Ο τρελό –Γιάννης ζούσε σε μία φτωχική γκαρσονιέρα που κληρονόμησε από τη μητέρα του σε μία πολυκατοικία 20 συνολικά διαμερισμάτων. Εργαζόταν στο φούρνο της γειτονιάς του και έπιανε δουλειά ξημερώματα.
Από το φούρνο που εργαζόταν συνήθιζε να γεμίζει δυό σακούλες με ψωμιά και κουλούρια καθημερινά και έτρεχε να τα μοιράσει..
-«Να είπα να σας φέρω λίγο ζεστό ψωμί, δώρο του κυρ -Αποστόλη του φούρναρη για να τον μνημονεύετε στις προσευχές σας», έλεγε.
Η αλήθεια ήταν ότι ο τρελό -Γιάννης διέθετε κάθε μήνα ένα μεγάλο μέρος του μισθού του για την τροφοδοσία σε ψωμί των φτωχών της γειτονιάς του.
Στον κυρ-Αποστόλη έλεγε πως εξυπηρετεί λίγους φίλους αρρώστους και πως τάχα πληρώνεται για αυτό.
Πως γνώριζε όμως τους φτωχούς της γειτονιάς του;
Να είχε τη συνήθεια να χτυπά αδιάκριτα τα κουδούνια όχι μόνο της πολυκατοικίας του αλλά και των διπλανών πολυκατοικιών.
Αυτοσυστηνόταν σ’ όλους και τους ρωτούσε αν χρειάζονταν κάτι να τους εξυπηρετήσει.
– «Πως ξημερώσατε σήμερα;
Μήπως έχει προκύψει κανένα πρόβλημα και μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;
Τα παιδιά σας πως πάνε;»
Στην αρχή κάποιοι τον απόπερναν.
Άλλοι του έκλειναν κατάμουτρα την πόρτα αρνούμενοι να του μιλήσουν, φανερά ενοχλημένοι από την απροσδόκητη παρουσία του.
Άλλοι όμως περίμεναν τον τρελό -Γιάννη για να ακούσουν, όπως έλεγαν καμιά κουβέντα καλή.
Τελικά τους έμαθε όλους, γνώριζε τις ιδιοτροπίες αλλά και στοιχεία του χαρακτήρα τους.
Τα βράδια συνήθιζε ο τρελό -Γιάννης να αποσύρεται στο φτωχικό σπίτι του και προσευχόταν.
Του άρεσε να διαβάζει δυνατά το Ψαλτήριο για να φεύγουν, όπως είπε, σε κάποιον που τον ρώτησε τα κακούδια από τη γειτονιά.
Το διάβαζε τόσο δυνατά που κάποιος νεοφερμένος νοικάρης που δεν τον ήξερε καλά μια ημέρα κάλεσε την αστυνομία διαμαρτυρόμενος για διατάραξη ησυχίας!
Ακόμη καθημερινά ο σαλός λιβάνιζε ξεκινώντας από τον τελευταίο όροφο μέχρι και κάτω όλα τα διαμερίσματα.
Και τις αυλές έβγαινε και λιβάνιζε.
Και όταν κάποιος ήταν άρρωστος τον επισκεπτόταν και αφού τον λιβάνιζε και τον σταύρωνε του διάβαζε συλλαβιστά με τα λίγα κολλυβογράμματα που γνώριζε την καθολική επιστολή του Ιακώβου…
«Εύχεσθε υπέρ αλλήλων ίνα ιαθήτε» τους έλεγε.
Τους παρότρυνε να εξομολογηθούν και να κοινωνήσουν για να γίνουν καλά άπό το μεγάλο γιατρό, τον Χριστό μας…
Δεν ήταν λίγες μάλιστα οι φορές που γυρνώντας από τον φούρνο έπαιρνε τη σκούπα και σκούπιζε την πολυκατοικία για να είναι όπως έλεγε καθαρή.
Του άρεσε να παρεμβαίνει χαμογελώντας σ’ αυτούς που συνήθιζαν να καυγαδίζουν για τα πολιτικά κόμματα δημοσίως στα καφενεία
(παλαιότερα υπήρχαν μεγάλοι καυγάδες για τα κόμματα).
-«Αχ βρε εσείς γιατί υπολογίζετε και στηρίζεσθε σε τενεκέδες και κύμβαλα. Να παρακαλάτε άντί να τσακώνεστε να μας στείλει ο Θεός ένα Δαυίδ για βασιλιά.
Αυτός έλυνε τα προβλήματα γιατί μάτωναν τα γόνατά του στην ικεσία και στην προσευχή.
Οι δικοί σας οι έξυπνοι τι κάνουν;
Ικετεύουν μόνο για μίζες και γίνονται ένα με τη διαφθορά…
Σας περνούν για χαζούς και σας κοροϊδεύουν», συνήθιζε να τους λέει.
-“Φύγε μωρέ τρελογιάννη απαντούσαν εκείνοι και για να τον αποφύγουν τον έστελναν για κανένα θέλημα.
Εκείνος πάντα τους έλεγε «μην ελπίζετε στους άρχοντες.
Να έχετε μόνο την ελπίδα σας στο Θεό».
…
Όταν πήγαινε στο σούπερ –μάρκετ συνήθιζε να ψωνίζει πράγματα αλλόκοτα. «Έβαζε στο καλάθι λ.χ. ακόμη και πράγματα γυναικεία, που προκαλούσαν γέλια στις κοπελιές του ταμείου. Ο ιδιοκτήτης του σούπερ-μάρκετ τον λυπόταν και είχε δώσει εντολή να του παίρνουν τα μισά χρήματα από την συνολική αξία».
Μία ημέρα κίνησε την περιέργεια σε κάποιον να δει τι τα κάνει ο σαλός τόσα ψώνια. Έτσι κρυφά μια ημέρα τον παρακολούθησε. Εκείνος πήγε σε μία απόμακρη γωνιά της μικρής πλατείας για να μην τον βλέπουν και άρχισε να χωρίζει τα ψώνια. Εν συνέχεια άρχισε να χτυπά, όπως συνήθιζε τα κουδούνια και να αφήνει έξω από την πόρτα τις τσάντες με τα ψώνια. «Τα γυναικεία είδη που ψώνιζε τα πήγαινε σε μία φτωχή φοιτήτρια, την Κατερίνα, παιδί πολύτεκνης οικογένειας, που είχε μεγάλη ανάγκη».
Όλοι στη γειτονιά την ημέρα της εκδημίας του πριν από οχτώ χρόνια είχαν να εξιστορήσουν και από μία αφήγηση για τα «καμώματα» του τρελού. Ο Αναστάσιος, ο διαχειριστής στην πολυκατοικία που έμενε ο σαλός άρχισε να μιλά για την αγάπη που είχε στην Εκκλησία. Πήγαινε σχεδόν καθημερινά στο ναό. Τις Κυριακές έφθανε ακόμη και πριν από τον Παπά. Άναβε το κερί του, προσκυνούσε τις αγίες εικόνες και έπαιρνε τη θέση του μπροστά από την είσοδο του ναού κάνοντας τον ζητιάνο. Ότι χρήματα μάλιστα, όπως μου αποκάλυψε ο παπάς, μάζευε πήγαινε κρυφά και τα έβαζε στο παγκάρι υπέρ των φτωχών και των γερόντων. Μία ημέρα η νεωκόρος τον είδε και νόμιζε ότι ήθελε να το κλέψει. Έτρεξε γρήγορα και ειδοποίησε τον παπά. «Παπά ο τρελο- Γιάννης βάζει χέρι στο παγκάρι» του είπε.
Ο παπάς προχώρησε τότε με προσοχή και κοίταξε κρυφά.
Είδε τον σαλό να βγάζει χρήματα από τις τσέπες του και να τα ρίχνει στο παγκάρι.
-” Τι κάνεις εκεί βρε τρελέ;” του φωνάζει.
Και εκείνος του απαντά.
-” «Να πάτερ μου τρύπησε η τσέπη μου και για να μην μου πέσουν και τα χάσω τα ρίχνω μέσα για να τα φυλάει η Παναγιά μας και να τα δώσει σε πιο φτωχούς από μένα»!
Η Νικολέττα στη συνέχεια τραβώντας μια δυνατή ρουφηξιά καφέ πήρε το λόγο. Ένα σούρουπο πριν από δέκα , ίσως και παραπάνω χρόνια είδα έναν νεαρό να περιφέρεται περίεργα στη γειτονιά μας. Τον παρατηρούσα γιατί τον πέρασα για κλέφτη. Ξαφνικά βλέπω τον τρελο-Γιάννη να βγαίνει από το σπίτι του φουριόζος και με γοργό βήμα να κατευθύνεται τη μοναδική μονοκατοικία της γειτονιάς, όπου έμενε τότε με ενοίκιο μία οικογένεια τετραμελής. Στρογγυλοκάθησε ο τρελός μπροστά στα σκαλοπάτια της αυλόπορτας και άρχισε να ψέλνει δυνατά ύμνους της Παναγίας. Του άρεσε να λέει «το αγνή Παρθένε…» Πέρασαν σχεδόν δυό ώρες και ο τρελός συνέχιζε να ψέλνει. Βγήκα έξω και του είπα να σταματήσει. Τότε είδα τον νεαρό να απομακρύνεται βιαστικά. Ο σαλός σηκώθηκε και μπήκε στην μονοκατοικία. Από περιέργεια πήγα να δω τι συμβαίνει. Ο νους μου δεν σας κρύβω πως πήγε στο κακό. Χτύπησα το κουδούνι και η κοπέλα, μου άνοιξε.
Ο τρελο-Γιάννης καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας και έτρωγε κάτι που του είχε σερβίρει η κοπέλα. Δίπλα του στεκόταν ο πεντάχρονος γιος της. Απευθυνόμενος στο παιδάκι ο σαλός άρχισε να του λέει πως μία από τις δέκα εντολές του Θεού είναι αυτή που λέει «ου μοιχεύσεις». «Ξέρεις Γιωργάκι μου η μοιχεία δεν είναι αρεστή στο Θεό.
Η μοιχεία ανοίγει μία πύλη στο μιαρό Σατανά που μπαίνει στο σπίτι και αλωνίζει. Χαλούν τότε οι οικογένειες και οι ασθένειες και ο πόνος και το μίσος μπαίνουν από τα παράθυρα και διώχνουν την ευλογία του Θεού που έδωσε με το μυστήριο του γάμου. Η γυναίκα και ο άνδρας, όπως είναι ο μπαμπάς και η μαμά με το γάμο Γιωργάκη μου γίνονται μία σάρκα, ένα σώμα. Με τη μοιχεία είναι σαν να κόβεις το χέρι σου».
Δεν σας κρύβω πως θύμωσα πολύ.
– «Τι λες βρε αθεόφοβε στο παιδάκι; Για συμμαζέψου…» είπα.
Η κοπέλα τότε έβαλε τα κλάματα και μου είπε με αναφιλητά.
-«Για μένα τα λέει, άστον μην τον αποπαίρνεις…»
Ο τρελό – Γιάννης όμως έφυγε βιαστικά και η κοπέλα τότε μου εξομολογήθηκε πως σκόπευε να απατήσει τον άνδρα της με έναν νεαρό που γνώρισε σε μία καφετέρια που είχε πάει με μία φίλη της να πιεί καφέ.
Της είπε πως ο νεαρός θα τη συναντούσε στο σπίτι της, εκμεταλευόμενος την απουσία του άνδρα της που είχε πάει για δουλειές στην επαρχία αλλά ο Θεός τη φύλαξε και δεν ήρθε.
-“Γλύτωσα από μεγάλο κακό Νικολέττα μου.
Θα χαλούσα την οικογένειά μου και το γάμο μου.
Όταν χτύπησε ο τρελο -Γιάννης νόμιζα πως ήταν ο νεαρός και θα είχα τη δύναμη να τον διώξω;
Ευτυχώς ο Θεός με γλύτωσε από μεγάλη αμαρτία.
-«Ο σαλός σε προφύλαξε γιατί ο νεαρός ήρθε αλλά στο σκαλοπάτι της εξώπορτας καθόταν επί ώρες ο σαλός ψέλνοντας,
καθώς σεργιανούσε έξω από την πόρτα σου ο νεαρός…
(Αποσπάσματα)
Συντάκτης: Διονύσης Μακρής
Πηγή: ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΙΟΥΛΙΟΣ 2008
Τέσσερις γνώμες υπάρχουν για κάθε άνθρωπο:
α) η γνώμη που έχει ο κόσμος γι’ αυτόν,
β) η γνώμη που έχουν οι συγγενείς του,
γ) η δική του γνώμη για τον εαυτόν του και
δ) η γνώμη που έχει ο Θεός γι’ αυτόν, και αυτή είναι που τελικά μετράει. Όλες οι άλλες γνώμες δεν έχουν καμμία βαρύτητα.
Δημήτριος Παναγόπουλος Ιεροκήρυκας
Πηγή: ΠΑΝΑΓΊΑ ΠΑΡΑΜΥΘΊΑ – Βαγγελιτσα Βασιλειου