Ο Νίκος Καδιανός γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου του 1932 στο χωριό Βώροι Ηρακλείου Κρήτης. Γονείς του ο Λάμπρος και η Ευαγγελία Καδιανάκη. Γόνος πολυμελούς αγροτικής οικογένειας, έζησε τα παιδικά του χρόνια στο χωριό του, όπως όλα τα συνομήλικά του παιδιά. Από μικρή ηλικία όμως φάνηκε το ταλέντο που είχε για να ασχοληθεί με τη μουσική.
Από τα σχολικά του κιόλας χρόνια στο χωριό όπως έλεγε ο ίδιος αργότερα αντί να είχε το μυαλό του στα γράμματα και σε αυτά που του έλεγε ο δάσκαλος, ο ίδιος προσπαθούσε να μάθει να παίζει σκοπούς με το μαντολίνο, και να συμμετάσχει όσο μπορούσε περισσότερο κι όσο του επέτρεπε και η ηλικία του στα τοπικά γλέντια του χωριού του, ακούγοντας τα μουσικά ακούσματα του τόπου του παιγμένα από τους τοπικούς τότε μουσικούς πρωτομάστορες.
Μάταια προσπαθούσαν οι γονείς του να μάθει γράμματα ή να ασχοληθεί με τις αγροτικές εργασίες, βοηθώντας τον πατέρα του και την οικογένειά του. Όπως είπε πάλι ο ίδιος πολλά χρόνια αργότερα σε συνέντευξή του στην αείμνηστη Ρούλα Μουζουράκη για την Κρατική τηλεόραση: “Προτίμησε να μάθει να παίζει το λαούτο παρά το σκαπέτι γιατί ήταν πιο ελαφρύ για τα δικά του χέρια”.
Το πρώτο λαούτο, του το έδωσε σε ηλικία 14 ετών ο Γιάννης Μαρκογιάννης. Δεν άργησε όμως να φανεί και στο λαούτο ακόμα (παρότι ήταν αρκετά μεγάλο όργανο σχηματικά για την ηλικία του), το ταλέντο του. Έτσι σιγά – σιγά άρχισε να μαθαίνει τον ένα σκοπό μετά τον άλλο στο λαούτο, με το αυτί όπως έλεγε ο ίδιος. Δηλαδή ότι άκουγε στο γραμμόφωνο τότε με τα δισκάκια και στα γλέντια του χωριού του (στις παρέες και στις καντάδες του χωριού εκείνης της εποχής), προσπαθούσε να το παίξει με το λαούτο του.
Τα κατάφερνε αρκετά καλά να αφομοιώνει τα μουσικά ακούσματα και να εξελίσσετε γρήγορα σε έναν καλό λαουτιέρη. Πρότυπό του στο παίξιμο του λαούτο ήταν ο πατριάρχης όπως τον έλεγε εκείνος του λαούτο ο Γιάννης Μαρκογιάννης. Αξιοσημείωτο είναι επίσης και το γεγονός ότι και το πρώτο του γλέντι που έπαιξε ως μουσικός ήταν σε ηλικία 14 ετών στο χωριό του. Αυτό ήταν και το <<βάπτισμα του πυρός>> για μια λαμπρή πορεία και καριέρα που θα ακολουθούσε τις επόμενες δεκαετίες.
Από εκεί και μετά ακολούθησαν πολλές συνεργασίες με ξακουστούς λυράρηδες της Κρήτης είτε στα γλέντια είτε στην δισκογραφία. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Θανάση Σκορδαλό και τον Λεωνίδα Κλάδο. Η καλλιτεχνική του σταδιοδρομία σταμάτησε προσωρινά στα μέσα της Δεκαετίας του 60, όπου αναγκάστηκε να φύγει ως οικονομικός μετανάστης στην Γερμανία, για ένα καλύτερο αύριο και μια καλύτερη ζωή, όπως τόσοι και τόσοι Έλληνες του τόπου μας εκείνη την εποχή.
Και εκεί όμως το μεράκι του για τη μουσική και το μεράκι για τον τόπο του –τη μάνα Κρήτη όπως χαρακτηριστικά έλεγε- δεν έσβησαν ποτέ. Παράλληλα με τις άλλες δουλειές που έκανε, ξανάρχισε να ασχολείται και να μελετά επάνω στο λαούτο. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η φήμη του ως καλλιτέχνη εξαπλώθηκε γρήγορα και στην Γερμανία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι προς τα τέλη της δεκαετίας του 60 και τις αρχές της δεκαετίας του 70, είχε αναλάβει την ευθύνη και επιμελούταν ελληνικές μουσικές εκπομπές που αφορούσαν την μουσική της Κρήτης για την Κρατική Ραδιοφωνία της Γερμανίας (τη γνωστή σε όλους Deutsche Velle), την εποχή που Διευθυντής του Ελληνικού προγράμματος ήταν ο Παύλος Μπακογιάννης.
Η δραστηριότητά του στη Γερμανία δεν σταματάει μόνο στο ραδιόφωνο. Ανοίγει και ένα κέντρο διασκεδάσεως με το όνομα <<ΚΡΗΤΗ>> στο Μόναχο. Πολλοί καλλιτέχνες της Κρητικής μουσικής πήγαν στη Γερμανία από την Κρήτη και εμφανίστηκαν στο κέντρο μετά από πρόσκληση του ίδιου. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις εμφανίσεις του Θανάση Σκορδαλού, του Μανώλη Καρπουζάκη, του Καλομοίρη και πολλών άλλων συναδέλφων του, οι οποίοι να σημειωθεί ότι όλοι τους εμφανίζονταν στο συγκεκριμένο κέντρο παίζοντας μαζί του.
Η δίψα του για την Ελλάδα και την Κρήτη όμως, δεν ήταν δυνατό να τον κρατούσαν για πολύ χρονικό διάστημα μακριά. Έτσι πουλάει το κέντρο <<ΚΡΗΤΗ>>, και το 1973 επιστρέφει στην Ελλάδα όπου μένει μόνιμα πια, συνεχίζοντας την καλλιτεχνική του πορεία, που είχε διακοπεί νωρίτερα φεύγοντας για την Γερμανία στη δεκαετία του 60. Και στην Αθήνα, συνέχισε τις εμφανίσεις του σχεδόν σε όλα τα κέντρα διασκέδασης Αθηνών και Κρήτης, πραγματοποιώντας συνεργασίες με τους μεγαλύτερους και αξιολογότερους καλλιτέχνες της εποχής εκείνης.
Μακροχρόνια επιτυχημένη συνεργασία πραγματοποίησε επίσης με τον Νίκο Σκευάκη, όπου για πολλά χρόνια συνεργάζονταν μαζί και δισκογραφικά αλλά και με εμφανίσεις στα Κρητικά Κέντρα δημιουργώντας πολλές αλλά και ανεπανάληπτες δισκογραφικά επιτυχίες. Δισκογραφικές επιτυχίες πραγματοποίησε επίσης με τους: Κώστα Μουντάκη, Λεωνίδα Κλάδο, Γιώργο Παπαδάκη, Χαράλαμπο Γαργανουράκη Γιώργο Φραγκιουδάκη, τον Μανώλη Μελαμπιώτη και τα τελευταία χρόνια με τον Ζαχαρία Μελεσανάκη, όπου ηχογράφησαν μεγάλους δίσκους κυρίως με τους Μανώλη Κακλή, Γιάννη Αγγελάκη και Γιώργο Μανωλιούδη.
Το 1979 συνεργάζεται με τους συγχωριανούς του Αλέκο Πολυχρονάκη στην λύρα και Γιώργη Γκερεδάκη στην κιθάρα, συγκρότημα που εμφανίστηκε με μεγάλη επιτυχία ,τον επόμενο χειμώνα, στην Αθήνα, στο κέντρο Κονάκι του Γιώργη Γρύλου .
Από το 1980 έως το 1985 συνεργάζεται με τον Χαράλαμπο Γαργανουράκη και τον Γιάννη Μαρκόπουλο όπου πραγματοποιούν μαζί πολλές εμφανίσεις και συναυλίες σε όλο σχεδόν τον κόσμο απανταχού της γης, όπου υπήρχε Κρητική Ομογένεια.
Το 1982 ηχογραφεί μαζί με τον Χαράλαμπο Γαργανουράκη και τον Νίκο Σαμπαζιώτη τον δίσκο <<Ω, να χαρώ χαρότο>> όπου μέσα στα κομμάτια του δίσκου περιλαμβάνεται και η πρώτη εκτέλεση του κομματιού του Λευτέρη Καμπουράκη, που είναι ακόμα και στις μέρες μας μεγάλη επιτυχία και έχει ερμηνευτεί σχεδόν από όλους τους Κρητικούς καλλιτέχνες σε νεότερες εκτελέσεις <<ΑΣΤΡΑ ΜΗ ΜΕ ΜΑΛΩΝΕΤΑΙ>> . Την ίδια χρονιά οι τρεις τους ανοίγουν το Κέντρο ¨Αγρίμια¨ όπου γίνεται Στέκι για όλους τους Κρητικούς της Αθήνας.
Συμμετείχε σε 60 περίπου μεγάλους και μικρούς δίσκους μερικοί από τους οποίους είναι: Με τον Κώστα Μουντάκη (Στον Ψηλορείτη θα ανεβώ – Ο Μεγάλος Κρητικός), Λεωνίδα Κλάδο (Χοροί της Κρήτης), Γιώργο Παπαδάκη (Τα αστροπελέκια), Χαράλαμπο Γαργανουράκη (Ω, Να Χαρώ Χαρότο), Γιώργο Φραγκιουδάκη (Έλα στον Κήπο της Καρδιάς), Βασίλη Κατσαμά (Οι Τρεις Άσσοι), Ζαχαρία Μελεσσανάκη (Μελεσανάκης 88, Κακλής 89, Πρώτο λουλούδι τσ΄ Άνοιξης), Σπύρο & Χρυσούλα Σηφογιωργάκη (Καινούργιες Στράτες), Αλέκο Πολυχρονάκη (Πολυχρονάκης Νο 2) κ.α.
Η τελευταία του δισκογραφική παρουσία ήταν με τον Μανώλη Μελαμπιώτη στο cd “Ποιος είδε την αγάπη μου”. Η τελευταία του δημόσια εμφάνιση ήταν στο Κέντρο “ΠΑΓΚΡΗΤΙΟ” στο Μεταξουργείο με τους Γιάννη Κολάρο, Παντελή Δερμιτζάκη και Ανδρέα Χατζηδάκη.
Πέθανε στην Αθήνα στις 16 Σεπτεμβρίου του 1997 σε ηλικία 65 ετών.