Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης*
Μη μου παραπονάστε επειδή πολλές φορές γράφω πράματα που κουράζουνε τα μάθια σας και τα θαρρείτε περισσά.
Δεν το κάνω εξεπίτηδες, μα κάνω το γιατί πιστεύω πως από το σαρανταβότανο τση Κρήτης, ένα βοτάνι άμα λείπει, σαρανταβότανο δε λογάται.
Ειδικά σήμερο, την υπομονή σας γυρεύω, γιατί ‘χω να σασε δηγηθώ μια ιστορία απου δε χωρά σε χαρτί, ακόμη κι αν είναι μεγάλο σαν το χαρτί απου στρώνουνε στσ’ οψιγιάδες των αμπελιών για να απλώσουνε τα αλουσιδιασμένα σταφύλια και να γενούνε σταφίδα.
Πάνε χρόνια τώρα, κατακαλόκαιρο σαν κι εδά ήτανε, που είχα κατεβεί στην Κρήτη από τη Σαλονίκη, για το καθιερωμένο χρονιάρικο ξαναβάφτισμα μου στα χώματα και στα χαράκια απου με γεννήσανε.
Τση πρώτες κι όλας μέρες του ερχομού μου, η πεθυμιά μου οδήγησε τα ζάλα μου στο βασίλειο και στα καλιμέντα του πρωτοξαδέρφου μου βοσκού, του Στρατογιάννη, στση Γκαγκάλες.
Εκειά με περίμενε η ψυχή τση Κρήτης κι εκειά επήγα να τηνε παντήξω.
Ενούς χρόνου αμίλητα είχανε να ειπωθούνε και είχε ντακάρει ο ήλιος να χασμουριέται αποκαμωμένος, όταν εμείς ‘ποτρώγαμε το ρίφι που ‘χε σφάξει, θυσία στο βωμό τσ’ αγάπης, τση φιλιάς και του συγγένιου μας.
Ετότε σας του ‘καμα την ερώτηση.
«Μρε Γιάννη, ίντα γίνεται ο συγγενής μας ο τάδε;»
Εστρουφίξανε τα μάθια του στο άκουσμα του ονόματος.
«Πού στο γέρο διάολο τονε θυμήθηκες;» με αντιρώτηξε, φανερά μανισμένος και εβάλθηκε να ξύνει την κουτάλα του προβάτου με το τσακάκι του, για να τηνε διαβάσει.
«Ετσά μου ‘ρθε, χρόνια και ζαμάνια έχω ν’ ακούσω τη λήτη του» του απάντησα.
Πράμα δε μου ‘πε, μόνο εντάκαρε να σέρνει χώματα με τα στιβάνια του απάνω στη φωθιά που είχε ψήσει το κρέας και που αναμμένη ήτανε ακόμη.
Σαν έσβησε τη φωθιά ήρθε κι έκατσε σιμά μου με την πλάτη στον τράφο, άναψε τσιγάρο, εδάγκασε τα μουστάκια του κι εντάκαρε να μου μιλεί.
«Για κείνο να απου με ρώτηξες, θα σου πω μια ιστορία απου μου ‘χε ‘πωμένη ο κύρης μου, ο μπάρμπας σου ο Στρατογιώργης, Θεός σχωρέστονε».
Σαν αστραπή ήρθε στο νου μου η εικόνα του Στρατογιώργη, του μπάρμπα μου, πρωταδερφού του κύρη μου. Κι όσο εφώτιζε το νου μου η αστραπή, δυό εικόνες επρόκαμα να ξαναζήσω.
Ξανάδα τα μαύρα στιβάνια του μπάρμπα μου σαν τον καθρέφτη γυαλισμένα, παρά την κακοπόδοση τους και ξανάζησα ένα μεσημέρι στο ντουκιάνι τση πλατείας, όπου καθόμασταν αυτός κι εγώ, μικιό κοπελιδάκι ετότε σας.
«Φέρε μρε μια γαζόζα και δυό ποτήρια» είχε προστάξει τον καφετζή.
Έφερε ο άθρωπος τη «μια γαζόζα στα δυό». Ο μπάρμπας μου εφκέρεσε στο ποτήρι του ίσαμε δυο γουλιές γαζόζα και την ποδέλοιπη την εφκέρεσε στο δικό μου ποτήρι. Αδικία, εσκέφτηκα, μα δεν είπα πράμα, γιατί πολύ μου άρεσε η γαζόζα.
Καλός άθρωπος ο Στρατογιώργης κι ας δεν εμίλιε ποτές του. Κι άμα εμίλιε, εκάτεχε ίντα έλεγε.
Για τούτο η αναφορά του γιού του του Στρατογιάννη στο όνομα του, εκέντρισε το ενδιαφέρον μου κι έστησα ολόρθα τα αφτιά μου, σαν του λαγού, για ν’ ακούσω ίντα του ‘λεγε ο αμίλητος κύρης του.
Εντάκαρε ο Στρατογιάννης να μου δηγάται.
«Ήτανε, λέει, ένας ξακουστός ζωγράφος, απου άμα εζωγράφιζε καρπούζες, επηγαίνανε οι κοράκοι και ετσιμπούσανε τη ζωγραφιά, ετόσο να καλός ήτανε. Μια φορά, Στρατομίχαλε, ένας βασιλιάς του παράγγειλε να του ζωγραφίσει σ’ ένα τοίχο το μυστικό δείπνο, με το Χριστό κι όλους τους μαθητάδες του. Του ‘δωσε και πολλούς παράδες και του ‘ταξε πολλούς περσότερους άμα θα τελείωνε την παραγγελιά.
Χρόνια εχρειάστηκε ο ζωγράφος για να ζωγραφίσει τον τοίχο.
Τση πρώτους χρόνους εγύριζε μέρα νύχτα και εξάνοιγε τσ’ αθρώπους στη μούρη, γιατί εγύρευε έναν άθρωπο που στο μυαλό του έπρεπε να μοιάζει του Χριστού, για να τονε πάρει στο αργαστήρι του, να τονε θωρεί και να ζωγραφίσει το Χριστό. Με τα πολλά, εβρήκε έναν άθρωπο, όμορφο και καλοσυνάτο, σαν τσ’ αγγέλους.
Του ‘πε ίντα τον ήθελε, του ‘δωσε και πολλούς παράδες, επήγε ο άθρωπος στο αργαστήρι κι ετσά ο ζωγράφος εζωγράφισε το κόνισμα του Χριστού.
Οι μαθητάδες του Χριστού δεν τον επολυνοιάζανε και τους εζωγράφισε στο άψε σβύσε.
Μόνο στον Ιούδα εσκάλωσε κι εντάκαρε πάλι να γυρίζει τον κόσμο και να ψάχνει να βρει έναν άθρωπο που να ‘μοιαζε του Ιούδα του Ισκαριώτη. Χρόνια έψαχνε, αλλά στο τέλος τονε βρήκε.
Ήτανε ένας μαύροκακομοίρης, κακοποδισμένος σ’ ένα υπόγειο καπηλειό, ολομέθυστος.
Έκατσε σιμά του ο ζωγράφος και του ‘πε ίντα τον ήθελε.
Εδέχτηκε ο μεθυσμένος, ήτανε και πολλοί οι παράδες και επήγε στο αργαστήρι του ζωγράφου.
Τον εξάνοιγε ο ζωγράφος κι ετσά εζωγράφισε και τη μούρη του Ιούδα του προδότη και ετέλεψε τη ζωγραφιά του στον τοίχο.
Σαν ετελείωσε τη δουλειά του και ο μαυροκακομοίρης ο κακοποδομένος. Επήγε και εστάθηκε αλάργο από τον τοίχο και εξάνοιγε το μυστικό δείπνο, δίχως να μιλεί.
Κι εκειά απου εξάνοιγε, έβαλε τα κλάματα κι έκλαιγε σαν το μικιό κοπέλι.
– Γιάντα κλαις, δε σ’ αρέσει όπως σε ζωγράφισα; τονε ρώτηξε ο ζωγράφος.
– Δεν κλαίω για κειονά απου είμαι, μα για κειονά απου ήμουνε, του απάντησε ο άθρωπος κου του ‘δειξε το Χριστό στον τοίχο.
Τονε ξάνοιξε καλά καλά ο ζωγράφος και θυμήθηκε πως τη μούρη του ίδιου αθρώπου εθώριε, πριν χρόνια, όταν εζωγράφιζε το Χριστό.
– Ε, κακομοίρη και πώς επόδοκες έτσι; τονε ρώτηξε.
– Τα λεφτά απου μου ‘δωκες ετότε σας, με ποδόκανε ετσά, του αποκρίθηκε ο κακομοίρης και ετρέχανε τα μάθια του σαν τση βρύσες»
Έτσι ετελείωσε τη δήγηση του ο Στρατογιάννης.
«Εκατάλαβες πράμα, Στρατομίχαλε;» με ρώτηξε.
«Μρε Γιάννη, εγώ για το συγγενή μας τον τάδε σε ρώτηξα» του απάντησα.
«Κι εγώ για ποιό σου μιλούσα ετόση να ώρα;» μου ‘βαλε τση φωνές.
Εντράπηκα.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος, από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς