Βρέθηκα στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου των Ιωαννίνων, με όλες τις επιστημονικές ενδείξεις ότι δεν πρόκειται να ξανασηκωθώ.
Πριν από τα αντιβιοτικά, ο τύφος δεν είχε άλλη σωτηρία από την αντοχή του οργανισμού σου.
Έπρεπε να υπομένεις, ακίνητος υποχρεωτικά, με πάγο στην κοιλιά και μερικά κουταλάκια γάλα ή πορτοκαλόζουμο για τροφή, όλες τις ατέλειωτες μέρες που βαστούσε ο πυρετός, σαράντα ακατέβατα.
Κι ο Θεός βοηθός.
Έτυχε να περάσω τη μεγάλη κρίση, τις μέρες που άρχισε η επίθεση των Γερμανών.
Το κρεβάτι μου βρισκόταν πλάι στο παράθυρο και κάθε φορά που σήμαινε συναγερμός, όλοι οι άλλοι άρρωστοι (το νοσοκομείο ήταν παθολογικό και δεν είχε τραυματίες) μαζί με τις νοσοκόμες και τους γιατρούς τρεχοκοπούσανε στα καταφύγια.
Πριν φύγουν από το θάλαμο μου άνοιγαν τα τζάμια, μήπως και σπάσουν και με χτυπήσουν τα θραύσματα.
Κι απόμενα έτσι ολομόναχος μέσα στον άδειο θάλαμο, που μου φαινόταν ξαφνικά ότι μεγάλωνε, γινότανε απέραντος, με τα ξέστρωτα κρεβάτια, τα κουβαριασμένα σεντόνια, τα σακίδια, μια σταματημένη απότομα ζωή, ένα είδος Πομπηίας του κλειστού χώρου, απ’ όπου αναδυόμουν και επέπλεα μετέωρος, βουτηγμένος μέσα σε μια παράξενη ηρεμία.
Ώσπου σε λίγο άρχισαν οι εκρήξεις, που ολοένα πλήθαιναν και πλησίαζαν.
Αυτό πια, δεν ήταν πόλεμος, ήταν μια μονομαχία.
Δεν υπήρχαν στρατεύματα, όπλα, υπηρεσίες, επιτελεία.
Τίποτε.
Μονάχα το αόρατο εκείνο τέρας που μπουμπούνιζε από ψηλά.
Κι εγώ ασάλευτος, με την πληγιασμένη ράχη και το κομμάτι τ’ ουρανού απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο.
Ένα αίσθημα που δεν είχα δοκιμάσει ποτέ όσο ήμουν τριγυρισμένος από τους στρατιώτες μου αναπηδούσε τώρα μέσα μου, πολλαπλασιαζότανε, με χίλιες φωνές μου έκρενε:
”πρέπει, πρέπει, πρέπει, να ζήσεις, να νικήσεις, να τα βγάλεις πέρα”.
Θα ‘ναι φαίνεται, στη μοναξιά και στον άνισο αγώνα που ξυπνάει όλος ο άντρας. Και ο ποιητής.
Η ιδέα ενός βιβλίου με κρατούσε – όπως άλλους ένα εικόνισμα.
Το έβλεπα, το φυλλομετρούσα, τα ποιήματα που δεν είχα γράψει, και που θα ήθελα να είχα γράψει, γεμίζανε με το εξωτερικό τους σχήμα τις σελίδες του, δεν απόμενε παρά να τα ”γεμίσω” όπως γεμίζεις μια σειρά από άδεια ποτήρια, και αμέσως τι δύναμη, τι ελευθερία, τι αψηφησιά στις βόμβες και στο θάνατο.
Την άλλη μέρα, όταν είδα να με πλησιάζει ένας παπάς με το δισκοπότηρο στο χέρι,
μόνο που δε γάβγισα.
Το ‘βαλε στα πόδια και οι άλλοι άρρωστοι γελούσανε.
Όμως εγώ δε βάσταξα κι έβαλα τα κλάματα.
Οι γιατροί μαζευτήκανε γύρω μου, κάτι είπανε μεταξύ τους, και στο τέλος ένας απ’ αυτούς μου έκανε μια ένεση.
Βυθίστηκα στον ύπνο για ώρες πολλές.
Και την άλλη μέρα – κάτι απίστευτο – ξύπνησα σχεδόν απύρετος.
Είχα περάσει τη μεγάλη κρίση.
Το βιβλίο που ονειρευόμουν θα μπορούσε ίσως να γίνει.
Και τώρα, βέβαια, που γράφω, ύστερα από τόσα χρόνια, το ιδανικό αυτό βιβλίο δεν έγινε.
Αλλά τι σημαίνει;
Η ελπίδα του με κράτησε στη ζωή, και τότε που δεν ήξερα και τώρα που κατάλαβα ότι τα ιδανικά βιβλία δε γίνονται ποτέ.
Οδυσσέας Ελύτης
Σαν σήμερα, το 1996, έφυγε από τη ζωή.
Πηγή: Πρόσωπα