Του Δημήτρη Σάββα
Από τα παλιά χρόνια οι απόκριες σήμαιναν και σηματοδοτούσαν το τέλος των γιορταστικών εκδηλώσεων γιατί άρχιζε η μεγάλη Σαρακοστή και φυσικά η νηστεία και η προσευχή για το Πάσχα.
Και επειδή αυτή η Σαρακοστή είναι μεγάλης διάρκειας, ανάλογης διάρκειας ήταν και το γλέντι της αποκριάς, που αποτελούσε κάποια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην ευωχία και στην περίοδο της νηστείας.
Το κάθε νοικοκυριό έτρεφε και κάτι που έπρεπε να θυσιαστεί στον αποκριάτικο βωμό, συνήθως αρνί ή κατσίκι. Όλα καταναλώνονταν άφοβα και σε σύντομο χρονικό διάστημα, αφού η Καθαρά Δευτέρα έπρεπε να τους βρει με νηστίσιμα σαρακοστιανά εδέσματα.
Η χοληστερίνη, το ουρικό, τα τριγλυκερίδια και οι άλλες της εποχής παθήσεις, δεν είχαν κάνει έντονα και απειλητικά την εμφάνιση τους!
Το κρασί, σταθερό επικοινωνιακό μέσο κι εκείνης της εποχής, έρρεε ασταμάτητα, ντόπιο και αγνό και με τις μεταμφιέσεις και το ξεφάντωμα, υπήρχε ένα ξεχωριστό εορταστικό κλίμα. Μοναδικό θα έλεγα!
Ευχάριστο τόνο έδιναν τα σκωπτικά συνήθως αποκριάτικα τραγούδια που περιείχαν αρκετά καθαρογλωσσίδια και λογοπαίγνια, συνήθως άσεμνα και ελευθερόστομα.
Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει! Σπάνια συναντά κανείς τις παλιές εκείνες ζεστές στιγμές. Η διασκέδαση στα διάφορα κέντρα δεν προσφέρει εκείνο το ξεχωριστό χρώμα και αυτό γιατί…
«Όλα σ’ αυτή τη γη μασκαρεύτηκαν, ονείρατα, ελπίδες και σκοποί.
Οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν, δεν ξέρουμε τι είναι η ντροπή».
Πάνω σ’ αυτά κάτι «θέλει» να συμπληρώσει ο σατυρικός ποιητής Εμμανουήλ Ροΐδης:
«Άλλαξαν στην εποχή μας, οι άνθρωποι, καιροί και ήθη.
Ό,τι ευγενές και ωραίο απ’ τη γη μας εχάθηκαν.
Όλα σήμερα χυδαία, όλα σήμερα ευήθη
κι οι απόκριες ακόμα κι αυτές μασκαρευθήκαν».
Το κλίμα του αποκριάτικου τραπεζιού «παρουσία» και του θεού Διονύσου γίνονταν όλο και πιο «θερμό». Η παρέα πολλές φορές έκανε αναφορά στους ιερωμένους, χρησιμοποιώντας τους παρακάτω στίχους:
«Μικρόν με καλογέρεψαν και μ’ έντυσαν στα μαύρα
μα εγώ ζηλεύω τη χαρά, ζηλεύω τα τραγούδια.
Ζηλεύω την αγάπη μου, πού ’ναι τώρα καινούργια».
Οι στίχοι όμως δεν έχουν τελειωμό και σειρά έχουν τα διάφορα πτηνά (κότες, κλώσες και πετεινοί), αφήνοντας φυσικά οι συμμετέχοντες της παρέας, διάφορα υπονοούμενα, αλλά διατυπώνοντας και παράπονα.
«Κλώσα μου με τα πουλιά, δε μου τά ’βγαλες σωστά,
σού ’βαλα προχθές εννιά και συ μού ’βγαλες επτά,
σού ’βαλα εικοσιένα και δε μού ’βγαλες κανένα.
Αϊ στο διάολο για κότα, δε σε ξαναβάζω κλώσα».
Και για να μη ξεχνάμε εμείς οι άνδρες πως ήμασταν κάποτε και πως είμαστε τώρα… θα το δούμε πιο κάτω:
«Ήμουνα κράχτης πετεινός και εδά στα γερατειά μου
να με τσιμπούν οι όρνιθες, δεν το βαστά η καρδιά μου».
Πάντα όμως ο σεβασμός απομένει! Μας το λέει ο επόμενος στίχος:
«Τον μερακλή τον πετεινό, όσο και αν γεράσει
οι όρνιθες τον σέβονται, απ’ όπου και αν περάσει».
Οι μέρες της αποκριάς έδιναν την ευκαιρία πολλές φορές να γνωρισθούν οι δύο νέοι. Καλό ήταν βέβαια αυτή η γνωριμία τους να έχει αίσιο τέλος, γιατί αλλιώς:
«Ήφυγες και ποκρίγιωσα κάθε χαρά και ελπίδα
άλλοι ανιμένουν τη Λαμπρή, μα εγώ την καταιγίδα».
Και αν ο νεαρός το έχει πάρει κατάκαρδα τότε οι στίχοι δεν είχαν τελειωμό:
«Κάθε χαρά αποκρίγιωσε, καθ’ όνειρο εχάθη
κάνω τον αδιάφορο, ο κόσμος μη το μάθει».
Υπήρχε όμως περίπτωση, αν και ήταν θετική η έκβαση της γνωριμίας, παράπονα να ακούγονται με έμμετρο τρόπο. Οι παρακάτω στίχοι δείχνουν, ότι ο νέος έχει μετανιώσει για την επιλογή του:
«Στραβή μου τηνε λέγανε μα κείνη αλληθωρίζει
το βούϊ από το γάιδαρο, δύσκολα το γνωρίζει».
«Αν πεις και για τα μάτια της έβλεπαν ίσια κάτω
και σαν τις κοτσυφοφωλιές έκαναν ένα λάκκο».
«Απ’ όλα του προσώπου σου, η μύτη σου μ’ αρέσει
πού ’ναι σαν χαβανόχερο και κρέμεται να πέσει».
Ξαφνικά τα βάζει με τον εαυτό του, αφού βλέπει ότι δεν του φταίει κανείς: Η κοπελιά ήταν πλούσια…
«Για πέντε ρίζες χαρουπιές, και τρεις οκάδες λάδι
επήρες ένα μπουνταλά, να ζήσετε ομάδι».
Ο άνθρωπος όμως δεν μπορεί να ξενοιάσει, πάντα προβληματίζεται: Μας το δείχνει το παρακάτω έμμετρο:
«Σαν τις ασπαλαθότρουλες, απού τις τρών’ οι αίγες
ετσά με φάγανε και με, οι εδικές σου έννοιες».
Σιγά – σιγά, σειρά έχει το κατσίκι της γειτόνισσας…
«Το ρίφι της γειτόνισσας μπαίνει εις το σπαρμένο
και της το πιάνω κάθε αργά μα δε την καταγγέρνω».
Αποκριά λοιπόν! Κέφι, χορός, μεταμφιέσεις, πειράγματα, καλό κρασί και φαγητό. Σε πολλά μέρη της Κρήτης αυτές τις μέρες οι νοικοκυρές φτιάχνουν διάφορα παραδοσιακά φαγητά, φαγητά που ξεχωρίζουν για τις γεύσεις τους: ο τζουλαμάς, τα πιταράκια, τα καλιτσούνια, το φρικασέ, η στάκα, και άλλες λιχουδιές.
«Μάνα μου την αποκριά να σάξεις πιταράκια
και τζουλαμά και φρικασέ μ’ αρνίσια ποδαράκια».
«Τραπέζι αποκριάτικο με τζουλαμά και στάκα
είσαι αγαπημένη μου, σαν περπατάς στη στράτα».
Έτσι οι άνθρωποι περνούσαν κάποτε τις αποκριές! Στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς ήταν όλοι καλοδεχούμενοι για να γλεντήσουν και να γιορτάσουν αυτές τις μέρες!
Εμείς θυμόμαστε και αναπολούμε εκείνες τις όμορφες στιγμές. Ας είναι!
«Εδά απούνε αποκριές ας φάμε και ας πιούμε
κι άμα μπει σαρακοστή θα πα προσευχηθούμε».
Χρόνια πολλά σε όλους! και καλή Σαρακοστή!!!