Του Μιχάλη Στρατάκη*
Κάθε φορά που βρίσκομαι στα Αστερούσια, πάω και τον βλέπω.
Και δεν θα μπορούσα να μη πάω, γιατί θα ήταν σαν να πήγαινα σε εκκλησιά και να μη προσκυνούσα τους αγίους.
Βοσκός είναι.
Όχι κτηνοτρόφος, όχι τσομπάνης, όχι τσέλιγκας. Βοσκός.
«Γιατί η βοσκική, δεν είναι επάγγελμα, είναι αθρωπιά» κατά που μου ‘χει εξηγήσει.
Σαράντα τόσα χρόνια είμαστε φίλοι. Και ας μη βρισκόμαστε συχνά. Ίσως γι αυτό η φιλία μας εξακολουθεί να είναι στέρεη.
Την τελευταία φορά που πήγαινα στα Καλά Λιμάνια, πέρασα από το μιτάτο του.
Μέτρο το μέτρο πήγαινα το αυτοκίνητο, για να παραμείνω όσο περισσότερο γινόταν στα Αστερούσια.
Κοίταζα τα σπηλιάρια του βουνού και ήμουν βέβαιος ότι θα έβλεπα να πορίζουν απ’ αυτά οι ασκητές των θρύλων, με τις γενειάδες να σέρνονται στο χώμα και ολόγυμνοι να πορεύονται στο Αγιοφάραγγο. Ούτε αυτή τη φορά αξιώθηκα να τους δω. Μόνο γεράκια έβλεπα να ζυγιάζονται πάνω από τις βουνοκορφές.
Φτάνοντας στο μιτάτο, παραξενεύτηκα και ανησύχησα ταυτόχρονα.
Για πρώτη φορά δεν είδα τον φίλο μου να τρέχει να με προϋπαντήσει. Ήρθαν τα δύο σκυλιά του κι από κοντά ήρθε και ο γιός του.
«Καλώς όρισες μπάρμπα» μου ‘πε το κοπέλι, φανερά χαρούμενο που μ’ έβλεπε.
«Καλώς σας βρήκα. Πού είναι μπρε ο κύρης σου;» Τον ρώτησα, σαρώνοντας με τα μάτια μου τον χώρο.
Γέλασε το βοσκαρουδάκι και άρχισε να κλωτσά τα χαλίκια.
«Πού να ‘ναι, δεν τονε κατέχεις;» Μου απάντησε, αντιρωτώντας με.
Και πριν προλάβω να ρωτήσω για λεπτομέρειες, ήρθαν από μόνες τους.
«Χρειάστηκε να πουλήσει μια πενηνταριά ζούμπερα και γι αυτό εξαφανίστηκε. Θα γιαγύρει σε δυό τρεις μέρες. Ετσά κάνει κάθε φορά που πουλεί ζωντανά. Εξαφανίζεται στο βουνό και τα κλαίει» μου ‘πε ο γιός.
Δεν πίστευα στ’ αφτιά μου.
«Καλά, στεναχωριέται επειδή πουλά τα πρόβατα;» ρώτησα και αμέσως μετάνιωσα για την κουβέντα που είπα.
«Καλιά έχει να πουλήσει εμένα, παρά τα πρόβατά του» ήρθε καινούργια κουβέντα από το βοσκαρουδάκι.
Δεν χρειαζόμουν ν’ ακούσω περισσότερα.
Σαν σε κινηματογραφική ταινία πέρασαν μπροστά στα μάτια μου πολλές σκηνές που είχα δει στο παρελθόν.
Τον ξαναείδα μέσα στη βροχή να έχει βγάλει το αδιάβροχό του για να σκεπάσει δύο νεογέννητα κατσικάκια. Τον ξαναείδα να δίνει στα σκυλιά του τα μπισκότα που κουβαλούσε στη βούργια του, γιατί τους άρεσαν.
Τον ξαναείδα να κοιμάται αγκαλιά με την κουτσή προβατίνα, που υπεραγαπούσε, επειδή ήταν ανάπηρη.
«Κατέχω τονε τον κύρη σου αντράκι μου. Άμα γιαγύρει, να μου τονε φιλήσεις και να του πεις πως θυμούμαι την κουβέντα που μου ‘πε, ότι η βοσκική είναι αθρωπιά» είπα στο βοσκαρουδάκι.
«Καλά τα λες μπάρμπα, μα η πολλή αθρωπιά σκοτώνει τον άνθρωπο» μου αντιγύρισε ο ντελικανής.
Φεύγοντας από τα Αστερούσια, σκεφτόμουν ότι μπορεί να μην είδα κανέναν άγιο ασκητή στα σπηλιάρια του βουνού, ήμουν όμως βέβαιος ότι εδώ και σαράντα χρόνια εγνώριζα έναν και δεν το είχα καταλάβει.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος με καταγωγή από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς