Μια λέξη που ακούμε συχνά στην Κρήτη, ιδίως την περίοδο της συλλογής ελαιοκάρπου είναι ο (η) συμ(μ)ισάτορας(συν + ήμισυ)… αυτός με τον οποίο μοιραζόμαστε εξ ημισείας ό,τι παράγει κάποιος αγρός… αυτός που καλλιεργεί ξένο αγρό και λαμβάνει το ήμισυ του εισοδήματος: «O συμμισάτοράς μου στσ’ ελιές μού ‘πεψε τρεις ντενέκες λάδι όλο κι όλο».
* Λέμε και «συμμισακές έδωσα τις ελιές μου!» που σημαίνει ότι δίνω τα χωράφια μου για καλλιέργεια και όλα τα έξοδα -σπόρου, λιπασμάτων και άλλης προσωπικής εργασίας- βαρύνουν το συμμισάτορα. Στο τέλος της παραγωγικής περιόδου, ο ιδιοκτήτης και ο συμμισάτορας μοιράζονται το προϊόν που έχει παραχθεί.
* Παλιότερα, χρησιμοποιούταν ο όρος αυτός για να δηλωθεί εκείνος με τον οποίο συνέπραττε κάποιος που διέθετε ένα μόνο βόδι, προκειμένου να έχει ζεύγος βοδιών για το όργωμα και τις λοιπές γεωργικές εργασίες. Σήμερα, τέτοιου είδους συμπράξεις δεν υπάρχουν, αφού τα βόδια έχουν αντικατασταθεί από μηχανικά μέσα (Μιχάλης Κασσωτάκης).
Πηγή: anatolh.com