Γράφει ἡ ΜΑΡΙΑ Ι. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗ ΠΤΥΧΙΟΥΧΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
Ἐκ τῶν προτέρων ζητῶ συγγνώμη γιὰ τὶς ἀτέλειες τοῦ λόγου μου. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κοιτάζεις τὸν ἥλιο καὶ νὰ μπορέσεις νὰ χωρέσεις τὸ φῶς του ἢ νὰ περιγράψεις ἐπαρκῶς τὸ μεγαλεῖο του. Χαίρεσαι τὸ φῶς καὶ δὲν φιλοσοφεῖς γιὰ τὸ «πῶς». Ὁ ἥλιος σὰν σφαίρα εἶναι ἀπλησίαστος. Σὰν ἐνέργεια εἶναι ζωοπάροχος. Κάτι τέτοιο ἦταν καὶ ἡ θαυμαστή μας Γερόντισσα. Ἀνεξιχνίαστος ἥλιος σὰν ὕψος καὶ βάθος πνευματικό. Ζωοδότρα δύναμη σὰν κοινωνία ἀγάπης καὶ πρόξενος ἔμπνευσης καὶ χαρᾶς. Δὲν εἶχε ἐξωτερικὲς ταμπέλες ποὺ νὰ μοστράρουν τὴν εὐσέβειά της. Τῆς ἦταν ἀηδιαστικὲς οἱ μεγαλοστομίες οἱ θρησκευτικές. Δὲν ἤθελε ποτὲ νὰ ποζάρει στὴν ἀντίληψη τῶν ἄλλων σὰν κάτι σπουδαῖο καὶ ξεχωριστό. Ἔνοιωθε ἡ τελευταία καὶ ἐκλιπαροῦσε γιὰ τὴν προσευχὴ τῶν ἄλλων καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἂν ἁγιότητα εἶναι ἡ μετατροπὴ τῆς φιλαυτίας σὲ φιλοθεΐα καὶ φιλανθρωπία, τότε, αὐτὴ ἡ γυναίκα τὸ πέτυχε ἀπόλυτα. Ζοῦσε γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ ἦταν νεκρὴ γιὰ τὸν ἑαυτό της!
Τὰ μεγαλύτερα χαρίσματά της ἦταν ἡ ὀρθὴ πίστη, ὁ διάπυρος θεῖος ἔρωτας, ἡ ἀπόλυτη ἀκατακρισία, ἡ μέχρι ἀκτημοσύνης ἐλεημοσύνη (πάντα μυστικά), ἡ γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ ἀσύγκριτη ταπεινοφροσύνη, ἡ παννύχια στάση της στὴν προσευχή, ἡ θυσιαστικὴ πρὸς ὅλους ἀγάπη της. Ἀκολουθεῖ ἡ ἐκπληκτικὴ διόραση καὶ προόρασή της, σὲ βαθμίδα Ἁγίου Πορφυρίου, ἡ θαυματουργός της δύναμη, ἰδιαίτερα τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς της. Τὰ τελευταῖα αὐτὰ χαρίσματα δὲν σημαίνουν τίποτα χωρὶς τὰ πρῶτα. Ἄλλωστε πολλοὶ «χαρισματοῦχοι» θὰ βρεθοῦν στὴν κόλαση. Μὴν ξενίζεσθε. Τὸ λέγει ὁ Κύριος σὲ κάποιους ποὺ τοῦ χτυποῦν τὴν πόρτα μὲ τὴν ἄνεση τῶν χαρισματικῶν ἐπιτευγμάτων: «οὐ τῷ σῶ ὀνόματι προεφητεύσαμεν; Οὐ τῷ σῷ ὀνόματι δυνάμεις πολλᾶς ἐποιήσαμεν;» (Ματθ. Ζ΄21-23) καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Δικαιοκρίτου: «καὶ τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς, ὅτι οὐδέποτε ἔγνω ὑμᾶς. Ἀποχωρεῖτε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν» (Λουκ. ΙΓ΄27).
Ἡ πολυχαρισματικὴ ὄντως Γερόντισσα, τὰ γνώριζε αὐτὰ καὶ δὲν οἰκειοποιήθηκε ποτὲ κανένα ἀπὸ τὰ κολοσσιαῖα χαρίσματα ποὺ τῆς ἔδωσε ὁ Θεός. Δὲν ἐκμεταλλεύθηκε τὰ χαρίσματά της γιὰ στρατονισμὸ ὀπαδῶν, ἐκρύβονταν ἐπιμελῶς καὶ ἀποκαλύπτονταν θαυμαστῶς. Ἐκλιπαροῦσε τοὺς πάντες γιὰ εὐχὲς ἰλαστήριες γιὰ τὴν «ἄθλια» ψυχή της, εἶχε συζευχθεῖ μὲ τὴν μετάνοια, ἦταν τὸ ἰσόβιο γνώρισμά της, ἀγαποῦσε αὐτὸ-ἐξουθενωτικά τοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ τοὺς ἀπέφευγε, εἰδικὰ ὅσο ἦταν στὰ πόδια της, λόγω ταπείνωσης, ὅταν διέκρινε περιέργεια ἢ θαυμασμό. Δὲν ἤθελε -ὅπως ἔλεγε- πλάνες ἐντυπώσεις γιὰ τὸ πρόσωπό της, τὰ ἔδωσε ὅλα στοὺς ἄλλους, δὲν κράτησε τίποτα περισσότερο ἀπὸ τὸν Χριστὸ γιὰ τὸν ἑαυτό της, καὶ ὁ μόνιμος ἔνοικος τῆς καρδιᾶς της, τῆς τὰ ἔδωσε ὅλα καὶ τὴν «ὕψωσε κατ’ ἐνώπιον πάντων τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ» (Ἰησ. Ν. Γ΄7) καὶ «ἐποίησε αὐτὴ ὄνομα κατὰ τὸ ὄνομα τῶν μεγάλων» (Α΄ Παραλ. ΙΖ΄8).
Ἔλεγε: «δὲν μᾶς σώζουν βρὲ παιδιὰ αὐτὰ ποὺ κάνει μέσα ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Θεός, ἀλλὰ μᾶς σώζουν ὅσα ἐμεῖς κάνουμε διὰ τοῦ Θεοῦ»!!! Ὁ Θεός, ἔλεγε, καὶ μέσω ἑνὸς γαϊδάρου μπορεῖ νὰ ἐνεργήσει. Γνωστὴ ἡ περίπτωση τῆς ὄνου τοῦ Βαλαάμ. Μπορεῖ καὶ μέσω ἑνὸς βλάσφημου νὰ προφητεύσει. Δεῖτε τὸν Καϊάφα τὸν θεοκτόνο Ἀρχιερέα. Αὐτὰ εἶναι δικά Του δῶρα. Γιὰ τὰ δικά Του δῶρα περιμένετε ἀνταμοιβή; Τοῦ χρωστᾶμε ποὺ χρησιμοποιεῖ ἐμᾶς τὸν πηλὸ γιὰ νὰ φανερώσει τὶς πατημασιές Του. Δὲν μᾶς χρωστάει. Μᾶς σώζουν ὅσα κάνουμε ἐμεῖς μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Ἡ μετάνοια! Τί δὲν ἔλεγε γιὰ τὴν μετάνοια! Ἡ ἐγκράτεια! Ἡ προσευχή! Ἡ προσοχή! Ἡ ἀγάπη! Ἡ ἀνεξικακία! Ἡ ἀκατακρισία! Ἡ νηστεία! Ἡ κρυφὴ ἐλεημοσύνη! Ἡ πραότητα! Ἡ θεοσέβεια! Ἡ Φιλαδελφία!
Μὲ μία λέξη, ἔλεγε, μᾶς σώζει ἡ μίμηση τοῦ Χριστοῦ! Ἡ ἀρετή! Ἔλεγε, δηλαδή, ὅσα δίδασκε καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γι’ αὐτὰ τὰ πράγματα: «τὰ μὲν σημεῖα πολλάκις ἕτερον ὠφέλησε, τὸν δὲ ἔχοντα παρέβλαψεν εἰς ἀπόνοιαν ἐπάραντα καὶ κενοδοξίαν, ἢ καὶ ἐτέρῳ τινι τρόπῳ. Ἐπὶ δὲ τῶν ἔργων οὐδὲν τοιοῦτον ὑποπτεῦσαι ἕνι, ἀλλὰ καὶ τοὺς μετιόντας αὐτὰ καὶ ἑτέρους πολλοὺς ὠφελεῖ. Ταῦτα τοίνυν μετὰ πολλῆς τῆς ἐπιμελείας ἐπιτελοῦμεν» (Ε.Π.Ε. 10, 414).
Τὸ μεγαλύτερο χάρισμα κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο εἶναι ἡ ἀγάπη. «Κρεῖττον χάρισμα» τὴν ἐπονομάζει καὶ «ὁδὸν καθ’ ὑπερβολὴν» (Ἃ΄ Κόρ. ΙΒ΄31). Δύσκολος δρόμος. Ἀλλὰ καὶ ὁ γνησιότερος. Ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι ἀπάτη. Εἶναι ἡ ταύτιση μὲ τὸν Χριστό. Ἂς ἀκούσουμε καὶ πάλι τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο: «τοῦτο τὸ χάρισμα οὐχὶ ἕνι, οὐδὲ δευτέρῳ, ἀλλὰ πάσιν ἔξεστιν ἔχειν. Ἔξεστιν ὑμῖν μεῖζον χάρισμα ἔχειν τοῦ τοὺς νεκροὺς ἀνιστᾶν καὶ τυφλοὺς ὀμματοῦν. Ποιὸ τοῦτο τὸ χάρισμα; Ἡ ἀγάπη» (Ε.Π.Ε. 24, 284).
Τέτοια ἀγάπη εἶχε ἡ χαρισματικὴ Γερόντισσα. Αὐτὴν τὴν ἀγάπη, ποὺ «οὐδέποτε ἐκπίπτει». Σήμερα ἐκθειάζουν πολλοὶ τὴν ἀγάπη. Ποιὰ ἀγάπη ὅμως; Τὸν ἐρωτισμὸ στὰ πάθη τους. Μία ἀγάπη ποὺ πανεύκολα ἐκπίπτει καὶ μεταποιεῖται κιόλας σὲ ἐκδίκηση καὶ ἀκόρεστο μίσος. Ἡ ἀγάπη ποὺ δὲν ἐκπίπτει, «ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει» κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ἔρχεται, ὅσο ἀδειάζεις μὲ τὸ φτυάρι τῆς ἄσκησης, ἐξακολουθητικὰ τὴν καρδιά σου, ἀπὸ κάθε ἀκαθαρσία. Εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γεμάτη ἀνιδιοτέλεια καὶ θυσία. Εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ εἶναι καρπὸς καὶ ἀποτέλεσμα ἀπαθείας. Ἔχει θυσία καὶ ἀνιδιοτέλεια. Δὲν ἔχει συμφέρον καὶ λαγνεία. Δὲν εἶναι ὁ ροζουλὸς ἀγαπουλισμὸς τῶν νεοπατερικῶν τῆς Θεολογίας. Ἡ Γερόντισσα, ἐνῶ ἦταν ἤδη κυρτωμένη καὶ μὲ ἀλλοιώσεις φοβερὲς στὰ ὀστᾶ, καθόταν καὶ ἄκουε προβλήματα. Ταυτιζόταν μὲ τὸν πόνο καὶ τὴν χαρὰ τῶν ἄλλων. Ξενυχτοῦσε προσευχόμενη γιὰ «ἕνα ἕκαστον» καὶ «παγγενεῖ τὸν Ἀδάμ». Εἶχε ἀγάπη Χριστοειδή, ποὺ ὄντως δὲν ἐκπίπτει. Αὐτή, μαζὶ μὲ τὴν ταπείνωση, ἦταν τὰ μεγαλύτερα χαρίσματά της. Καὶ ἡ γονικὴ φύτρα ὅλων τῶν ἄλλων θαυμαστῶν δωρεῶν μὲ τὶς ὁποῖες πλουσιόδωρα τὴν προικοδότησε ὁ Θεός. Πήγαινες ἐξουθενωμένος κοντά της καὶ ἔφευγες παραδεισένιος ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν εὐωδιὰ τῆς ἀγάπης της. Πήγαινες βεβαρυμένος ἀπὸ τὴν ὀξύτητα τῶν προβλημάτων καὶ ἔφευγες ἀναπτερωμένος ἀπὸ τὴν γλυκύτητα, τὴν θαλπωρή, τὴν ὀσμὴ ζωῆς ποὺ ἀνέπνεες. Δὲν εἶχε τίποτα τὸ ἐντυπωσιακὸ καὶ ὅμως καταλάβαινες πὼς ζοῦσες σὲ τόπο μοναδικό. Κάποτε εἶπε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (ποὺ τελευταῖα μελετῶ): «σχισθείην εἰς μυρίους»! Εἴθε, δηλαδή, νὰ μποροῦσα νὰ γίνω μυριάδες κομμάτια, γιὰ νὰ προσφέρω ἰσομερῶς τὴν ἀγάπη μου σὲ ὅλον τὸν κόσμο. Αὐτὸ βλέπαμε καὶ στὴν ἀνήμπορη σωματικὰ ἀλλὰ ἀκαταπόνητη ψυχικὰ Ἁγία Γερόντισσα! Ἀναρωτήθηκα πολλὲς φορές, πῶς ἄντεχε νὰ εἶναι μοναδικὴ γιὰ τὸν καθένα, μέσα σὲ τόσο λαὸ ποὺ ἀποζητοῦσε τὴν μητρικὴ ἀγκαλιά της; Εἰδικὰ τὰ χρόνια ποὺ ἦταν καθηλωμένη στὸ κρεβάτι καὶ ἐγκεφαλικὰ δυσλειτουργοῦσε; Καὶ δὲν ἦταν ἕνας καὶ δύο… μία Κυριακὴ ἦταν περὶ τοὺς διακόσιους πρὸ κορονοϊοῦ. Καὶ ὅμως! Ἐνῶ καταπονοῦνταν οἱ περὶ αὐτήν, ἡ ἴδια θαλερότατη προσλάμβανε ἀγαπητικὰ καὶ μεταποιοῦσε πνευματικὰ τὸν καθένα. Ἄγαμη καὶ ἀμόλυντη ἡ ἴδια, κυοφόρησε στὴν καρδιά της καὶ ἀναγέννησε χιλιάδες ψυχές!
Ὅσοι πήγαιναν στὸ ταπεινὸ καὶ ἀσκητικὸ ἐνδιαίτημά της, κολλοῦσαν σὰν στρείδι πάνω της, γιατί ζοῦσαν παράδεισο, γιατί ὀσφραίνονταν τὴν «εὐωδία τοῦ Χριστοῦ», τὸ ἄρωμα τῆς ἁγιότητας!
Καὶ τὰ ἔκτακτα χαρίσματα τῆς διοράσεως, τῆς προοράσεως καὶ τῆς θαυματουργίας ποὺ ἔβλεπαν μέσα ἀπὸ μία παροιμιώδη ἁπλότητα καὶ ἀπὸ μία ἄτυφη λειτουργικότητα, ἔκαναν ἀμεσότερα αἰσθητὴ τὴν διὰ πίστεως, ταπεινώσεως καὶ ἀγάπης Χριστοζωή της, τὴν Θεοποιὸ Χάρη ποὺ ἐβίωνε ἀφοῦ ἔφτασε στὰ «μὴ περαιτέρω» στὴν κλίμακα τῶν πνευματικῶν ἀναβαθμῶν! Ἀναζητοῦσαν οἱ ἄνθρωποι τὸ αἴτιο αὐτοῦ τοῦ ἰλιγγιώδους ὕψους καὶ ὅταν τὸ ἐντόπιζαν στὴν βίωση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν ποὺ προαναφέραμε, μαθήτευαν ἀκολούθως στὰ ἀπαραίτητα τῆς πρακτικῆς ἀρετῆς καὶ ἄρχιζαν καὶ ἐκεῖνοι νὰ ζοῦν τὴν στοιχειώδη θεογνωσία!
Κάποτε ἄκουσα ἐκεῖ τὸν π. Ἀντώνιο νὰ λέει, ὅτι ἡ δασκάλα τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ὑπακοή. Ἡ Γερόντισσα ἦταν ἀνέκαθεν «ὑπὸ κάτω πάντων»! Δὲν εἶχε θέλημα! Ὑπηρετοῦσε ἐμπνευσμένα καὶ ἀγόγγυστα τὰ «θέλω» τῶν ἄλλων! Ἡ καθηγήτρια τῆς Μέσης Ἐκπαίδευσης, στὸ παιδευτήριο τῶν ἀρετῶν, εἶναι ἡ ὑπομονή. Ὑπέμεινε μαρτύρια στὴ ζωὴ της «ἐν σιγῆ καὶ ὑπομονή»! Καὶ ἡ Πρύτανης τοῦ Πανεπιστημίου, στὴν μαθητεία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ Νοερὰ Προσευχὴ ποὺ φέρνει τὴν ἐμπειρικὴ Θεολογία. Αὐτὰ γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ σχῆμα, διαφαίνεται ἡ μυστικὴ ζωὴ τῆς Γερόντισσας καὶ τὸ ἀναβατόριο τῶν ὑπερφυῶν καταστάσεών της.
Ἡ ἁπλότητά της ἦταν ἀπόρροια τῆς καθαρότητάς της. Δὲν ἦταν καθόλου ἁπλοϊκότητα. Ἁπλὰ δὲν εἶχε σύνθετο λογισμὸ καὶ ὑστεροβουλία. Ἦταν ἄτεγκτη σὰν τὸ ἀτσάλι στὴν ἁμαρτία καὶ διάφανη ὅπως τὸ γυαλὶ στὴν σκέψη καὶ στὴν συμπεριφορά. Ὅ,τι ἦταν ἀπὸ μέσα, αὐτὸ ἔβγαινε καὶ ἀπ’ ἔξω. Γελοῦσε, πείραζε μὲ ὡραῖο χιοῦμορ, ἦταν «σπίρτο» στὸ μυαλὸ καὶ βρέφος στὴν καρδιά, ἔπαιζε μαζί σου, τραγουδοῦσε ἀκόμη καὶ στὰ γαλλικὰ καὶ στὰ γερμανικά, γνώριζε ἄριστα τὸν ἑλληνικὸ λόγο ὡς ἀριστοῦχος τοῦ τότε ἑξαταξίου Γυμνασίου, συνέθετε μοναδικὰ ποιήματα, δὲν ἦταν μὲ λίγα λόγια ὁ εὐσεβιστὴς ἄνθρωπος ποὺ εἶναι ἕτοιμος νὰ σοῦ κάνει κήρυγμα, ποὺ κρατᾶ ἀποστάσεις γιὰ νὰ μὴν «μιανθεῖ» ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν τὶς δικές του «ἐνοράσεις» καὶ τὶς «ἀποκαλύψεις», ποὺ αὐτολιβανίζεται μὲ ταπεινοσχημίες καὶ δακρυρροοῦσες περιγραφὲς τῶν ἀγωνισμάτων του, ποὺ αὐτομοστράρεται ἀπὸ ἀναφορὲς σὲ ὑψηλὲς «πνευματικὲς» γνωριμίες καὶ ἀνάλογες «βιωματικὲς» καταστάσεις.
Ἦταν ἕνα πρόσωπο ποὺ φανέρωνε ἁπαλὰ τὸν Θεὸ στὸν κόσμο καὶ σοῦ καλλιεργοῦσε ἀβίαστα, ἦθος Χριστοειδές! Οἱ ἐμπειρίες ἀπ’ ὅσα ζήσαμε κοντὰ της πολλές. Θὰ σταχυολογήσω πρωτίστως κάποιες ἀπὸ τὶς ἱστορίες της καὶ τὰ διδάγματά της:
Α) ΙΣΤΟΡΙΕΣ ποὺ κατέγραψα ἀπὸ τὴν Γερόντισσα.
Ὁ παππούς μου, νυμφεύθηκε τὴν γιαγιά μου, ὅταν ἐκεῖνος ἦταν 28 ἐτῶν. Ἦταν δάσκαλος. 29 ἐτῶν γέννησαν τὴν μάνα μου. 30 ἐτῶν ἔχασε τὴν σύζυγό του καὶ ἔμεινε ἐν χηρεία 66 ἔτη! Ὅταν λίγο ἀργότερα τοῦ πρότειναν τὴν Ἱερωσύνη, ἐκεῖνος δέχθηκε μὲ χαρά. Ἀντέδρασαν ὅμως κάποιοι χωριανοὶ ἐπειδὴ ἦταν χῆρος καὶ νέος στὴν ἡλικία. Ἐφοβοῦντο γιὰ τὴν ἐξέλιξή του. Πῆγαν στὸ Ἡράκλειο καὶ διαμαρτυρήθηκαν στὸν τότε Μητροπολίτη. Ἐκεῖνος τοὺς εἶπε αὐστηρά: «γιὰ κάνετέ μου τὴ χάρη…Δηλαδὴ ἂν ἦταν ἤδη Ἱερέας καὶ ἔφευγε ἡ πρεσβυτέρα του νωρίς, ἔπρεπε νὰ τὸν καθαιρέσω; Ἢ πιὸ σοφοὶ εἶστε ἐσεῖς ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἄφησαν τὰ Ἱερὰ Θεσπίσματα; (Ἱεροὺς Κανόνες)». Ἔφυγαν ντροπιασμένοι…Ὁ Μητροπολίτης τοῦ εἶπε: «δὲν ἔχω ἀντίρρηση νὰ σὲ χειροτονήσω. Θὰ πᾶς ὅμως στὸ Μοναστήρι τοῦ Κουδουμᾶ νὰ μοῦ φέρεις ἔγκριση ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ Γεροντάδες. Δὲν θέλω νὰ πέσει στὴν κεφαλή μου τυχὸν ἁμάρτημά σου ποὺ ἐμποδίζει ἀπὸ τὴν χειροτονία. Μπορεῖ νὰ εἶμαι Μητροπολίτης ἀλλὰ γονατίζω μπροστὰ στὴν Ἁγιότητα»! Θαύμασε ὁ παππούς μου. Πῆρε ἕνα γρήγορο ψαρὸ ἄλογο καὶ κατέβηκε στὴν Μονὴ Κουδουμᾶ. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἔξω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι μᾶλλον τὸν περίμεναν. Ὁ Ὅσιος Παρθένιος καθάριζε κάτι χόρτα καὶ οἱ ὑπόλοιποι κάνανε κάτι ἄλλο, ὅλοι μαζί. Μόλις ἔφθασε, πρὶν τοὺς χαιρετήσει, σηκώθηκε ὁ Ὅσιος Παρθένιος καὶ τὸν ἀγκάλιασε. Τοῦ εἶπε χαρούμενος: «Ξέρω γιατί ἦρθες παιδί μου δάσκαλε. Περίμενε νὰ φωνάξω τὸν ἀδελφό μου». Ἔκανε νόημα στὸν Ὅσιο Εὐμένιο νὰ πλησιάσει. Ἔπειτα τοῦ εἶπε: «Τοῦτος ὁ φέρελπις νέος πρέπει νὰ ἱερωθεῖ! Ἦταν καθαρώτατος πρὸ τοῦ γάμου, εἶχε ἀμίαντο κοίτη, ἐνάμιση χρόνο παντρεμένος, ἀπ’ ὅλες τὶς πλευρές. Καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ πιὸ καλὰ ἀπὸ καλόγηρος μετὰ τὴν χηρεία»! Ἔγινε πνευματικός του ὁ Ὅσιος Εὐμένιος! Ὁ Ὅσιος Παρθένιος τὸν ἀποχαιρέτησε λέγοντάς του:
«Σοῦ εὔχομαι παιδί μου νὰ μὴν χορτάσεις ποτὲ τὸν Χριστό! Νὰ γλυκαθεῖς καὶ νὰ Τὸν γυρεύεις ὅλο καὶ περισσότερο! Ταπεινὸς νὰ ’σαι πάντα καὶ νὰ ἀγαπᾶς τοὺς ἀνθρώπους! Ὅλα τ’ ἄλλα θὰ ἔρχουνται μετὰ μοναχὰ ντός!».
Δὲν ἔγινε, ὅμως, ἀμέσως Ἱερέας. Ἤθελε νὰ δείξει πρῶτα δείγματα γραφῆς σὰν λαϊκός! Κόλλησε, ὅμως, σὰν τὸ στρείδι στοὺς Γεροντάδες του! Ποῦ τὸν ἔχανες, ποῦ τὸν ἔβρισκες, στὴ Μονὴ Κουδουμᾶ!
Ὁ παππούς μου ἀκολουθοῦσε τὴν γραμμὴ τῶν Γεροντάδων του. Τῶν Ὁσίων πατέρων Παρθενίου καὶ Εὐμενίου τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ. Ὅταν κάποιοι εἶχαν προγαμιαῖες σχέσεις (ἔκλεβε ὁ γαμβρὸς τὴν κοπέλα γιὰ νὰ τὴν κατοχυρώσει ἢ συζοῦσαν πρὶν τὸν γάμο ), δὲν τοὺς στεφάνωνε στὴν Ἐκκλησία ἀλλὰ στὸ σπίτι! Ρωτοῦσε πρῶτα καὶ κανεὶς δὲν τολμοῦσε νὰ τοῦ πεῖ ψέματα. Δὲν μπορῶ, ἔλεγε, νὰ λέω «ἡ παρθένος ἔσχες ἐν γαστρὶ…» καὶ νὰ χορεύω μία ἀγγιγμένη ἐνώπιον τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας παίζοντας τὰ μοῦτρα μου. Ὅταν καθυστεροῦσε νὰ κάνει παιδὶ ἕνα ζευγάρι, τοὺς ἔλεγε: «μήπως δὲν σᾶς δίδει ὁ Θεὸς ἢ ἐσεῖς εἶστε «ἐφευρέται κακῶν» καὶ βρίσκετε τρόπους νὰ διώχνετε τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ; Ἂν συμβαίνει αὐτό, κόβω τὴν Θεία Κοινωνία.». Τότε ὅλοι εἶχαν πολλὰ παιδιά…
Ὁ παππούς μου κάθε νέο ζευγάρι τὸ πήγαινε μὲ τὸ πετραχήλι στὸ σπίτι μετὰ τὴν στεφάνωση. Ἄλοιφε μὲ ἁγιασμένο λάδι τὸ ἀνώφλι τῆς πόρτας καὶ πετοῦσε ἁγιασμὸ στὸ σπίτι. Ἔλεγε: «καρπερό, ἀντρόπιαστο καὶ ἀμαγάριστο. Ἑκατοχρονίτικο καὶ αἰώνιο» (δηλαδὴ νὰ ζήσετε ἑκατὸ χρόνια καὶ νὰ προεκταθεῖ ἡ οἰκία σας στὴν αἰωνιότητα)!
Ὁ παππούς μου ἔλεγε: «Τὸ σπίτι δὲν εἶναι πορνεῖο ἀλλὰ μαμουργειὸ (μαμμή, χῶρος ποὺ γεννιῶνται καὶ μεγαλώνουν παιδιά). Ἀλλιῶς φεύγει ὁ Χριστὸς καὶ φουκαρώνει ὁ ἀντίδικος».
Ὁ παππούς μου ὁ παπὰ Νικόλας, δὲν ἤθελε τοὺς ἑφτάζυμους ἄρτους (μὲ ρεβύθι, χωρὶς προζύμι) διότι ἄζυμα χρησιμοποιοῦν οἱ παπικοί. Ἔτσι τὸν εἶχαν συμβουλεύσει οἱ Γέροντές του, Ὅσιοι Παρθένιος καὶ Εὐμένιος. Ὅπως δὲν ἤθελε καὶ τὸ ρολόι ποὺ ἔγραφε ἐπάνω «ἄλα Φράγκα» ποὺ κυκλοφοροῦσε τότε. Τοῦ θύμιζε τοὺς Φράγκους ποὺ ρήμαξαν τὴν Κρήτη καὶ ἦταν πιὸ ἐπικίνδυνοι ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὅπως ἔλεγε…
Κάποτε τὸ 1922, ἀρρώστησε βαριά, μικρὸ κοριτσάκι ἡ μεγάλη μου ἀδελφή. Ὁ πατέρας μου, ἦταν στρατιωτικὸς γιατρὸς στὴν Μικρασιατικὴ ἐκστρατεία. Ὁ παππούς μου ἀπευθύνθηκε σὲ ἄλλο νεαρὸ τότε γιατρὸ τῆς Πόμπιας. Ἦταν καὶ σύντεκνος τῶν γονέων μου. Ὁ γιατρὸς αὐτὸς ἦταν πολὺ καλὸς ἄνθρωπος καὶ πολὺ ἐλεήμων ἀλλὰ πικραμένος. Θύμωνε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ γιατί ἔχασε νωρὶς τὴν γυναίκα του. Ἐξέτασε τὸ παιδί, τὴν ἀδελφή μου, καὶ εἶπε στὴν μάνα μου καὶ στὸν παππού μου ὅτι ἡ ἐπιστήμη ἀδυνατεῖ νὰ βοηθήσει. Τὸ μόνο ποὺ ἔχουν νὰ κάνουν εἶναι, νὰ ἀποτανθοῦν στὸν Χριστὸ καὶ στὴ μητέρα Του (τοὺς κατονόμασε μὲ ὑβριστικὰ λόγια) καὶ ἂν ὑπάρχουν, νὰ ἐπέμβουν καὶ νὰ βοηθήσουν. Ὁ παππούς μου κατελήφθη ἀπὸ ἱερὴ ἀγανάκτηση. Τὸν πέταξε ἔξω βίαια καὶ τοῦ εἶπε: «Τί εἶπες μωρέ; Ἔκανα πολλὰ χρόνια μὲ τὴν Τουρκιὰ καὶ τέτοια λόγια δὲν ἄκουσα γιὰ τὸν Κύριο καὶ τὴν Θεοτόκο. Καὶ ἐσὺ βαπτισμένος καὶ μυρωμένος λὲς τέτοια λόγια; Αὐτὴ μωρὲ ἡ Παναγία θὰ κάνει καλὰ τὸ παιδί μας! Ἀλλὰ ἡ ἀσθένεια θὰ πέσει πάνω σου γιὰ νὰ παιδαγωγηθεῖς!». Ἡ μάνα μου τοῦ φώναξε: «μὴ πατέρα! Εἶναι σύντεκνός μας». Καὶ ὁ παππούς μου, τῆς ἀπάντησε αὐστηρά: «αὐτὸς μωρὲ βρίζει Αὐτὸν ποὺ κρύβεται στὸ Ἅγιο Μύρο καὶ ἐσὺ σκᾶς γιὰ τὴν συντεκνιά;». Πῆρε τὸ μπαστουνάκι του καὶ ἀνηφόρισε στὸν ἱερὸ βράχο τῆς Πόμπιας στὴν Παναγία τὴν Καληωρίτισσα. Τὸν ἀκολούθησαν κρυφὰ κάποιες γειτόνισσες. Ἡ Κατερίνα ἡ Στεφανάκη καὶ ἄλλες. Γονάτισε στὴ μέση της Ἐκκλησίας καὶ μὲ λυγμοὺς εἶπε:
«Κυρία τῶν Ἀγγέλων! Πολλὰ χρόνια σὲ ὑπηρετῶ! Ρουσφέτι δὲν σοῦ ζήτησα ἀλλὰ σήμερα σοῦ ζητῶ! Γιάτρεψε τὸ παιδί μας γιὰ νὰ δείξεις ὅτι εἶσαι ἡ Ἀρχιγιάτρισσα. Γιὰ νὰ καταισχυνθοῦν οἱ ὑβρίζοντες σε καὶ νὰ χαρεῖ καὶ ἡ δική μου πονεμένη καρδιά…».
Ἔπειτα κατηφόρισε. Βρῆκε τὸ παιδί, ζωογονημένο νὰ παίζει στὴν αὐλή! Ὁ γιατρὸς τὴν ἴδια μέρα ἀρρώστησε. Δὲν δέχτηκε τὸν παππού μου νὰ τοῦ διαβάσει συγχωρητικὴ εὐχή. Δὲν ἐλευθερώθηκε, παρὰ μόνο ὅταν κάλεσε τὸν παππού μου καὶ ὁμολόγησε: «Γέροντα, προσκυνῶ Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα Τριάδα Ὁμοούσιον καὶ Ἀχώριστον»! Ἐξομολογήθηκε καὶ ἔλαβε τὴν Θεία Κοινωνία!
Ὅταν ἔγινε τὸ 1924 ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου, προβληματίσθηκε πολὺ νὰ ἀκολουθήσει τὸ Νέο Ἡμερολόγιο. Αἰτία ἦταν μία παραγγελία τοῦ Ὁσίου Παρθενίου: «θὰ ἔρθουν Πατριάρχες καὶ Δεσποτάδες, ποὺ θὰ σᾶς ποῦν πὼς ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὸ ἴδιο κέντρο καὶ πολλὲς πόρτες. Κέντρο ἕνας Θεὸς καὶ μπασὰ (πόρτα) καὶ ἀπὸ τὴν μπάντα (πλευρὰ) τοῦ Πάπα, τοῦ Καλβίνου καὶ ὅλων τῶν αἱρετικῶν! Τὸ νοῦ σας νὰ κρατήσετε τὴν μία καὶ μοναδικὴ πόρτα! Τὴν Ἁγία Ὀρθοδοξία!».
Στὴν ἀνομβρία ἢ στὶς ἐπιδημίες εἴχαμε τὶς λιτανεῖες. Ἔδινε ἐντολὴ γιὰ αὐστηρὴ νηστεία μίας ἑβδομάδας, συμφιλιώνονταν ὅσοι εἶχαν ἔχθρα καὶ ἐξομολογοῦνταν ὅλο τὸ χωριό. Ἔπειτα γινόταν ἀγρυπνία. Τὸ πρωὶ παίρνανε τὰ ἑξαπτέρυγα καὶ τὶς εἰκόνες. «Πήρατε καὶ ὀμπρέλες;» ρώταγε ὁ παππούς μου. «Ἂν δὲν πάρετε ὀμπρέλες δὲν ξεκινᾶμε. Ποῦ εἶναι ἡ πίστη σας;».
Θυμᾶμαι μικρὸ παιδὶ κάποτε καὶ γονάτισαν γιὰ πρώτη φορὰ στὴν πρώτη μικρὴ πλατεία, ἐκεῖ ποὺ εἶναι τὰ καφενεῖα. Ὁ παππούς μου διάβασε εὐχές. Τὰ δάκρυά του ἔτρεχαν ποταμός. Στὴν πλατεία τοῦ Σταυροῦ ξαναγονάτισαν. Μετὰ τὶς εὐχές, συναπαρμένος ὁ παππούς μου ἀπὸ ἱερὸ ζῆλο, ὕψωσε τὰ χέρια του καὶ φώναξε: «Σὲ ἱκετεύω Κύριε μὲ τοῦτα τὰ χέρια, ποὺ πενήντα χρόνια δὲν μαγάρισαν ἀπὸ τὶς ἡδονὲς τῆς γῆς»! Ἦταν σὲ χηρεία ἀπὸ 30 χρονῶν. Ἀμέσως, ἀπὸ τὸ πουθενὰ ξεπετάχτηκαν σύννεφα. Μαύρισε ὁ οὐρανός. Ὅταν φθάσαμε στὴν Ἁγία Παρασκευὴ στὸ πανωχώρι, ἄρχισε κατακλυσμιαία βροχή! Ἡ φωνὴ τοῦ παπποῦ μου ἐπιτακτική: «μὴν κινηθεῖ κανείς! Θὰ ὁλοκληρώσουμε τὴν λιτανεία! Θὰ ἐπιστρέψουμε στὴν Ἐκκλησία νὰ χτυπήσουμε χαρμόσυνα τὶς καμπάνες καὶ νὰ δοξολογήσουμε τὸν Θεόν! Σᾶς ἐγγυοῦμαι ὅτι δὲν θὰ κρυώσει κανείς»! Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἔδιωξαν καὶ τὸ 1919 τὴν φονικὴ γρίπη ἀπὸ τὸ χωριό!
Κάποτε ὁ Δεσπότης ὁ Βασίλειος κήρυττε στὸν Ἅη Γιώργη στὸ χωριό. Συλλειτουργοῦσε μὲ τὸν παππού μου. Σεβόταν πολὺ τὸν παππού μου καὶ τοῦ φιλοῦσε τὸ χέρι. Ὁ παππούς μου ἀντιδροῦσε. Ὁ Δεσπότης ἔλεγε συχνὰ μαντινάδες καὶ στὰ κηρύγματα καὶ στὶς συζητήσεις. Εἶπε, κάποτε στὸν παππού μου, ὅταν ἀρνήθηκε νὰ τοῦ ἀφήσει τὸ χέρι γιὰ ἀσπασμό:
Δεσπότης κι ἂν ἐγίνηκα
γι’ ἄνθρωπος δὲ βγατίζω,
ἅμα θὰ δῶ τὴν ἀρετὴ
καὶ δὲν θὰ γονατίζω!
Τὴν φορὰ ἐκείνη ἔλεγε γιὰ τὰ εὐλογημένα ἐλαιόδεντρα! Ρώτησε αὐθόρμητα: «εἶναι μπρὲ κιανεῖς ἐπαὲ ποὺ ἔχει φυτέψει πολλὲς ἐλιές;». Ὅλοι κοίταξαν ἕνα γέρο ἐνενηνταπεντάρη τὸν Ἀνδρέα τὸν Φουστανάκη ποὺ τὸν ἔλεγαν «Μαγλινό»! Ντράπηκε ὁ γέρος ἐκεῖνος καὶ δὲν μίλησε στὴν ἀρχή. Ἐπειδὴ τὸν ρώτησε εὐθέως ὁ Δεσπότης, ἀπάντησε: «ἐφύτεψα στὴ ζωή μου Θεοφιλέστατε πάνω ἀπὸ 1000 ἐλιές». Ὁ Δεσπότης ἀπάντησε ἐνθουσιασμένος: «τὴν εὐχή μου νὰ ’χεις! Καὶ ὅταν πεθάνεις, νὰ βρεθεῖ Δεσπότης νὰ σὲ θάψει»! Πέρασε καιρός. Ὁ γέρος ἐκεῖνος πέθανε πάνω ἀπὸ 100 ἐτῶν. Στὴν κηδεία του ἔβρεχε πολύ. Πέρασε μὲ τὰ ἄλογα ὁ νέος τότε Δεσπότης τῆς Ἀρκαδίας Εὐγένιος Ψαλλιδάκης μὲ τὸν διάκο του. Πήγαιναν στὴν Μονὴ Ὁδηγήτριας. Σταμάτησαν λόγω βροχῆς σὲ κάποιο σπίτι. Ἄκουσαν τὴν πένθιμη καμπάνα καὶ εἶπε ὁ Δεσπότης στὸ Διάκο. «Πήγαινε φέρε μου τὰ Ἱερά μου, νὰ πᾶμε νὰ κηδεύσουμε τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχει κηδεία τὸ χωριό, νὰ βρεθῶ ἐδῶ καὶ νὰ μὴν συμμετέχω;». Ἔτσι πραγματοποιήθηκε ἡ εὐχὴ τοῦ Δεσπότη Βασιλείου στὸν μπάρμπα Ἀνδρέα τὸν «Μαγλινό»!
Θυμᾶμαι ὁ παππούς μου ὁ παπὰ Νικόλας, δὲν ἔβαζε «εὐλογητὸς» εἰδικὰ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα, ἂν δὲν ἐρχόταν καὶ ὁ τελευταῖος χωριανός. Ἔβγαζε τὴν Μεγάλη Πέμπτη τὸ βράδυ τὸν Ἐσταυρωμένο μὲ δάκρυα καὶ λυγμούς. Συνέπαιρνε ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα. Ἐρχόταν οἱ ξωμάχοι τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ στὰ ἀπόδειπνα μὲ τὰ ροῦχα τῆς δουλειᾶς, βρακοφόροι, μὲ τὰ στιβάνια, τὰ σαρίκια καὶ τὰ μεϊτανογέλεκα. Κάνανε μετάνοιες. Ὅταν κοινωνοῦσαν ζητοῦσαν συγχώρηση ἀπ’ ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα. Ὁ παππούς μου παρατήρησε μία Μεγάλη Παρασκευὴ βράδυ ὅτι σείσθηκε μὲ βοὴ ἡ Ἐκκλησία, ὅταν δρασκέλισε κάποιος τὸ κατώφλι της. Ὁ κόσμος δὲν κατάλαβε. Νόμισαν πὼς ἦταν σεισμός. Ἔγινε ὀχλοβοὴ καὶ ἀναστάτωση. Ὁ παππούς μου κατάλαβε. Καθησύχασε τὸν κόσμο. Ἔστειλε τὰ παιδιὰ τοῦ Ἱεροῦ, τὸν Βαγγέλη Φουστανάκη νομίζω, νὰ ποῦν διακριτικὰ στὸν ἄνθρωπο νὰ πάει στὸ Ἱερό. Ὅταν πῆγε, τὸν ρώτησε: «τί ἔκανες σήμερα καὶ διαμαρτυρήθηκε ὁ Ἄη Γιώργης στὴ μπασά σου;». Ὁμολόγησε ὅτι μόλυνε τὴ γυναίκα του. Τοῦ εἶπε: «ἡ μέρα αὐτὴ εἶναι ἀσάλευτη καὶ ἱερή. Μία ἁμαρτία αὐτῆς τῆς φοβερῆς μέρας ἰσοδυναμεῖ μὲ ὅλες τὶς ἁμαρτίες τῆς χρονιᾶς. Μοῦ μαγάρισες τὸ χωριό. Θὰ φύγεις ἀπόψε ἐκτὸς χωριοῦ. Θὰ γενεῖς ξοῖκος (ἔξω οἰκισμοῦ). Θὰ πᾶς στοὺς Καλοὺς Λιμένες πενήντα ἡμέρες. Μέχρι νὰ περάσει τὸ Πεντηκοστάριο. Θὰ κάνεις τὸν κανόνα ποὺ θὰ σοῦ πῶ. Τοῦ χρόνου θὰ κοινωνήσεις. Τὸ κάνω γιὰ νὰ προστατεύσω ἀπὸ τὴν κακὴ ἐνέργεια τὸ σπίτι σου καὶ τὸ χωριό…». Ἔσκυψε τὸ κεφάλι καὶ εἶπε: «εὐλογημένο Γέροντα»! Καὶ ἔκανε ὅ,τι τοῦ εἶπε…
Σὰν νὰ ἀκούω, μᾶς ἔλεγε ἡ Γερόντισσα, τὸν παππού μου νὰ παραγγέλνει ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη τὴν βραδιά τῆς Τυρινῆς:
«Συγχωρεθεῖτε ὅλοι μεταξύ σας. Νὰ ’χετε τὴν εὐχή μου καὶ νὰ ‘σθὲ συχωρεμένοι κι ἀπὸ μένα. Ἀλαδία νὰ κρατήσετε ἐκτὸς Σαββατοκύριακου. Ἑξαιροῦνται οἱ ἡλικιωμένοι ,οἱ ἔγκυες καὶ αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ἀσθενικὴ κράση. Καὶ χώρια οἱ παντρεμένοι ὅλη τὴν Σαρακοστή».
Τὴν τελευταία Τυρινὴ Κυριακή τῆς ζωῆς τοῦ παπποῦ μου, τότε ποὺ ἦταν 96 ἐτῶν, τὸν ἀνάγκασε ὁ πατέρας μου (ἰατρὸς) νὰ καταλύσει λίγη κοτόσουπα. Ἦταν πολὺ ἡλικιωμένος καὶ ἄρρωστος. Ὁ παππούς μου ἔκλαιγε σὰν μικρὸ παιδί. Ἔλεγε: «μὲ τουρκέψατε! Τώρα οὔτε παπὰς εἶμαι, οὔτε χριστιανός»!
Ὅταν ἀποσύρθηκε ὁ παππούς μου, σχεδὸν ἐνενηντάρης ἀπὸ τὴν ἐνεργὸ ὑπηρεσία, πρότειναν γιὰ διάδοχό του ἕνα εὐλαβέστατο καὶ μορφωμένο χωριανό, τὸν Νικόλαο Μπαστάκη. Ὅμως, κάποιοι ποὺ δὲν τὸν ἤθελαν, εἶπαν στὸ Δεσπότη Ἀρκαδίας Βασίλειο, ὅτι ἡ γυναίκα του ἡ Φωφὼ, εἶχε γεννηθεῖ ἀπὸ τοὺς γονεῖς της πρὶν στεφανωθοῦν. Ὁ Δεσπότης δὲν προχώρησε, γιατί εἶπε, ὅτι ἄθελά της, ἡ σύζυγός του, ἔχει κακὴ ἐνέργεια, ἐπειδὴ γεννήθηκε παράνομα! Καὶ μπορεῖ νὰ μὴν ἀγωνίσθηκε κατάλληλα, στὴν μέχρι τότε ζωή της, προκειμένου νὰ ἀπαλλαχτεῖ ἀπ’ αὐτὴν (τὴν κακὴ ἐνέργεια). Γι’ αὐτὸ δὲν κάνει γιὰ παπαδιά! Πρόσεχαν πολὺ τότε οἱ Δεσποτάδες στὶς χειροτονίες…Δὲν ἴσχυε βέβαια αὐτὴ ἡ κατηγορία. Ἡ Φωφὼ, καὶ νόμιμα (ἐντός τοῦ γάμου) γεννήθηκε καὶ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἦταν. Ὁ Νίκος τότε πληγώθηκε πολύ. Διέπρεψε σὰν οἰκονομολόγος στὴν Ἀθήνα. Ἦταν στενὸς συνεργάτης στὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου Ἄρεως στὸν π. Νικόλαο, ποὺ ἀργότερα ἔγινε Δεσπότης στὴ Λαμία. Ὅταν ἐρχόταν στὸ χωριό, μοῦ ἔλεγε γιὰ τὴν ἐνορία του καὶ μὲ καμάρι γιὰ τὸν Ἀρχιμανδρίτη τους…
Ὅταν ἔφυγε ὁ παππούς μου ὁ παπὰ Νικόλας γιὰ τὸν οὐρανό, ἤμουν δίπλα του 23 ἐτῶν κοπέλα. Εἶδε τὸν Μέγα Ἀρχιερέα τὸν Βασιλέα τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριο τῶν κυριευόντων! Ἄστραψε ὁ κόσμος, ὅπως μᾶς εἶπε. Τοῦ ζήτησε τὰ διαβατήριά του καὶ τριῶν ἀνδρῶν ἀκόμη. Τοῦ εἶπε ὅτι κατὰ «τὴν 3ην μεταμεσονύχτιον θὰ ἀναχωρήσει ὁ γέρων»! Ὄντως ἔτσι ἔγινε! Γλυκόφθογγες ἀγγελικὲς σάλπιγγες ξύπνησαν τὸ χωριό. Τὶς ἄκουσα κι ἐγὼ καὶ ἡ μικρὴ ἀδελφή μου ἡ Ἐλισάβετ. Μᾶς εἶπε ὁ παππούς μου ὅτι τὸ σημεῖο τοῦ θανάτου του, θὰ τὸ δοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ὁ ναὸς φωταγωγήθηκε ἔντονα, τότε τὸ σκοτάδι ἦταν πυκνό, ρεῦμα δὲν ὑπῆρχε, ἀπὸ μία λαμπάδα ποὺ βρέθηκε ἀναμμένη! Ἀπ’ αὐτὴ τὴν λαμπάδα ἀνάψαμε τὰ κεριὰ στὸ σπίτι. Μία γριὰ γειτόνισσα τῆς Ἐκκλησίας, εἶδε τὴν νύχτα ἐκείνη φωταγωγημένο ἔντονα τὸν Ἅη Γιώργη καὶ ξεσήκωσε τὸ χωριό. Νόμιζε πὼς καιγόταν ἡ Ἐκκλησία. Ὁ παππούς μου ἔλαμπε καὶ προφήτευε. «Θὰ δεῖτε, εἶπε, μία μεγαλόπρεπη Ἐκκλησία νὰ κτίζεται κάτω ἀπὸ τὴν ἤδη ὑπάρχουσα τοῦ Ἄη Γιώργη. Ἐκεῖ ποὺ εἶναι τώρα ἡ ἀστυνομία. Θὰ ‘ναι Ἅγιος Γεώργιος καὶ αὐτή. Καὶ στὸ ἐνδιάμεσο τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἕνα ψηλὸ κτήριο μὲ πατώματα πατώματα…δὲν ξέρω τί εἶναι». Ἔβλεπε τὸ κτίσμα ποὺ στεγάζει τὸ ψηλὸ ρολόι τῆς Πόμπιας.
Ὅταν ἔγινε ἡ ἐκταφὴ τοῦ παπποῦ μου, τοῦ παπᾶ Νικόλα, εὐωδίαζε πολύ. Πῆραν οἱ χωριανοὶ τὰ μικρὰ τεμάχια τῶν λειψάνων του. Ἄφησαν μόνο τὴν κάρα του καὶ τὰ μεγάλα ὀστᾶ.
Ὁ πατέρας μου, ἔλεγε ἡ Γερόντισσα, ἦταν πολὺ θεοσεβής. Ὅταν τὸν καλοῦσαν σὲ δύσκολο περιστατικὸ σὰν γιατρό, γονάτιζε πάντα στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἡ μάνα μου, τοῦ φώναζε: «πήγαινε γιατρὲ γιατί δυσκολεύεται ὁ ἄρρωστος». Καὶ ἐκεῖνος νηφάλιος ἀπαντοῦσε: «πῶς θὰ πάω, ἂν δὲν πάρω φάρμακα ἀπὸ τὴν Ἀρχιγιάτρισσα»; (τὴν Παναγία)
Ἔκανε περιοδεῖες στὰ χωριὰ τῆς περιφέρειάς του μὲ τὸ ἄλογο. Δύσκολες οἱ συνθῆκες. Δὲν εἶχαν οἱ ἄνθρωποι χρήματα καὶ πολλὲς φορὲς τοῦ ἔδιναν ἄχυρα. Ἡ μάνα μου, ὅταν ἐπέστρεφε, τοῦ ἔλεγε: «πάλι ἄχυρα ἔφερες;» καὶ ἐκεῖνος χαμογελώντας: «σώπα μπρὲ Ρηνιὼ. Ἔχομε τέσσερεις φοράδες (κόρες) καὶ πρέπει νὰ τὶς ταΐζουμε…».
Ὅταν ὁ πατέρας μου, ἔκανε παρακεντήσεις στὸ ἰατρεῖο ἢ καθάριζε σάπιες πληγές, τὸν βοηθοῦσα. Κάποτε, φαίνεται ἔκανα κινήσεις σιχαμάρας στὴν ἔκφρασή μου χωρὶς νὰ μιλήσω. Τὸ εἶδε ὁ πατέρας μου. Μὲ κοίταξε σοβαρὰ καὶ στοργικὰ καὶ μοῦ μίλησε μὲ τὴν γλώσσα τοῦ Εὐαγγελίου. Πιθανὸν γιὰ νὰ μὴν καταλάβει ὁ ἄρρωστος. Μοῦ εἶπε: «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἐνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων ἐμοὶ ἐποιήσατε». Βγῆκα ἀμέσως ἔξω καὶ μιμήθηκα τὸν ἀρνητὴ Πέτρο! Ἔκλαψα πικρά, γιατί στενοχώρησα τὸν Κύριό μου!
Τὴν γερμανικὴ κατοχή, ὁ πατέρας μου, ἦταν ὅμηρος τῶν Γερμανῶν μαζὶ μὲ ἄλλους ἐπίλεκτους Πομπιανούς. Δὲν ἔπρεπε νὰ ἀπομακρύνονται πολὺ ἀπὸ τὸ χωριὸ καὶ κάθε Σάββατο μεσημέρι ἔδιναν «παρὼν» στὴν κομαντατούρ. Ἦταν ἐκεῖ ποὺ ἦταν ἡ ἀστυνομία, δίπλα στὸν παλαιὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἐκεῖ εἶναι σήμερα κτισμένη ἡ μεγάλη Ἐκκλησία. Ὅταν καθυστεροῦσαν νὰ ἐπιστρέψουν, ἡ μάνα μου μὲ ἔστελνε ἀνήσυχη: «πήγαινε παιδί μου νὰ δεῖς μὲ τρόπο ἀπ’ ἔξω γιατί ἀργοῦν». Ἐγὼ πήγαινα καὶ γονάτιζα στὸν Ἄη Γιώργη. Μὲ δάκρυα τὸν παρακαλοῦσα γιὰ τὸν ἀγαπημένο μου πατέρα καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους. Κάποτε ἕνα διακριτικὸ ἄγγιγμα στὸ κεφάλι μὲ ξάφνιασε. Σήκωσα τὰ μάτια μου καὶ εἶδα ἔκπληκτη ἕνα νεαρὸ στρατιώτη μὲ ἀρχαία στολή. Μοῦ χαμογέλασε καὶ μοῦ εἶπε: «μὴ φοβᾶσαι! Ἡ Πόμπια καὶ ὁ πατέρας σου εἶναι στὰ χέρια μου!» ἔπειτα χάθηκε. Ἦταν ὁ Ἅγιος Γεώργιος! Δὲν τὸ εἶπα ποτέ. Τὸ λέω τώρα γιὰ δόξα δική Του.
Ὁ πατέρας μου ἔφυγε τὸ ἀπόβραδο τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, τὴν ὥρα τῆς περιφορᾶς τοῦ Ἐπιταφίου. Ἔζησε δυόμιση μῆνες μετὰ τὸν αἰφνίδιο θάνατο τῆς μητέρας μου. Προσεβλήθη ἀπὸ αἱμορραγία στομάχου τὸ μεσημέρι καὶ ἔφυγε τὸ βράδυ. Τὴν προηγούμενη Μεγάλη Τετάρτη, ἔκαψε τὰ τευτέρια μὲ τὰ χρεωστούμενα, ἀπὸ τὶς περιθάλψεις του σὲ ὅλη τὴν περιφέρεια. Μᾶς ἐξήγησε, ὅτι ἐπίκειται ἡ ἀναχώρησή του. Καὶ τὰ ἔκαψε, γιὰ νὰ μὴν τὰ βροῦμε ἐμεῖς τὰ παιδιά του καὶ κυνηγήσουμε φτωχοὺς ἀνθρώπους. Ἔγραφε, ὄχι γιὰ νὰ ζητήσει ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν προσβάλει ἀνθρώπους ἀναγκεμένους, ἐπειδὴ ἦταν φτωχοί. Μήπως ἐκεῖνος ἦταν πλούσιος; Δοξάζω, ὅμως, τὸν Θεὸ γιατί διέθετε πλοῦτο ψυχῆς…
Στὴν κηδεία τοῦ πατέρα μου, ἀπόγευμα Μεγάλου Σαββάτου, ἦρθε ὁ ἁγιασμένος Δεσπότης μας ὁ Τιμόθεος. Τὸν συνόδευε ὁ π. Νεκτάριος. Ἐκφώνησε πύρινο λόγο, καθὼς ἦταν ἀνεπανάληπτος ρήτορας. Τὸν ἀποκάλεσε «ἰατρὸ τῶν πτωχῶν καὶ τῶν κατατρεγμένων»! Αὐτό μοῦ δίνει χαρά. Ὄχι πὼς ἦταν γιατρός. Ὅλες οἱ τίμιες ἀσχολίες εἶναι ἐξ’ ἴσου εὐλογημένες ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ δὲν ἐμποδίζουν ἀπὸ τὴν ἁγιότητα !
- B) ΔIΔAΓMATA THΣ ΓEPONTIΣΣAΣ.
Νὰ λέτε τὴν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησον με». Σὰν Μεταλαβιὰ εἶναι, γιατί παίρνετε τὴν δύναμη τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ! Νὰ ’στε μόνο καθαροί. Νὰ ἐξομολογεῖσθε καὶ ἔπειτα νὰ τὴν λέτε. Τότε ὀχυρώνεσθε, ἁγιάζετε. Διαφορετικά, ζεματίζετε τὸν κακὸ ποὺ κάθεται πάνω στὶς ἁμαρτίες σας. Καὶ θὰ λυσσάξει νὰ σὲ φάει….
Νὰ προσεύχεσθε στὴν Παναγία μὲ τοὺς Χαιρετισμοὺς καὶ τὴν Παράκλησή της. Ἂν δὲν προλαβαίνετε, νὰ τῆς φωνάζετε: «Παναγία μου, Παναγία μου προφθάσε». Τὸ ὄνομά Της, τὰ ’χει ὅλα μέσα. Νὰ λέτε πολλὲς φορὲς καὶ τὸ «χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε».
Καὶ μόνο νὰ πεῖτε μὲ τὴν καρδιά σας: «Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος ἐλέησον ἡμᾶς» ἔχει τέτοια δύναμη, ποὺ μπορεῖ νὰ σᾶς κρατήσει ὅλη τὴν ἡμέρα. Ἀρκεῖ νὰ τὸ λέτε ὅπως πρέπει…
Σήμερα ἀφηνιάζουνε οἱ ἄνθρωποι γιατί ζοῦνε χειρότερα ἀπὸ χοίρους καὶ πᾶνε καὶ κοινωνοῦνε κιόλας. Ὁ χοῖρος εἶναι τὸ φυσικό του νὰ ζεῖ στὴ λάσπη. Οἱ ἄνθρωποι προδίδουνε τὴν φυσικότητα καὶ τὴν ἀνθρωπιά τους, ὅταν ζοῦν στὴ βρωμιὰ τῆς ἀκατανόμαστης ζωῆς…
Χωρίζουνε τὰ ἀνδρόγυνα σήμερα, γιατί δὲν ξέρουν νὰ ἀγαποῦν. Ὁ ἐγωισμὸς τὸ πεῖσμα καὶ ἡ σαρκικὴ λύσσα φταῖνε καὶ χωρίζουν… Ὅποιος ἀγαπᾶ, ὑποχωρεῖ, ὑπομονεύεται, θυσιάζεται! Ὅποιος δὲν ἀγαπᾶ, ἐκμεταλλεύεται καὶ διατάσσει…
Παλιὰ ἐρχότανε ὁ ἄνδρας ἀπὸ τὴν δουλειά. Κουρασμένος, ἀποκαμωμένος. Φώναζε στὴ γυναίκα του, ποὺ εἶχε ρόλο στὸ σπίτι νὰ μεγαλώνει τὰ παιδιὰ καὶ νὰ φροντίζει οἰκιακὰ τὴν οἰκογένεια : «ἦντα κάνεις κερά μου; Πῶς ἐπεράσετε μὲ τὰ κοπέλια μας;». Αὐτὴ ἔβγαινε χαρούμενη καὶ τὸν ὑποδεχόταν: «καλῶς τὸν ἀφέντη μας! Ἔλα σὲ περιμένομε. Ἔβαλα τὰ χάρτζα (ὑλικὰ) στὸ τζισβὲ (μπρίκι) καὶ σὲ περίμενα νὰ ’ρθεις νὰ ψήσω τὸν καφὲ στὴν πυροστιά. Νὰ τὸν πιοῦμε μαζί». Ἀγκαλιαζόταν ὄμορφα στὴν αὐλὴ καὶ μπαίνανε μέσα. Τὰ παιδιά, τοὺς περιτριγυρίζανε χαρούμενα γιατί νοιώθανε τὴν ἀγάπη. Δὲν εἴχανε τότες τὰ παιδιὰ ψυχολογικὰ ποὺ ἔχουνε τώρα, γιατί μεγαλώνανε σὲ καλὰ σπίτια. Κάθε ἕνας εἶχε τὸ ρόλο του. Δὲν ὑπῆρχε ἀνταγωνισμός. Ὁ ἕνας συμπλήρωνε τὸν ἄλλον. Τώρα, ἐπίθεση ἀπὸ τὴν γυναίκα στὸν ἄνδρα μόλις μπεῖ στὸ σπίτι. Ἢ βλασφήμιες καὶ ὀργὴ ἀπὸ τὸν ἄνδρα μόλις γυρίσει καὶ ἀγριεύουν τὰ παιδιά…Ἔχουνε καὶ τὰ μηχανήματα (κινητά, ὑπολογιστὲς) καὶ κολλᾶνε ἐκεῖ. Ξεχνοῦνε πὼς ἔχουνε γυναίκα καὶ παιδιά… Τὰ παιδιὰ ποὺ βλέπουνε τέτοια, σκοτώνουνε τὴν ἀθωότητά τους. Θὰ βγοῦν ἄρρωστα στὴν κοινωνία.
Τὸ φάσε μποὺκ καὶ τὰ ὅμοιά του (φέις μποὺκ καὶ παρόμοιες ἐφαρμογές), ὅσα σπίτια δὲν ἐκλείσανε, θὰ τὰ κλείσει!
Νὰ ’χετε ταπείνωση καὶ ἀνεξικακία! Ὅλα τ’ ἄλλα τὰ δύσκολα θὰ ἔρθουνε μετὰ μοναχὰ ντός!
Ὅποιος συγχωρεῖ, ὅτι ἁμαρτωλό κι ἄν ἔχει κάνει, θὰ βρεῖ τρόπους νὰ τὸν σώσει ὁ Θεός, ὅ,τι κι ἂν κάνει.
Ἡ νηστεία ταπεινώνει τὸ σῶμα καὶ γυμνάζει τὴν ψυχή. Νὰ τὴν ἀγαπήσετε. Ἄνθρωπος ποὺ δὲν θὰ λυπήσει τὴν κοιλιά του, δύσκολα θὰ χαροποιήσει τὴν καρδιά του!
Ὅταν δεχθεῖς λογισμὸ ὑπερηφάνειας καὶ κατάκρισης, σταματᾶ ἡ εὐχὴ στὴν καρδιά. Ζητᾶς συγχώρηση μὲ καυτὰ δάκρυα καὶ ἐπανέρχεται.
Ὅταν προσεύχομαι μὲ βαθεῖς ἀναστεναγμοὺς μὲ δέχεται ὁ Θεός. Ἡ προσευχὴ βγαίνει ἀπὸ τὴν καρδιά. Ὅταν προσεύχομαι καὶ χασμουριέμαι, δὲν συμμετέχει ἡ καρδιά. Ἡ κεφαλὴ (ἐγκέφαλος) μουρμουρίζει καὶ ὁ σατανᾶς σὲ ζαλίζει. Σὲ ἀποκοιμίζει.
Νὰ προσπαθεῖτε καὶ θὰ ἔρχεται ἡ Χάρη. Ἀρκεῖ νὰ μετανοεῖτε καὶ νὰ ἐξομολογεῖσθε εἰλικρινά.
Ὁ Θεὸς εἶναι Φῶς! Ἄπλετον (ἡ συνηθισμένη της ἔκφραση) καὶ ἀνερμήνευτον! Ἐκεῖ τὰ ξέρεις ὅλα, δὲν ρωτᾶς τίποτα, μόνο ἀπολαμβάνεις. Εἶναι φῶς ὀντότητας. Πῶς νὰ σᾶς πῶ…σκέφτεται, μιλεῖ, μόνο ἀγαπᾶ, ἐνεργεῖ ὅλα τὰ καλά…(εἶναι πρόσωπο).
Ὅποιος προσέχει τὴν γλώσσα του, μπορεῖ νὰ κουμαντάρει ὅλα τὰ ἄλλα μέρη τοῦ σώματός του.
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ βρωμάει ἡ ψυχή τους ἀπὸ τὴν σάρκα τους! Καὶ ἄλλοι ποὺ εὐωδιάζουν καὶ οἱ σάρκες τους ἀπὸ τὸ πνεῦμα τους!
Ἡ μεγαλύτερη νίκη εἶναι νὰ κουμαντάρουμε τὸ νοῦ μας καὶ τὴ γλώσσα μας! Δύσκολο πολύ! Ἐκεῖ βοηθᾶ ἡ δική μας διάθεση καὶ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ ὅταν τὴν ζητᾶμε…
Οἱ γνησίως μετανοοῦντες εἶναι τὰ πιὸ ἀγαπημένα παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἐνῶ γλυκάθηκαν στὴν ἁμαρτία, μπόρεσαν μὲ ἀγώνα καὶ τὴν ἀποστράφηκαν
Νὰ σταυρώνεις τὰ ὑλικά τοῦ φαγητοῦ σου. Νὰ λὲς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησον ἡμᾶς» σὲ κάθε πατάτα, σὲ κάθε κομμάτι κρέας. Μετὰ νὰ σταυρώνεις τὸ τσουκάλι. Ἁγιάζεται τὸ φαγητὸ καὶ αὐτοὶ ποὺ γεύονται ἀπ’ αὐτό.
Γ) ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ
(Θὰ παρουσιάσω τὰ θέματα ὅπως τὰ κατέγραψα. Συγγνώμη ἂν στενοχωρήσω κάποιον ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ συνδέονται μὲ αὐτὲς τὶς ἀναφορές. Πρόθεσή μου εἶναι νὰ δείξω τὴν αὐθεντικότητα τῆς Γερόντισσας στὸν ἐπικοινωνιακό της τρόπο καὶ τὶς προσεγγίσεις της στὶς διάφορες καταστάσεις. Ὄχι νὰ θίξω πρόσωπα).
Ἡ «τηλεόραση» (διόραση καὶ προόραση) πού μοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς νὰ βλέπω ἀπὸ ἐδῶ ὅ,τι θέλω, εἶναι δῶρο στὰ γεράματα καὶ στὴν ἀνημποριά μου. Ἐπειδὴ δὲν κυκλοφορῶ νὰ βλέπω μὲ τὰ σωματικὰ μάτια, βλέπω πολὺ πιὸ καθαρὰ μὲ τὰ «κυάλια» τῆς καρδιᾶς! Ὁ π. Ἀντώνιος, μοῦ εἶπε, ὅτι ὅλοι οἱ κλεισμένοι μέσα ἡλικιωμένοι, τὸ ἔχουν αὐτό! Δόξα τῷ Θεῶ! Ρώτησα μία μέρα τὸν γείτονα τὸν Τσακιρομανώλη, ἂν βλέπει αὐτός, μέσα ἀπὸ τὸ σπίτι του, ἐδῶ ποὺ εἶμαι καὶ νόμιζε πὼς τρελάθηκα. Δὲν κατάλαβε τί τοῦ ἔλεγα. Εἶμαι ἡ πιὸ ἁμαρτωλὴ καὶ μοῦ τὸ ἔδωσε ὁ Θεὸς ἔντονο, γιὰ νὰ μὲ σιργουλέψει (καλοπιάσει) νὰ μετανοήσω…!
Πηγαίνω ἐκεῖ ποὺ λειτουργεῖ ὁ π. Ἀντώνιος. Τὸ παιδί μου! Δίπλα του εἶμαι ὅταν κηρύττει. Τοῦ εἶπα νὰ τὰ λέει λίγο πιὸ ἁπλά. Μιλᾶ θεολογικά. Νὰ κάνει πιὸ ἁπλὴ τὴ διδασκαλία. Στὰ χωριὰ εἰδικὰ δὲν τὰ καταλαβαίνουν αὐτά. Τώρα τὸ κάνει. Ἐνθουσιάζεται ὅμως καὶ μιλᾶ παραπάνω ἀπ’ ὅ,τι πρέπει. Δὲν ἔχει αἴσθηση χρόνου ἀπὸ λαχτάρα καὶ ζῆλο. Βλέπω τοὺς ἀνθρώπους στὴν ἀρχὴ νὰ τὸν ἀκοῦνε μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα. Μετὰ στριφογυρίζουν τὴν κεφαλὴ καὶ παραπατοῦν. Τότε τὸν σκουντῶ καὶ τοῦ λέω: «καιρὸς νὰ τελειώσεις». Ἐνῶ δὲν μὲ βλέπει ἐκείνη τὴ στιγμὴ καὶ δὲν νοιώθει πὼς τὸν ἀκουμπῶ, τὸ καταλαβαίνει καὶ τελειώνει..!
Πάω καὶ βλέπω τὸν π. Νεκτάριο στὴν Καλυβιανὴ ὅταν λειτουργεῖ καὶ ὁμιλεῖ. Ἔτσι κουνᾶ τὰ χεράκια του καὶ γέρνει πότε πότε τὸ κεφάλι του. Φορεῖ κόκκινα ἄμφια. Χαμογελᾶ κιόλας ὅταν μιλεῖ. Στέκω δίπλα του καὶ δὲν μὲ βλέπει.
Βλέπω τὸν Ναυπάκτου τὸν Δέσποτα ἔτσι καὶ ἔτσι… τὸν Κυπαρισσίας ἔτσι καὶ ἔτσι… τὸν Πειραιῶς ποὺ ταΐζει τὰ περιστέρια στὸ πεζοδρόμιο. Ἔχει μεγαλοπρέπεια στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀσκητικότητα στὸ κελί του. Σὲ ἕνα μπρίκι ζεσταίνει πολλὲς φορὲς τὸ φαΐ του. Θὰ τὸν εἴχανε ξεκάνει οἱ μασόνοι, ἂν δὲν ἔμπαινε μπροστὰ ἡ Παναγία καὶ οἱ προσευχὲς τῶν μοναστηριῶν! Ἕνα κοπέλι στὴν ψυχὴ εἶναι. Καθαρότατος! Κοπέλι, κι ἂς φαίνεται γίγαντας!
Τὴν βρῆκα κάποτε νὰ συνομιλεῖ τηλεφωνικῶς μὲ ἕνα Μητροπολίτη. Κάτι προφανῶς τὴν ρωτοῦσε καὶ ἐκείνη ἔλεγε: «τί ξέρω παιδί μου ἀπ’ αὐτά; Ἐσὺ εἶσαι Δεσπότης! Ἐσὺ ἔχεις τὴν χάρη νὰ διακρίνεις. Ἐγὼ μόνο προσευχὴ νὰ κάνω κι αὐτὴ λιγοστὴ καὶ ἀνάξια λόγου…». Φαίνεται ἐπέμεινε ἐκεῖνος καὶ ἀναγκάστηκε νὰ ἀπαντήσει: «νά…ἀφοῦ ἐπιμένεις…θὰ σοῦ πῶ αὐτὸ ποὺ νομίζω: πιὸ πολὺ ψωμὶ τρώγεται μὲ τὸ μέλι παρὰ μὲ τὸ ξύδι…μὲ τὸ σιργούλιο (καλόπιασμα, κέντρισμα τοῦ φιλότιμου) παιδί μου, παρὰ μὲ τὴν ἀγριάδα… λίγο ἡ ἀγριάδα. Ἡ ἀγριάδα ἔχει καμιὰ φορὰ καὶ τσιταράδα (ἀγκαθάδα-ἐμπάθεια)».
Ἔχω ἕνα γιὸ πολυαγαπημένο στὴ Βέροια, τὸν π. Ἱερεμία. Δὲν προσέχει στὴν πολυκατοικία ποὺ μένει. Βλέπω καὶ εἶναι γεμάτη κόσμο τὴν ἡμέρα (γραφεῖα, ἰατρεῖα) καὶ τὴν νύχτα ὁλομόναχος στὴν πάνω μεριά. Τοῦ λέω νὰ κλειδώνει τὴν νύχτα τὴν κεντρικὴ πόρτα, γιατί δὲν χρειάζεται νὰ εἶναι σὲ κίνδυνο. Κάποτε τὸ κάνει, κάποτε ὄχι…Μία μέρα μοῦ τηλεφώνησε καὶ μοῦ εἶπε : «καλά μοῦ τὰ λές! Δὲν θὰ τὸ ξανακάνω. Ἀπόψε ζορίστηκα…»
Ὁ Ἰωὴλ ὁ Δεσπότης τῆς Ἔδεσσας, εἶναι πιὸ ταπεινὸς σὰν Δεσπότης ἀπ’ ὅ,τι οἱ παπάδες καὶ οἱ κοσμικοί. Πατέρας εἶναι. Ὅποιος δὲν ἔχει Δεσπότη πατέρα ὑποφέρει πολύ. Χρειάζεται ὁ Ἱεράρχης γιὰ νὰ μὴν κάνει ὁ καθένας τὸ δικό του καπετανάτο. Ἀρκεῖ νὰ λέει ὅσα λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες καὶ νὰ ’ναι καὶ ὁ ἴδιος πατέρας. Ὄχι τύραννος.
Τὰ παιδιὰ τοῦ Ἐδέσσης, τὰ ἀγαπῶ σὰν παιδιά μου. Τὸ Χριστοδουλάκι μου, τὸν Στεφανάκο μου, τὸ Μαξιμάκι μου! Εὔχομαι συνεχῶς καὶ γιὰ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Θανάση. Δὲν τοὺς ξέρω ἀλλὰ τοὺς ἄκουσα ἀπὸ τὸν π. Ἀντώνιο. Τοὺς παρακολουθῶ σὰν μάνα. Κι ὅταν χρειάζεται τοὺς παίρνω τηλέφωνο.
Μοῦ τηλεφωνεῖ ὁ Δεσπότης Νεόφυτος ἀπὸ τὴν Κύπρο. Δὲν τὸν ἔχω δεῖ ἀκόμη ἀπὸ κοντὰ (ἀργότερα τὸν εἶδε μαζὶ μὲ ἄλλους τρεῖς Μητροπολίτες ἀπὸ Κύπρο). Εἶναι θηρίο! Ἔχει δυνατὴ πίστη καὶ καθαρότητα. Πολὺ θάρρος ἔχει. Δὲν φοβᾶται πράμα. Τοῦ ’πε ὁ Μέγας Παΐσιος (ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης) ὅτι θὰ ’ρθει ἐποχὴ ποὺ θὰ κοποῦν κουρέλια πολλὰ ράσα καὶ κοστούμια! Θὰ μπλεχτοῦν ἔπειτα μεταξύ τους, θὰ γενοῦνε τόπι, ποὺ θὰ τὸ παίζει τόμπολο ὁ σατανᾶς! Ἐσύ, τοῦ παρήγγειλε, τότε νὰ γενεῖς Μακκαβαῖος! Αὐτὸς ἔβαλε τὴν παραγγελία αὐτὴ κολαΐνα στὸ λαιμό του! Στέκει καὶ μιλεῖ μὲ θάρρος! Μπουλντόζα εἶναι ὁ λόγος του, ποὺ θέλει νὰ ἰσοπεδώσει παλικαρίστικα, ὅλα τὰ κάστρα τοῦ κακοῦ! (μὲ γέλιο εὐχαρίστησης).
Στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης, λυπήθηκε πολὺ ὁ Χριστός! Στεναχωρήσανε ἐκεῖ καὶ ἕνα πολὺ δικό μου ἄνθρωπο… Πέρασε μία βραδιὰ δύσκολη…Τοῦ συμπαραστεκόμουν καὶ τὸν παρακολουθοῦσα ἀπὸ ἐδῶ μὲ προσευχὴ ὅλη τὴ νύχτα…
Μετὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴ Σύνοδο, μὲ πήγανε πρὸς τὸ Ἡράκλειο ὁ Ἀντώνης καὶ ἡ Ριρίκα. Ἤθελαν νὰ μὲ δοῦν οἱ Ἱεράρχες ἀπὸ τὴν Κύπρο. Δὲν μοῦ εἶπαν στὴν ἀρχὴ ποὺ μὲ πήγαιναν. Δὲν θὰ πήγαινα μὲ τίποτα. Ὅταν μοῦ τὸ εἴπανε στὸ δρόμο, ἀντέδρασα πολύ. Τί θένε, εἶπα, ἀπὸ μία γριὰ ξεκουτιασμένη, κυρτωμένη, μαγαρισμένη ὁλόκληροι Μητροπολίτες; Ὅταν, ὅμως, τοὺς γνώρισα, χάρηκα πολύ. Ὑπέροχοι ἄνθρωποι! Τοὺς εἶπα ὅ,τι εἶδα: «εὐτυχῶς ποὺ δὲν ὑπογράψατε». Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ὁ Ἀθανάσιος, μὲ ρώτησε: «τί λές; Ἔχει ὁ Πάπας Ἱερωσύνη;». «ὄη δὲ γατέχω ἦντα!» τοῦ ἀπάντησα. Ὁ τελευταῖος ὀρθόδοξος χριστιανὸς μὲ τὸ Βάπτισμα καὶ τὸ Ἅγιο Μύρο, εἶναι ἀνώτερος ἀπ’ αὐτόν! Αὐτὸς ὁ καημένος εἶναι ὑπηρέτης τοῦ σκότους! Δὲν ἔχω τίποτα μὲ τὸν ἄνθρωπο, πρὸς Θεοῦ! Μὲ τὸ ἀξίωμα του τὰ ἔχω… Εἶναι ἀντίχριστο τὸ σύστημα ποὺ ὑπηρετεῖ. Καὶ καταλήγει καὶ ὁ ἴδιος δολιοφθορέας τῆς ἀνθρωπότητας… Στὴ συνάντηση ἐκείνη, θαύμασα περισσότερο τὸν Δέσποτα Ἐπιφάνιο!
Στὶς 28-8-2010 μοῦ εἶπε: «Σήμερα σείστηκαν τὰ ἐπουράνια! Ἕνας μεγάλος Ἱεράρχης ἀνέβηκε στὸν οὐρανό (ἦταν ὁ Φλωρίνης Αὐγουστῖνος). Δίπλα στὸν Πατροκοσμά! Τὸν βλέπουν οἱ κακομοίρηδες, κάποιοι ἄλλοι Ἀρχιερεῖς ἀπὸ τὴν ἄλλη πάντα (κόλαση) καὶ λιώνουν»!
Κάποτε τὴν βρῆκα μεσημέρι νὰ κάνει κομβοσχοίνι στὸ τραπέζι καὶ νὰ εἶναι μεταρσιωμένη. Δὲν ρώτησα τίποτα. Μοῦ ἐξήγησε ἐκείνη: «Ἔχω ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἀγαπημένα μου παιδιὰ στὸν Πειραιά. Τὸ Παναγιωτάκι μου! (ἔμαθα ὅτι εἶναι Γραμματέας στὰ γραφεῖα τῆς ἐκεῖ Μητροπόλεως). Τὸ ἔχω ἔννοια. Εἶναι πολὺ ἄρρωστη ἡ ἀδερφή του ἡ Μαρία. Εὔχομαι νὰ ἀντέξουν καὶ οἱ δύο στὸ δοκιμαστήριο. Νὰ μὴ χάσουν τὸ μισθὸ ἀπὸ τὸ χρηματιστήριο…(ἔδειξε τὸν οὐρανό)».
Κάποτε, τὸ 2007 ἢ 2008, δὲν θυμᾶμαι καλά, εἶχε ἀρκετοὺς μῆνες τυλιγμένο τὸ πόδι της στὸ καλάμι καὶ κούτσαινε περπατώντας. Κάποια στιγμὴ τὴν ρώτησα: «Μὰ τί ἔπαθες; Νὰ σὲ πᾶμε στὸ γιατρό;». Ἐκείνη μὲ σιγουριὰ ἀπάντησε: «Δὲν χρειάζεται παιδί μου. Ἔκανα συμφωνία νὰ πάρω τοὺς πόνους ἀπὸ τὸ Μιχαλιῶ μου. Ἐξομολογεῖται στὸν π. Ἀντώνιο. Εἶναι ἄριστο παιδί. Τὸ ὑπεραγαπῶ. Ἔχει σίδερα στὸ πόδι σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Ἔχει περάσει πολλά. Θὰ πάρω τοὺς πόνους καὶ δὲν θ’ ἀφήσω νὰ πονέσει τὸ παιδί»..! Ὄντως ὁ Μιχάλης, ὅπως πληροφορήθηκα, ἐννέα μῆνες, δὲν πῆρε οὔτε παυσίπονο. Ἔτριβαν τὰ μάτια τους οἱ γιατροί.
Ὅταν ἦταν κατάκοιτη, χωρὶς ἀκοὴ καὶ ἀντίληψη ἐγκεφαλική, διαφαινόταν ἀπὸ τὰ μάτια καὶ τὶς ἀντιδράσεις της, μία ἄλλη δυνατότερη λειτουργία μέσα της. Τίποτα δὲν ἄφηνε ἀπαρατήρητο. Ἤμουν ἐκεῖ καὶ μετέφεραν δύο Ἱερεῖς στὸν π. Ἀντώνιο τὰ πικρόχολα σχόλια κάποιων ἄλλων ἱερωμένων μὲ ἐξουσία. Ὁ π. Ἀντώνιος θύμωσε καὶ ἔλεγε: «Μὰ τί τοὺς κάνουμε; Δὲν ἔχουν ἄλλα θέματα νὰ ἀσχοληθοῦν;». Τότε ἡ γιαγιά, τὸν κοίταξε αὐστηρὰ μὲ ἐκεῖνο τὸ ἀνεπανάληπτο βλέμμα. Τοῦ εἶπε ἕνα ἁγιογραφικὸ χωρίο ποὺ ἀπορήσαμε πῶς τὸ θυμήθηκε: «γιὰ σταμάτα. Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος…τὰ ξεχνᾶς; Γιὰ κοίταξε ἐδῶ…», τοῦ ἔδειξε μία χάρτινη εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου ποὺ εἶχαν κολλήσει στὸν τοῖχο δίπλα της. Καὶ εἶπε: «τοῦτος ὁ Μέγας, Μέγας, Μέγας…ξέρεις τί πέρασε ἀπὸ τοὺς γραμματικούς;» (ἴσως ἀπὸ τοὺς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους τῆς ἐποχῆς του).
Κάποτε μία ἄγνωστη νεαρὴ γυναίκα, τῆς ἔφερε τὸ ἴνδαλμά της σὲ φωτογραφία, ὅπως εἶπε. Ἕνα κληρικὸ μὲ πρωταγωνιστικὸ ρόλο στὸ κίνημα τοῦ ὀπαδισμοῦ μέσω τῶν social media. Δὲν τὸν ξέρω ἀλλὰ ἔχω ἀκούσει γι’ αὐτόν. Ἡ Γερόντισσα, τῆς εἶπε μὲ τρυφερότητα καὶ ἀγάπη: «Καλὸς εἶναι παιδί μου. Προσέχετε ὅμως, νὰ μὴν ἀλλάζετε τὸ ἀνεβόλεμα (ἀνηφοριὰ) μὲ τὸ βόλεμα. Ὁ Χριστὸς ἀνέβηκε στὸ Γολγοθά. Ἐμεῖς πρέπει μὲ δικό μας Σταυρὸ νὰ ἀκολουθοῦμε πίσω ἀπ’ Αὐτόν! Ὅσο ἀνεβαίνουμε τὸ δύσκολο αὐτὸ δρόμο, τόσο βλέπουμε τὰ κάλλη τοῦ Θεοῦ! Νὰ ἀγαπᾶτε ἀλλὰ νὰ μὴν ἐμπιστεύεσθε αὐτοὺς ποὺ θέλουνε νὰ σασε βγάλουνε τσῆ ἐνοχὲς καὶ σασε γεμίζουνε ὀχιὲς (πάθη προφανῶς). Ἡ χαρὰ ἔρχεται ἀπὸ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ…».
Ἡ νυχτερινὴ προσευχὴ πάει βολίδα στὸν οὐρανό. Μετὰ τὰ μεσάνυχτα ἀνοίγουν τὰ ἐπουράνια. Ἐκείνη τὴν ὥρα τῆς πιὸ κατάλληλης προσευχῆς, μιλῶ στὸ Θεὸ γιὰ τὸν Δεσπότη μας τὸν Μακάριο. Εἶναι ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Πολὺ τὸν ἀγαπῶ. Ἔχει καλὴ καρδιά. Ἔπειτα προσεύχομαι γιὰ ὅλα τὰ Πατριαρχεῖα καὶ τοὺς Ἱεράρχες. Δύσκολο τὸ ἔργο τους. Νὰ τοὺς φωτίζει ὁ Θεὸς νὰ κάνουν λιγότερα λάθη. Ὅταν ἀκούσω ἕνα ὄνομα Ἱεράρχη ἀπὸ τὸ ραδιόφωνο στὴ Λειτουργία, δὲν τὸ ξεχνῶ. Εὔχομαι τὴ νύχτα. Νά…λέω: «Μελίτωνος, Δωροθέου κ.λπ.».
Κάποτε πῆγα ἀπόγευμα, τώρα τελευταῖα. Μοῦ εἶπαν ἡ Ριρίκα καὶ ἡ Ἀντωνία , ὅτι πῆγε μία γυναίκα ἀπὸ τὸ Ἡράκλειο. Τὴν ἤλεγξε. Δὲν τὸ ἔκανε παλαιότερα, ἀλλὰ τελευταῖα τὸ ἔκανε ὅταν χρειαζόταν. Τῆς εἶπε, ὅπως μοῦ διηγήθηκαν: «χρώματα, χρώματα, χρώματα ἀλλάζεις…ὅλα στὸ λάκκο…(μάταιη ἡ ἐναλλαγὴ πολυτελοῦς καὶ πολύχρωμου ρουχισμοῦ).», ἔπειτα τῆς εἶπε: «ὁ Μανώλης ὁ τρίχας ἔχει τρέλα». Ἔσκυψε καὶ ἐξήγησε ψιθυριστὰ στὴ Ριρίκα: «μαλλιὰς εἶναι καὶ παπάς. Τρέλα μὲ τὰ λεφτά, τὰ μεγαλεῖα καὶ κάμποσα ἀκόμη». Ἡ γυναίκα ἔφυγε μπαρουτιασμένη. Ἔψεξε προφανῶς κάποιο συγγενῆ ἢ φίλο της Ἱερέα. Ὅταν ἔφυγε, εἶπε ἡ γιαγιά: «Δρόμο δρόμο ἐρχόταν καὶ ἔλεγε Ἰησοῦ, Ἰησοῦ! (προφανῶς ἔλεγε τὴν εὐχή). Καὶ ἐδὰ ποὺ τῆς εἶπα, ὅ,τι μοῦ ’πε Αὐτὸς νὰ τσῆ πῶ ἐμάνισε! Ἐδὰ θὰ μὲ στολίζει καλά…» (γελοῦσε μὲ τὴν καρδιά της).
Μοῦ ἔλεγε ὅτι ὁ π. Ἀντώνιος εἶναι τὸ πιὸ ἀγαπημένο τῆς πρόσωπο, τὸ παιδί της. Ἔλεγε, γελώντας, ὅτι τὸ δωμάτιό του εἶναι «φύρδην μίγδην». Ἕνας σωρὸς ἀπὸ βιβλία στὸ κρεβάτι καὶ αὐτὸς ἀποκοιμᾶται πολλὲς φορὲς πάνω τους.
Μοῦ περιέγραφε πῶς παρακολουθοῦσε ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἀγαπημένα της παιδιά. Πήγαινε νοερὰ στὸ σπίτι του, τὸν ἔβλεπε πῶς κοιμόταν στὸν καναπὲ τοῦ σαλονιοῦ, πὼς προσευχόταν γονατιστὸς σὲ ἕνα χαλὶ καὶ ἀκουμπισμένος σὲ μία συρταριέρα. Πῶς ἔκανε μετάνοιες, πὼς ὅταν ἀντιλαμβανόταν τὴ γυναίκα του νὰ ἐπιστρέφει στὸ σπίτι ἀπὸ τὸ παιδί τους ποὺ ἔμενε κοντά, σηκωνόταν γρήγορα καὶ ἔκρυβε τὸ χαλὶ στὴν ντουλάπα…
«Οἱ γονεῖς σου ξεβοτανίζουν τώρα τὸ χωράφι! Ἔτσι δὲν εἶναι;» μοῦ εἶπε κάποτε . «Ναὶ ἔτσι εἶναι!». «Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ στὸ πνευματικὸ χωράφι! Ξεριζώνεις τὰ βλαβερὰ καὶ φυτεύεις τὰ καλά! Σήμερα, βέβαια, ἀπὸ ἐλάχιστους γίνεται αὐτό! Φοβοῦνται, διστάζουν νὰ μιλήσουν γιὰ τὰ πάθη, γιὰ τὶς ἁμαρτίες. Οἱ Ἅγιοι ξερίζωναν καὶ μετὰ φύτευαν. Ἂν φυτέψεις μέσα στὰ ζιζάνια, θὰ πνιγεῖ τὸ φυτό, δὲν θὰ εὐδοκιμήσει… Θὰ ἔρθει μεγάλη δυσκολία στὴν ἀνθρωπότητα! Αἰτία ἡ ἁμαρτία! Ἂν δὲν ἐπιτρέψει αὐτὸν τὸν πόλεμο ὁ Θεός, τὸ εἶδος μας δὲν θὰ ἔχει λόγο ὑπάρξεως στὴ γῆ, ἐκεῖ ποὺ κατήντησε…»
Δ) ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑΣ ΣΕ ΕΜΕΝΑ
Ἤμουν ἔγκυος τὸ πρῶτο παιδί μου. Ὅσο πλησίαζε ἡ ὥρα τῆς γέννας, μὲ κατέλαβε φόβος. Δύσκολο ψυχολογικὸ πρόβλημα. Θεωροῦσα ὅτι τὴν ὥρα τοῦ τοκετοῦ θὰ ἔρθει τὸ τέλος μου…Ἡ Γερόντισσά μου ἔλεγε μὲ μία ἀδιαμφισβήτητη σιγουριά: «μὴ φοβᾶσαι παιδί μου. Σοῦ ἐγγυῶμαι ὅτι ὄχι ἁπλὰ θὰ ζήσεις, ἀλλὰ θὰ γεννήσεις χωρὶς νὰ αἰσθανθεῖς τὸ παραμικρό»! Ἀκριβῶς, ὅπως τὰ εἶπε ἔγιναν. Ἂν μὲ ρωτοῦσε κάποιος ἔπειτα, τί σημαίνει γέννα, δὲν θὰ γνώριζα τί νὰ ἀπαντήσω. Ἀργότερα μοῦ ἐξήγησε, ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔπαθα ὀφειλόταν σὲ ἐμβρυακὸ προσωπικό μου τραῦμα! Ἡ μάνα μου, μοῦ ἐξήγησε ἡ Γερόντισσα, εἶδε ἕνα τρομακτικὸ ὄνειρο ὅταν μὲ κυοφοροῦσε. Ἀναπτύχθηκε μεγάλη φοβία στὴν ψυχή της ὅτι θὰ πεθάνει στὴ γέννα. Αὐτὸ τὸ αἴσθημα πέρασε στὸ ἔμβρυο δηλαδὴ σ’ ἐμένα! Τὸ ἐκδήλωσα κι ἐγὼ στὸ πρῶτο μου παιδί. Ὅταν ρώτησα τὴν μάνα μου, ἔμεινε ἄφωνη. Θυμήθηκε καὶ ἐπικύρωσε τὸ γεγονός!
Στὸ δεύτερο παιδί μου, ἔπαθα μετὰ τὴν γέννα μία μικρὴ ἐπιλόχεια κατάθλιψη. Νόμιζα πάλι ὅτι θὰ πεθάνω σύντομα. Μετὰ τὸν σαραντισμὸ πῆγα στὴν Γερόντισσα. Δὲν τῆς ἀνέφερα τὸ παραμικρό. Κάθισα καὶ ἀπόλαυσα τὴν χαρὰ καὶ τὴν ζωτικότητα τῆς συντροφιᾶς της. Ὅταν ἔφευγα, μὲ ἀποχαιρέτησε ἐγκάρδια καὶ μοῦ εἶπε: «στὸ καλὸ παιδί μου. Καὶ κοίταξε, δὲν πεθαίνεις! Δὲν πᾶς πουθενά! Ἐδῶ θὰ εἶσαι! Ἀκοῦς;». Αὐτὸ ὑπῆρξε καὶ ἡ θεραπεία μου.
Πάντα γνώριζε τί μοῦ συμβαίνει καὶ τί σκέπτομαι. Ἐπενέβαινε διακριτικὰ ἀλλὰ καὶ ἄμεσα. Διόρθωνε ἢ βελτίωνε τὶς ὑποθέσεις μου. Τὰ περιστατικὰ πολλὰ ποὺ δὲν γίνεται νὰ ἀναφερθοῦν ὅλα. Κάποτε μία ἀδικία μεγάλη ἀπὸ στενὸ συγγενικὸ πρόσωπο ταλαιπώρησε τὸν σύζυγό μου κι ἐμένα. Δὲν εἶπα τίποτα. Προσπάθησα νὰ τὸ ξεπεράσω. Κάποτε ποὺ πῆγα στὴν Γερόντισσα, μοῦ εἶπε: «ἡ ἀδικία αὐτὴ θὰ ξεπερασθεῖ ἔτσι κι ἔτσι..». Ἔμεινα ἄφωνη. Ὅπως τὸ εἶπε, ἔτσι κι ἔγινε.
Συνήθιζα νὰ δίνω κρυφὰ σὲ ἕνα ἀναγκεμένο πρόσωπο φαγητό. Ἔδωσα μία Κυριακή τῆς Τυρινῆς καὶ τὴν Καθαρὴ Δευτέρα δὲν ἔδωσα τίποτα. Σκέφτηκα: «Τί θὰ δώσω τώρα. Ψωμὶ κι ἐλιές;». Ἔπειτα πῆγα στὴν κατάκοιτη πλέον Γερόντισσα. Ἐκείνη μὲ κοίταξε στοργικὰ καὶ μοῦ εἶπε: «Ἔπρεπε νὰ δώσεις φαγητό. Ἄλλη φορὰ θὰ δίνεις ἔστω ἕνα χουφτιδάκι» καὶ μοῦ ἔδειξε μὲ τὸ χέρι της. «Εἶναι ἡλικιωμένο τὸ πρόσωπο».
Εἶχα ἕνα ὀδυνηρὸ πρόβλημα ὑγείας. Κατὰ καιροὺς ἐμφανιζόταν ἔντονα καὶ ὑπέφερα πολύ. Φαινόταν θεραπευτικὰ ἀξεπέραστο. Μία μέρα πῆγα στὴν κατάκοιτη Γερόντισσα. Φεύγοντας μὲ ἀγκάλιασε καὶ μὲ φιλοῦσε. Ἔπειτα, ἔκανε μία κίνηση μὲ τὸ χέρι της καὶ σὰν κάτι νὰ ἀφαίρεσε ἀπὸ τὸ σημεῖο ποὺ ὑπέφερα. Στὴ συνέχεια ἔκανε μία ἔντονη κίνηση, σὰν νὰ τὸ ἔριξε κάτω μὲ ὁρμὴ καὶ εἶπε: «Νὰ βγάλω καὶ νὰ πετάξω ἐτούτονε τὸ κομπαλάκι νὰ μὴ σὲ πειράζει»! Αὐτὸ ἦταν! Ἡ θεραπεία μου δεδομένη διὰ χειρὸς τῆς Γερόντισσας!
Ἕνα στενὸ οἰκογενειακό μου πρόσωπο ὑπέφερε ἀπὸ ἕνα αὐτοάνοσο πρόβλημα. Τὰ φάρμακα δὲν βοηθοῦσαν. Πῆγε μία μέρα στὴ Γερόντισσα. Δὲν πῆγε γιὰ τὸ θέμα τῆς δυσκολίας ποὺ ἀντιμετώπιζε. Ἐπιθυμοῦσε γενικὰ νὰ ζητήσει τὴν εὐχή της. Κάθισε δίπλα στὸ κρεβάτι της. Αὐθόρμητα ἡ γιαγιά, βγάζει τὸ χέρι ἀπὸ τὴν κουβέρτα καὶ σταυρώνει τὸ ἐπώδυνο σημεῖο τοῦ οἰκείου μου προσώπου. Αὐτὸ ἦταν! «Ἰάθη παραχρῆμα» γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω τὴ γλώσσα τῆς Γραφῆς! Μᾶλλον, διαπίστωσε τὴν πλήρη ἴαση ὅταν ἐπέστρεψε στὴν οἰκία του!
Μετὰ τὴν Ὀσιακὴ της κοίμηση, τὴν παρακάλεσα μὲ θερμὴ προσευχὴ καὶ δάκρυα. «Θὰ ἐπικοινωνοῦμε ἢ τελείωσε ἡ μεταξὺ μας σχέση;» τῆς ἔλεγα. Τὸ ἴδιο βράδυ ἦρθε ὁλοζώντανη, ἀστραφτερή, πανέμορφη στὸν ὕπνο μου. Γενικὰ δὲν δίνω καμία σημασία στὰ ὄνειρα ὡς πεδίο δράσης τοῦ σατανᾶ. Ὅμως, αὐτὸ ποὺ εἶδα, ἦταν ἀλλιώτικο. Ἦταν ζωντανό, ξεκάθαρο, γλυκό, ἤρεμο, κατανυκτικό, εἰρηνικό. Τὴν εἶδα νὰ μπαίνει στὸ σπίτι μου μὲ τὴν Μοναχική της φορεσιά. Κρατοῦσε στὰ χέρια τὸν ξύλινο Σταυρὸ ποὺ συνήθως χρησιμοποιοῦσε. Μοῦ χαμογελοῦσε καὶ μὲ σταύρωνε στὸ σημεῖο ποὺ παλαιότερα μὲ θεράπευσε ἀπὸ τὸ χρόνιο πρόβλημα ποὺ εἶχα…Ἔνοιωθα σὰν βρέφος στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας του! Ξύπνησα καὶ εἶχα ἄρωμα καὶ αἴσθηση παραδείσου!
Ἄλλοτε, πάλι, τὴν εἶδα ἀκόμα πιὸ νέα. Ἔνοωσα ἀκριβῶς τὰ ἴδια συναισθήματα. Κρατοῦσε ἕνα σιδερένιο καρότσι γεμάτο τυλιγμένα δῶρα! Τόσα πολλὰ ποὺ ἔπεφταν καὶ τὰ μάζευαν. Περνοῦσε μέσα ἀπὸ πολὺ κόσμο καὶ χαρούμενη μοίραζε. Οἱ ἄνθρωποι, γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι, ἔπαιρναν ἀπὸ τὰ χέρια της καὶ πανηγύριζαν! Τὸ ἑπόμενο πρωὶ κάποιος μοῦ ἔστειλε στὸ κινητό, μία φωτογραφία ἀπὸ τὸν τάφο της. Δίπλα ἀκριβῶς, ὑπῆρχε τὸ καρότσι ποὺ εἶδα τὸ προηγούμενο βράδυ ὅτι κρατοῦσε! Ἦταν ἀκριβῶς τὸ ἴδιο! Μὲ τὰ ἴδια σημάδια! Κάνανε ἐργολαβικὲς ἐργασίες καὶ βρέθηκε τὸ καρότσι δίπλα στὸν τάφο της! Ἡ Γερόντισσα, τὸ χρησιμοποίησε σὰν νοερὸ μεταφορικὸ μέσο, γιὰ νὰ μεταδίδει τὴν ἀφθονία τῶν θεϊκῶν δωρεῶν στοὺς ἀνθρώπους! Ἐκείνων ποὺ τώρα διαχειρίζεται. Καὶ μοῦ τὸ ἔδειξε, πρὶν δῶ τὴν συγκεκριμένη φωτογραφία!
Ἐξακολουθεῖ καὶ μετὰ θάνατον νὰ δηλώνει «παροῦσα»! Ἤμουν στὸν τάφο της, ὅταν τηλεφώνησαν δύο Ἀρχιμανδρίτες στὸν παρόντα ἐκεῖ π. Ἀντώνιο, ἕνας ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ ἕνας ἀπὸ τὴν Κρήτη. Τοῦ εἶπαν, θαυμαστὲς ἐπεμβάσεις τῆς Γερόντισσας σὲ ὀξύτατα θέματα ὑγείας ποὺ ἀντιμετώπιζαν!
Καὶ μία νεαρὴ μανούλα πολύτεκνη. Εἶχε φέρει μία θεία της τὴν φωτογραφία της στὴ Γερόντισσα, ἐνῶ ἀκόμα ζοῦσε. Τὴν κοίταξε ἡ Γερόντισσα, συνοφρυώθηκε ἀπὸ τὸν πόνο καὶ εἶπε: «Σὰν τὴν ἄμμο τῆς θάλασσας τὸ κακὸ στὴν κεφαλή»! Εἶχε ὄντως, διάσπαρτους μεταστατικοὺς ὄγκους στὸ κεφάλι. Ἡ θεία της, μετὰ τὴν κοίμηση τῆς Γερόντισσας, πήγαινε μὲ ἄλλους συγγενεῖς στὸν τάφο της καὶ τὴν παρακαλοῦσε. Ἕνα βράδυ τὴν εἶδε χαμογελαστὴ ὁλοζώντανη μεταξὺ ὕπνου καὶ ἐγρήγορσης. Τῆς μετέφερε καὶ τὸν πατέρα της νὰ τὸν δεῖ. Εἶχε φύγει πρὸ πολλοῦ μὲ ἀνακοπή. Νέος ἄνθρωπος. Τὴν ἐνθάρρυνε. Ἡ ἀνιψιὰ ἔκανε μαγνητική. Οὔτε καρκινικὸ κύτταρο δὲν βρέθηκε στὸ κεφάλι της!
Τώρα ἡ Γερόντισσα, μᾶς προσκαλεῖ κι ἐμᾶς στὴν ὁδὸ τῆς ἁγιότητας! Ἔχει ἄλλα μέτρα καὶ μεγαλύτερες δυνατότητες ἐκεῖ ποὺ ζεῖ! Στὴν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ! Τρέχει χωρὶς κανένα φραγμὸ πλέον! Ἡ μεγάλη φιλανθρωπία της, ἔγινε συνεχὴς θαυματουργία! Τὸ μεγάλο θαῦμα της θὰ εἶναι, νὰ μᾶς ἐντάξει στὴν ὁδὸ τῆς ἁγιότητας. Κανένας μας δὲν ἀποκλείεται. «Ἅγιοι εἰσὶ πάντες ὅσοι πίστιν ὀρθὴν μετὰ βίου ἔχουσιν. Κἄν σημεῖα μὴ ἐργάζωνται, κἄν δαίμονας μὴ ἐκβάλλωσιν, ἅγιοι εἰσὶ» (Ε.Π.Ε. 23,366) κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο. Ἄρα ἐργαζόμενοι μέσα στὴν Ἐκκλησία τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπιμελῶς μετανοοῦντες, ἁγιαζόμαστε. Εἰσερχόμαστε στὴν συχνότητα τῶν Ἁγίων! Τοὺς νοιώθουμε καὶ μᾶς νοιώθουν! Τοὺς ζητᾶμε καὶ μᾶς φροντίζουν! Μέχρι νὰ ἐνταχθοῦμε, ἔστω στοιχειωδῶς καθαιρόμενοι στοὺς κόλπους τοὺς δικούς τους.
Τὰ δικά της ὑπερφυσικὰ χαρίσματα, ἀποτελοῦν κινητήριο μοχλό, νὰ υἱοθετήσουμε καὶ ἐμεῖς στοιχειωδῶς, τὰ δικά της ἐμπνευσμένα καὶ ἀξιοθαύμαστα ἀγωνίσματα! Νὰ στοχεύσουμε στὶς ἀρετές της, ποὺ ἀπεκάλυψαν ζωντανὰ στὴν ἔνθεη βιοτή της, τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ! Μᾶς παρακινοῦν, νὰ βλέπουμε τοὺς πρώτους του πνευματικοῦ σταδίου καὶ ὄχι τοὺς τελευταίους…Ἡ ἔκπληξη τῶν θαυμάτων της πρέπει νὰ γίνει, γιά μᾶς, τοὺς ἐξεστηκότες περιλειπομένους, μαθητεία Χριστοῦ καὶ ἀγωγὴ τῶν ἐνεργημάτων μας. Ἂν ἀποκοποῦν τὰ χαρίσματα ἀπ’ αὐτὴν τὴν προοπτική, καταντοῦν ἕνα σκέτο θρησκευτικὸ «φολκλόρ», ποὺ δὲν ὠφελοῦν σὲ τίποτα, ἀλλὰ μᾶλλον, ἀποπροσανατολίζουν κιόλας ,ὅπως τῶν πλανεμένων τὰ διαφημίσματα…
Βασίμως, εὐελπιστῶ, ὅτι θὰ συναντήσω καὶ πάλι τὴν Γερόντισσά μας νὰ μὲ περιμένει μὲ λευχειμωνοῦσα θεοΰφαντη στολὴ στὸ κατώφλι τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Κι ἐμένα καὶ πολλούς. Ἂς εἴμαστε ἀνάξιοι. Ἐμεῖς, ἐκεῖ, πάντα, μὲ ἐλπίδα θὰ ἀποτεινόμεθα καὶ ὁ διάβολος κατησχυμμένος θὰ τρίβει τὰ μάτια του. Γιατί, καὶ ἡ εὐτέλειά μου καὶ ὅσοι τὴν ἀγάπησαν , ἔχουμε «σπέρμα ἐν Σιὼν καὶ οἰκείους ἐν Ἱερουσαλὴμ» (Ἠσ. 31,9). Σὰν τὴν ὀσίαθλη Γαλακτία ! Τὴν Γερόντισσα ὅλων μας! Τὴν ὁποία καθικετεύουμε «μὴ διαλείπει πρεσβεύειν ὑπὲρ ὑμῶν». Ἀμήν!
Πηγή: orthodoxia.gr