Της Έφης Μιχελάκη*
Αποδιαφώτιστα κι εγώ στι δρόμους!
Απ’ ‘τ’ απρόοπτα τση δουλειάς μου, μα όφειλα να παω!
Μια ώρα δρόμος περίπου απ’ τη Χώρα, κι είχαμε να βγούμε και στι ψιλάδες.
Ήρθε στη ριζοβουνιά και με πήρε με τ’ αμάξι ντου.
Οδεύαμε προς τη μάντρα ντου μες στη σιωπή.
Γύρισα να τονε ξανοίξω, σκοτεινιασμένος ήτονε. Δε βαριέσαι – τη δουλειά μου ήρθα να κάμω και να φύγω – σκέφτηκα.
Αριστερά μας το Καμαραϊκό σπήλαιο, δεξά ο Κάρταλος και το κλησίδι του Τιμίου Σταυρού στη τρούλα να βγορίζει απο παντού , κι απο πάνω μας μόνο ο Θεός!
Εξαναξάνοιξα ντονε και τονε ρώτηξα :Έχομε δρόμο ακόμη;
Μήδε μιλιά μήδε αχνιά δε μου βγαλε αυτός.
Ηντά ΄ναι πάλι ετουτονέ το “ζούμπερο” που μου λαχε σήμερο; ήπιασα να σκέφτομαι.
Εξάνοιγα με την άκρη του μαθιού μου το πρόσωπο ντου, αγριεμένο βλέμμα , χείλι σφιγμένο , φρύδια κατεβασμένα ,
χέρια γεροντικά κι ας ήτονε μεσόκοπος.
Για να μη με πιάσει κατασκέπαση, άφησα τ’ αμάτι να φύγει όξω απ’ το τζάμι.
Πέτρα και θύμος , αγκαραθιά κι αστιβίδα στι χαμηλάδες.
Κυπαρίσσια στην αρχή, περήφανα κι απρόσιτα ,
κι ύστερα πριναράδες – πιο συγκαταβατικοί αυτοί – γερμένοι απ’ το βάρος των χρόνων τους.
Σύρε – ξέσυρε, εφτάξαμε στη μάντρα , κι ο μουστερής μου δεν είχενε βγαρμένη μιάν εμιλιά.
Κατέβηκε να ανοίξει τσι πόρτες, κι ήρθανε τα οζά να τονε προϋπαντήσουνε ντελόγο!
Παράξενο ετουτονά, σκέφτηκα..
Το οζό ανοιώθει μη θαρρείς !!
Και την αγάπη του βοσκού και τη κακοσύνη ντου την ανοιώθει..
Πρωτόγονες καταστάσεις γύρου γύρου , όπου και να ξανοίξω.
Εντάκαρα να σκέφτομαι αυθόρμητα τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική , τσι υπουργούς , την ηλεκτρονική κτηνοτροφία, τον Η/Υ στα μιτάτα, κι άλλα κουραφέξαλα, και τσοι στειλα όλους τως στο γέρο ντο διάολο κι ακόμη αν έχει τόπο.!!
Επαέ στο Καμαριανό αόρι τσι θελα όλους τως, να ιδούνε πως βγαίνει το ψωμί.!
Συνθήκες πρωτόγονες για αυτό κι ονειρεμένες!!
Ας είναι..
Μάντριζε εκείνος τα οζά , κι εγώ ετοίμαζα τα τζιμπράγαλα μου και τα σύνεργα τση δουλειάς.
Σε μιαν πεζούλα , επήρε τ ‘αμάτι μου μια συστάδα φυτεμένους όμορφους και βελούδινους καντιφέδες, δροσολοϊμένους , ολιοπράσινους και καμαρωτούς!
Μωρ’ τι ‘ναι τούτο; ξανασκέφτηκα..
Στην υστεργιά λυθήκανε όλες μου οι απορίες και οι φόβοι για τον απρόσιτο και σκοτεινιασμένο βοσκό.
Εντάκαρε να χαιδολογεί τσι αίγες του και να τως σε μιλεί τση κάθε μιάς και με τ’ ονομά τζη.!!.
Τως σε μοίραζε τρυφυλλάκι στι ταϊστρες , και αυτές ετζοπηδούσανε φχαριστημένες κι αναπαημένες.!
Μα την πιο όμορφη εικόνα , μου τη κράτηξε για το τέλος ο βοσκός μου.
Για μιάς αγλάκησε και χώθηκε στην αγκαλιά ντου ένα τραγί κόκκινο και κερατσάτο !!
Κι αυτός του μίλιε λες και κράθιε αγκαλιά το μωροκόπελο ντου!
Όση ώρα κατάστενε το υπόλοιπο κοπάδι , δεν το ‘φησε στιγμή απ την αγκαλιά ντου.
Κι ήτονε μπάρε μου 12 με 15 κιλά.
Εμεταξέσυρα – μπας και ξυπνήσω απ’ το όμορφο όνειρο που έβλεπα – αν και τα όμορφα ονείρατα τ’ αποζητά κιανείς, και δε τ’ αποδιώχνει.
Όντε το μόλαρε χάμαι είδα και κατάλαβα..
Το τραγί είχε μια ανωμαλία εκ γενετής .
Ελείπανέ ντου τα μπροστινά ποδαράκια , όντας κολλημένα στο υπόλοιπο σώμα και υποδορίως.
Κι όμως !!
Μια χαρά σάλευγε, εμασούλα τσι τροφές απ’ τσι σκάφες , με μικρές και συχνές ανάπαυλες, που καθότανε για να ξεκουράσει τα πίσω ποδαράκια του, τα μοναδικά στηρίγματα ντου.
Μα το πράμα που με συντάραξε συγκούρμουλη , δεν ήτονε το τραγί.
Έχω ιδωμένα δεκάδες τέθοια περιστατικά.
Το πράμα που με ” τρόζανε ” ήτονε αυτός εδώ ο σκοτεινός κι αγριεμένος άθρωπος, που μ έβγαλε ψεύτρα με τσι ηλίθιους χαρακτηρισμούς μου .
Κι εμένα κι όλη την ανθρώπινη φύση!!
Τόση πραότητα , τόση καλοσύνη , και τέθοιο αλτρουισμό , σπάνια τα ‘χα θωρρώντας !!
Κρατώντας το παιδί ζωντανό ο ίδιος μέσα του, έκανε το ζώο του να αισθάνεται φυσιολογικό και κανακεμένο.!!
Στη πραγματικότητα η ίδια η ύπαρξη της καλοσύνης αυτουνού του ανθρώπου,
πάσχιζε να βγάλει ψεύτρα όλη την εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου για τη φυσική επιλογή που μας σε λέει πως επιβιώνουνε μόνο οι ισχυροί.!
‘Έμεινα στο τέλος να αναρωτιέμαι πως σ αυτόν τον αγριεμένο άνθρωπο εξελίχθηκε η καλοσύνη, κι έστειλε στο διάολο το Δαρβίνο με όλα τα γραφόμενα ντου μαζί!
Έσταζε έρωτα αυτός ο άνθρωπος !!
Έρωτα για τα ανήμπορα πλάσματα του Θεού!
Επιστρέφοντας στη Χώρα , σκεφτόμουνα δρόμο δρόμο : Ήντα κέρδισες σήμερο ‘Εφη ψηλά σε κείνο το μαντρί;
Τη ψυχή μου κέρδισα, τη ψυχή μου!
* Η Έφη Μιχελάκη είναι Κτηνίατρος από το Ασήμι με καταγωγή από τους Παρανύμφους Αστερουσίων