Κείμενο – φωτογραφίες: Γεωργιος Χουστουλακης
Ονομάζω ταπεινό ένα φυτό σαν τον αγούδουρα, γιατί είναι ένα απαλό και ανάλαφρο φυτό, που ούτε χόρτο είναι, ούτε κανονικός θάμνος, άλλα κάτι αναμεσα.
Σαν θάμνος είναι ιδιαίτερα απλός, και τρυφερός όταν είναι δροσερός, και μόνο όταν ξεραθεί γίνεται ξυλώδης, και από πράσινος γίνεται σκούρος καφέ.
Είναι όμως ιδιαίτερα εύχρηστος, και γίνεται το τέλειο προσάναμα για τη φωτιά!
Δεν θα ασχοληθούμε όμως με την προέλευση της ονομασίας του αγούδουρα ή αλιγαδούρα, ούτε με τα διάφορα είδη και τις πάμπολλες ονομασίες του ανά τη χώρα, με τις πιο γνωστές σπαθόχορτο, βαλσαμόχορτο, υπερικό κλπ, γιατί ήδη έχουν γραφτεί αυτά όλα, και μάλιστα κατά κόρον!
Θα ασχοληθώ όμως με την κρητική λαϊκή θυμοσοφία, σε ότι αφορά τον αγούδουρα, και σίγουρα ο ίδιος ο λαός, έχει πάρα πολλά να μας πει, που μάλιστα δεν είναι γραμμένα πουθενά!
Ο αγούδουρας υπάρχει στη φύση σχεδόν όλο το χρόνο, ξερός ή πράσινος, και το καλοκαίρι ξεχωρίζει από μακριά, ανάμεσα στα ολόξερα καφετιά ή κατακίτρινα χόρτα!
Σε πρασιές με καταπράσινους αγουδούρους στην εξοχή, κάτω από έναν αγούδουρα, προτιμούσε ο τρουλήτης (κορυδαλλός) να κάνει τη φωλιά του, διότι θα έχει σίγουρα μια ωραία δροσιά την άνοιξη με τις πρώτες ζέστες!
Η λαογραφία της Κρήτης δεν άφησε παραπονεμένους τους αγουδούρους και στα τετράστιχα, όπου πολλά είναι αυτά που μιλούν για αυτόν, βασιζόμενα στις ιδιότητες του.
Μια ιδιότητα του είναι, που σαν φυτό είναι ιδιαίτερα ελαφρύ, ειδικά σαν ξεραθεί, και το παίρνει εύκολα ο άνεμος!
Αναφλέγεται πολύ εύκολα, άρα είναι άριστο προσάναμα για τη φωτιά, στο σπίτι ή στην εξοχή!
Άλλη ιδιότητα του είναι η κάποια τοξικότητα που έχουν τα άνθη του, πράγμα που επειρεάζει το δέρμα σε ανθρώπους και ζώα.
Τα μεν ζώα, ειδικά οι αίγες, όταν φάνε πολλούς αγουδούρους, παθαίνουν δερματικές κακώσεις, μια ασθένεια δηλαδή, που την ονόμαζαν κι αυτή «αγούδουρα».
Οι κατσίκες όταν έτρωγαν πολλούς αγουδούρους άνοιξη και καλοκαίρι, πρηζόταν τα αυτιά τους, όπου σκούσανε, κάνοντας μεγάλες πληγές.
Πολλές φορές αν δεν υπήρχε η σχετική θεραπεία, ψωφούσαν κιόλας. Λέγανε τότε, πως «ο αγούδουρας τις έκαψε»!
Συνήθως όμως έτριβαν τα πάσχοντα σημεία της αίγας με λάδι και ξύδι, και αυτό βοηθούσε πολύ.
Για τους ανθρώπους πάλι, όσοι είναι ξανθοί και με ανοιχτόχρωμο δέρμα, λένε ότι παθαίνουν εύκολα δερματικές παθήσεις, αν παρευρεθούν για πολύ ώρα σε περιβάλλον με αγουδούρους.
«Γούδουρας» όμως λέγεται και ένα ακρωτήρι καθώς και το χωριό, που βρίσκονται νοτιοανατολικά της Επαρχίας Σητείας.
Να μην πούμε πως και το γνωστό μας νησί το Γαϊδουρονήσι, δεν πήρε το όνομα του, γιατί είχε πολλούς γαϊδάρους, ούτε μοιάζει καν με το συμπαθέστατο τετράποδο!
Έχουν να πούνε, πως κανονικά ήταν (Α)γουδουρονήσι, γιατί πράγματι είχε πολλούς αγουδούρους!
Ο αγούδουρας μας θυμίζει κι αυτός την Σοφία του Θεού, όπως εξάλλου και πολλά άλλα φυτά, σχετικά με τον τρόπο που η φύση μεριμνά για τον πολλαπλασιασμό τους.
Να θυμηθούμε τους σπόρους που γίνονται μικρά αλεξίπτωτα, σαν ιπτάμενες ομπρέλες, όπου τις παίρνει ο αέρας και τις σκορπά μακριά!
Μεγάλη Σοφία αυτή του Θεού!
Οι πικραγκουριές πάλι, που έχουν κάποιους θύλακες γεμάτους με υγρό και σπόρια, που όταν ωριμάσουν, δημιουργείται με την ζέστη μια ισχυρή πίεση, και τα σπόρια εκτοξεύονται από μια μικρή τρύπα σε κάποια κοντινή απόσταση τριγύρω! Αν σε αυτό δεν κρύβεται η Σοφία του Θεού, τότε πού αλλού;
Μα φυσικά στον αγούδουρα!
Το φυτό αυτό που έχει συνήθως σφαιρικό σχήμα, έχει ένα πολύ επιφανειακό ριζικό σύστημα, και όταν ξεραθεί και γίνει καφέ χρώμα, το σηκώνει με ιδιαίτερη ευκολία ο αέρας, και το ξεπατώνεται ακόμα και με ένα μικρό φύσημα!
Για αυτό λέμε καμιά φορά: «Αυτός μοιάζει με τον αγούδουρα», επειδή δεν είναι σταθερός στις απόψεις του, και αλλάζει εύκολα γνώμη.
Η Σοφία του Θεού λοιπόν, υποχρεώνει τον αέρα, αφενός μεν να τον ξεπατώσει, αλλά και εύκολα να τον παρασύρει και να τον πάει διάφορα βολταράκια!
Έτσι τον στέλνει πολύ μακριά από το σημείο που ηταν, ώστε αν δεν βρει εμπόδια, μπορεί να διανύσει αρκετά χιλιόμετρα!
Σε αυτή την διαδρομή λοιπόν όπου περνά, καθώς περιστρέφεται, σπέρνονται στο έδαφος λίγοι λίγοι οι μικροί σπόροι του φυτού!
Αυτή η ιδιότητα του αγούδουρα να φεύγει γρήγορα με τον αέρα, είναι και ο λόγος που ο λαός λέει τη φράση: «Αυτός πάει σαν τον αγούδουρα”, ή “σαν τον αγούδουρα γλακάς», κλπ.
Ο κόσμος κάποτε έκανε πολλά και διάφορα με τον αγούδουρα, χρησιμοποιώντας τον ποικιλοτρόπως.
Φρόντιζε πρώτα πρώτα, να τον έχει πάντα
στο σπίτι του σαν «αναλαμπή», σαν ενα εύκολο προσάναμα.
Τον ξεπάτωνε κάποτε δροσερό, και τον χρησιμοποιούσε σαν στρώμα στην καλύβα της εξοχής, όπου έμενε τα βράδια, την εποχή του τρυγητού, στο αλώνισμα, ή στο θέρος που διανυχτέρευε.
Κάπου χάμω άπλωναν πολλούς πολλούς αγουδούρους, επάνω έστρωναν μερικούς φάρδους (σακιά), και πάνω μία πατανία, όπου κοιμόταν ολοι, και εννοείται ήταν το καλύτερο στρώμα!
Στο αλώνι, είχαμε πάντα τις «αγουδουρόσκουπες», που τις έφτιαχναν με ένα δύο μεγάλους αγουδούρους, όπου τους έδεναν γερά στη άκρη σε ένα μακριού ξύλο. Πλάκωναν την σκούπα με μια πέτρινη πλάκα για μερικές μέρες, ωστε να πάρει το επίπεδο σχήμα της, και μετά η σκούπα ήταν έτοιμη.
Επειδή ήταν πολύ μαλακή η σκούπα αυτή, ήταν ιδανική στο να παρασύρει τα κόντυλα, επάνω από το λαμί, στο τέλος του αλωνίσματος.
Στο λαμί, στο τέλος του λυχνίσματος, ήταν 90 με 95 % καρπός (από σιτηρά ή όσπρια), και τα υπόλοιπα ήταν κόνδυλα. Η σκούπα όμως από αγούδουρα, παρέσυρε εύκολα τα κόνδυλα αυτά, και έμενε ο καθαρός καρπός.
Μετά το αλώνι ο καρπός αυτός πήγαινε στο σπίτι και έμπαινε στα πιθάρια, άλλα όμως δεν τα γέμιζαν μέχρι επάνω.
Επάνω πάνω, συμπλήρωναν με αγουδούρους, διότι η τοξικότητα τους δεν άφηναν να μπουν μέσα στον καρπό, ψείρες και άλλα έντομα.
Τους αγουδούρους, όπως και τα θυμάρια, οι αγρότες τους αξιοποιούσαν και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, όπως κάποτε στα μποστάνια, στο φύτεμα των αγρουλίδων κλπ.
Έβαζαν αγουδούρους κάτω από τις ντοματιές, καρπουζιές ή πεπονιές κλπ, αφενός μεν να μην ακουμπάνε οι καρποί κάτω στο χώμα και σαπίζουν, αφετέρου τα κάλυπταν και επάνω από τους καρπούς, για να σκιάζουν, και μην τα καίει ο θερμός ήλιος του καλοκαιριού.
Έβαζαν επίσης αγουδούρους ή θυμάρια στον μισό λάκκο κατά το φύτεμα των αγρουλίδων (άγριων μικρών ελαιοδένδρων), και επάνω από τους αγουδούρους, σκέπαζαν με χώμα. Αυτό το έκαναν έτσι ώστε να υπάρχει μια αποθήκη νερού, και να κρατά την υγρασία που χρειάζεται το φυτό.
Αγουδούρους χρησιμοποιούσαν παλιά οι πιθαράδες και οι σταμνάδες, όπως ήταν οι Θραψανιωτες, κατά την μεταφορά των πήλινων προϊόντων τους. Σφήνωναν πολλούς αγουδούρους στις ανεμεσάδες στο σωμάρι, για να κρατάνε σταθερά τα πιθάρια, ή τα σταμνιά, ώστε να μην κουνιούνται και σπάσουν.
Κάποτε χρησιμοποιούσαν επίσης αγουδούρους στην εκτροφή μεταξοσκώληκα, διότι εσκάλωναν επάνω εκεί στα φυτά και έφτιαχναν τα κουκούλια τους.
Μια ακόμα χρήση του αγούδουρα, ήταν να τον κρεμούν παλιά επάνω στις συκιές.
Για ποιο λόγο άραγε το έκαναν αυτό;
Το έκαναν αυτό να κρεμούν ανθισμένους αγουδούρους επάνω σε παραγωγικά δένδρα το καλοκαίρι, σε μέρη όπου δεν υπήρχαν άλλα λουλούδια για να προσελκύουν έντομα, και να γονιμοποιούνται τα σύκα, ή αλλά φρούτα.
Στο γνωστό μας 40βότανο, μεταξύ των άλλων βοτάνων, αναφέρεται και ο αγούδουρας.
Επίσης πολύς κόσμος θεωρεί πως αν σε βάζο με λάδι βάλουμε και άνθη από αγούδουρα, θα έχουμε το «θαυματουργό» φάρμακο για πολλές παθήσεις, πόνους στις αρθρώσεις, πόνους γενικά, τσιμπήματα εντόμων, δερματικά προβλήματα κλπ.
Ενώ λένε πως ένα τσάι από αποξηραμένα άνθη αγούδουρα, ανακουφίζει το στομάχι, και βοηθά στις αϋπνίες.
Όμως δεν έχουν πεισθεί πολλοί, από οδους τα ψάχνουν αυτά κυρίως για το αγουδουρόλαδο.
Προσδίδουν την τάχατε καλυτέρευση, κυρίως μόνο στις ιδιότητες του λαδιού, ότι και από μόνο του το λάδι κάνει καλό. Τον δε αγούδουρα που τον ονομάζουν πολλοί και βαλσαμόχορτο, οι πιο ψαγμένοι βοτανολόγοι, πιστεύουν πως δεν προέρχεται από αυτόν το γνήσιο βαλσαμόλαδο, άλλα ένα από τα ένα τα τρία κύρια είδη, ανάμεσα των 300 ειδών του φυτού!
Τα πιο γνωστά είδη από τα υπερικά φυτά, είναι τα: Hypericum empetrifolium – hypericum perfoliatum – hypericum androsaemum – hypericum calycinum, άλλα το πιο κατάλληλο για ιαματικό έλαιο από όλα, είναι το empetrifolium, αυτό με τα μακριά ίσια βλαστάρια, που το συναντάμε σε υψόμετρα 100 με 200 μέτρα.
Συγκεκριμένα το έχω συναντήσει στην άκρη του δρόμου κοντά στον Σίβα, και σε κάποιο υψομετρικό στην άκρη του δρόμου, στον Κάλαμο Αττικής.
Τους τρελλούς τον μεσαίωνα τους υποχρέωναν να πίνουν έκχυμα από αγούδουρα, διότι πίστευαν πως ξόρκιζε και έδιωχνε τα κακά πνεύματα!
Για τον αγούδουρα όμως έχουμε και παρά πολλά τετράστιχα, είτε αυτά προέρχονται από το μακρύ παρελθόν, όπως τα παρακάτω:
«Καλία χω μια μελαχρινή
Παρά σαράντα άσπρες
Απού τσι τρώει αγούδουρας
Και του Αυγούστου οι κάψες
Βάλσαμο είν’ τα λόγια σου
που η καρδιά γυρεύει
τάξε πως είν’ αγουδούρας
που όλα τα γιατρεύει
Αγάλια αγαλια αγούδουρα
Κι έρχεται κι ο χειμώνας
Βρεγμένο θέλω να σε δω
αν αγλακάς ακόμας
Όλο ‘πο τη παραβολή
με βάνεις να θερίζω
για να με τρώει ο αγούδουρας
κι’ο ήλιος να μαυρίζω».
Είτε τετράστιχα που προέρχονται από σύγχρονους ποιητές και στιχουργούς, όπως είναι η Χαριστή από τη Γαλιά ( Χαριστή Φανουράκη Κουκουμπεδάκη) όπου μας λέει:
«Σαν τον ξερόν αγούδουρα
το ψιμοκαλοκαίρι
επόδωκα να σ’ αγαπώ
γλυκύ του νου μου ταίρι…
Σα λουλουδίσει αγούδουρας
και χλωμοκιτρινήσει
ξαρρωστικό λογίζεται
απού πληγές θα κλείσει…
Σαν τον ξερόν αγούδουρα
π’ αερας παρασέρνει
ετσά η γ’ έρμη μου καρδιά
πάθη για σένα σέρνει….
Ως κι ο ξερός αγούδουρας
έχει κι εκείνος χάρη
που μ’ ένα σπίρτο είν’ ικανός
φωθιά να μονοπάρει…..».
Κάποιο πάλι τετράστιχο δικό μου, λέει:
«Σαν τον αγούδουρα γλακάς
Και δε σε φτάνει η μπάλα
Γιατί ‘ν’ τα πόδια σου μακριά
Τα ζάλα σου μεγάλα».
Έχουμε όμως και μια αναφορά σε ένα ποίημα με τίτλο «Βοσκοπούλα».
Είναι ένα ποιμενικό ποίημα της κρητικής λογοτεχνίας που πρωτοτυπώθηκε το 1627 στην Βενετία με δαπάνες του κρητικού Νικολάου Δρυμητινού, όπου σε ένα τετράστιχο αναφέρει και τον αγούδουρα, που στολίζει με άλλα φυτά της σπηλιά της ηρωίδας:
«Απόξω με μερτιές με ροσμαρίνους
με γούδουρους με βιόλες και με κρίνους
τόχενε το κοράσι στολισμένο
κι’ εμύριζε το σπήλιο το καϋμένο».
Συχνές φράσεις που αναφέρονται στον αγούδουρα, έλεγε πολλές ο λαός της Κρήτης, που κάποιες λειτουργούν και σαν παροιμίες:
“Έκαψε ο γιάτσος τα κηπικά κι ο αγούδουρας τα αρνιά’!
Συνήθως αυτό το έλεγαν σε μια γενική καταστροφή, όταν η μία κακοτυχία, διαδεχόταν την άλλη.
«Κάτω απ’ τον αγούδουρο κοίτεται ένας λαγός κουντουρος».
Προφανώς σε αυτή είναι μια λαϊκή φράση, όπου έχουμε μια παρήχηση του ρο και του ταυ.
Όμως λειτουργεί και σαν παροιμία, μεταφορικά, που σημαίνει ότι οι μικρές δυνατότητες φέρνουν και μικρά αποτελέσματα.
Ένας φτωχός σε πούμε, δεν μπορεί να είναι μέσα σε μια πόρσε!
Κάτω από έναν αγούδουρα δηλαδή, τι λαγός να μπορεί κρυφτεί; Μόνο ένα πολύ μικρό λαγουδάκι! Όπως λέμε, το μικρό πουλί κάνει και μικρή κουτσουλια!
Έλεγαν επίσης όταν ταχτάριζαν τα μωρά:
«Ντούρου Ντούρου Ντούρου Ντούρου
Να σε δέσω τ’ αγουδούρου»!
Έχουμε και εδώ μια παρήχηση του ρ.
Είχαμε παλιά και τη φράση:
«Μα που τον έδεσες, στον αγούδουρα»;.
Το έλεγαν οι γονείς στα παιδιά, όταν δεν καλόδεναν το ζώο τους στην εξοχή, όταν το πήγαιναν για βοσκή, και εκείνο έλυνε και το εσκαγε!
Και έλεγαν τη φράση αυτή, γιατί δεν εννοείται να δέσει κάποιος ένα ζώο σε αγούδουρα, αφού τον ξεπατώνει ακόμα και ο ίδιος ο αέρας!
Υπήρχε και ακόμα μια σκωπτική φράση:
«Μα πάλι με αγουδούρους εγέμισες τη βούργια»!
Υπήρχε η εντύπωση παλιά, πως η βούργια των κυνηγών που ήταν πάντα παραφουσκωμένη, δεν είχε πάντα λαγούς, ή άλλα κυνήγια μέσα!
Ότι επίτηδες τις γέμιζαν με αγουδούρους, για να μην ντρέπονται να γυρίσουν σπίτι άδειοι!
Έτσι τη φράση την έλεγαν αστειευόμενοι ταχτικά οι παλιοί, όταν επρόκειτο γενικά για γεμάτη βούργια!
Μα και από μόνη της η φράση από το γνωστό τετράστιχο :
«Αγάλια αγαλια αγούδουρα, κι έρχεται κι ο χειμώνας», ήταν μια σοφή διδακτική φράση – παροιμία, για όσους δεν είχαν προνοήσει έγκαιρα, το τι θα επακολουθήσει, ή επιφυλάσσει το μέλλον τους, για να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα.
Έλεγαν τη φράση παλιά, για όσους θεωρούσαν τους εαυτούς σπουδαίους, επειδή τύχαινε να έχουν την στήριξη τρίτων, και έτσι ήταν σε θέση να καταπιέζουν τον κοσμάκη!
Κι αυτό, γιατί ο αγούδουρας είναι μεν ελαφρύς και το καλοκαίρι “αγλακά και τρέχει”, κάτσε όμως να φάει στην πλάτη μια γερή νεροποντή του χειμώνα, και να δούμε μετά, κατά ποσο θα τρέχει!
Αυτό, γιατί μάλλον σε λάσπες μέσα θα καταλήξει! Τα ίδια και σαν φάει στην πλάτη του και ένα γερό χιονιά!
Σαν να λέμε δηλαδή, «πίσω έχει η αχλάδα την ουρά»!