Παλμέρης από τον Μυλοπόταμο, οι Ανωγειανοί Σταύρος Ξετρύπης, Σταύρος Νιώτης, Βασίλης Σμπώκος.
Από το Ηράκλειο διακρίθηκε ο Δημήτριος Λόγιος ή Βαρούχας, από τον Άγιο Θωμά. Ο Κωνσταντίνος και ο Φραγκιάς Λεράτος από τα Βορίζα. Από τη Μεσαρά ο Ιωάσαφ ή Ξωπατέρας, ο Μαλικούτης, ο Πετρογιάννης, ο Τσακίρης και ο κορυφαίος όλων καπετάν Μιχάλης Κόρακας, στα χρόνια της νεότητάς του, προ του 1821. Στο Μαλεβίζι έδρασε ο Μιχαήλ Βλαστός.
Στην περιοχή της Πεδιάδας, ο Χαραλάμπης Τραπιέρης στη Χερσόνησο και ο Γιώργης, Ζαχαρίας και Νικόλαος Βέργας στο Μοχό. Στο Οροπέδιο Λασιθίου Χαΐνηδες υπήρξαν ο καπετάν Μανώλης Καζάνης και ο Βασίλειος, πατέρας τού μετέπειτα Αρχηγού Βασιλογιώργη της Επανάστασης του 1841.
*Ο Αντώνης Σανουδάκης-Σανούδος είναι Kαθηγητής Ιστορίας-συγγραφέας.