Γράφει ο Βασίλειος Τουλουμτσής
Τις ημέρες αυτές, με αφορμή τη γενική αναστάτωση γύρω από τον κορονοϊό, προκλήθηκε συζήτηση ανάμεσα στα άλλα και για το αν θα πρέπει η διοίκηση της Εκκλησίας να τοποθετηθεί διαφορετικά ως προς τον τρόπο της μετάδοσης των αχράντων μυστηρίων. Ακούστηκαν διάφορες θέσεις οι οποίες δεν είναι της παρούσης να σχολιαστούν. Ασφαλώς και δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι παίζουν κάποιο ρόλο τα όσα λέγονται και προτείνονται, ιδίως όσα εξ’ αυτών προέρχονται από τον ευρύτερο δημοσιογραφικό και πολιτικό χώρο. Βέβαια, ακόμη και οι φερόμενες ως θεολογικές προτάσεις, είναι γεγονός ότι ανακυκλώνονται σε μια βάση άγονης, εσωτερικής κατανάλωσης, με μηδενικές επιδράσεις ευτυχώς στο εκκλησιαστικό σώμα.
Θα ήθελα να αναφερθώ συγκεκριμένα σε ένα κείμενο που κυκλοφόρησε υπό δύο μορφές και περιέχει σχολιασμό του αγίου Νικοδήμου στον 28ο Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Προφανώς η δεύτερη μορφή του κειμένου αντιγράφει άκριτα τα συμπεράσματα της πρώτης. Γενικότερα δεν θα πρέπει τα κείμενα να μελετώνται έξω από την ιστορική τους συνάφεια και το πνεύμα των κανόνων, διότι υπάρχει σαφής κίνδυνος παρερμηνείας. Εκτιμώ ότι η αποκοπή του σχολίου από τη συνάφεια του ερμηνευόμενου κανόνα καταλήγει σε προφανή παρερμηνεία του γράμματος και του πνεύματος του αγίου Νικοδήμου. Πιο συγκεκριμένα, στο κείμενο που κυκλοφόρησε πρωτογενώς, υπάρχει το συμπέρασμα του συντάκτη, ότι ο άγιος Νικόδημος προτρέπει τους ιερείς και τους Αρχιερείς να μεταλαμβάνουν τους ασθενείς που έπασχαν από πανώλη, από ξεχωριστό άγιο ποτήριο. Το σκεύος αυτό, μετά τη χρήση του συν τη λαβίδα, πρέπει να πλένεται με ξύδι, το οποίο εν συνεχεία θα ρίχνεται στο χωνευτήρι του ναού. Οπότε με το δεδομένο αυτό και μάλιστα ερανισμένο από την εκκλησιαστική παράδοση, υποστηρίζεται με υποβόσκοντα τρόπο, η δυνατότητα μετάδοσης ιών μέσω της θείας κοινωνίας, πράγμα το οποίο έκανε τον άγιο Νικόδημο να επικαιροποιήσει τη λειτουργική πρακτική και να προτείνει απολυμαντικά μέτρα υγιεινής των ιερών σκευών. «Με άλλα λόγια οι ασθενείς από πανώλη δεν κοινωνούν από το κοινό άγιο ποτήριο, αλλά σε ξέχωρο σκεύος, στο οποίο δεν γίνεται κατάλυση από τον ιερέα και απλώς πλένεται με ξύδι. Άραγε γιατί αυτή η πρακτική; Δεν είναι προληπτική και αποτρεπτική;» (sic). Αυτό είναι το συμπέρασμα της συγκεκριμένης ανάγνωσης του αποκομμένου σχολίου. Θα ήθελα ως εκ τούτου να παρουσιάσω μία άλλη οπτική μέσα στη συνάφεια των σχετικών κανόνων.
Ο κη΄ κανόνας της Πενθέκτης έρχεται να επαναλάβει το περιεχόμενο των γ΄ και δ΄ αποστολικών κανόνων. Οι κανόνες αυτοί αναφέρονται στην απαγόρευση της προσκομιδής διαφορετικών υλικών και καρπών για την τέλεση της αναίμακτης θείας ευχαριστίας πέραν των διατεταγμένων. «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, παρὰ τὴν τοῦ Κυρίου διάταξιν τὴν ἐπὶ τῇ θυσίᾳ, προσενέγκῃ ἕτερά τινα ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον, ἢ μέλι, ἢ γάλα, ἢ ἀντὶ οἴνου σίκερα ἐπιτηδευτά, ἢ ὄρνεις ἢ ζῶά τινα, ἢ ὄσπρια, παρὰ τὴν διάταξιν, καθαιρείσθω· πλὴν νέων χίδρων, ἢ σταφυλῆς, τῷ καιρῷ τῷ δέοντι. Μὴ ἐξὸν δὲ ἔστω προσάγεσθαί τι ἕτερον πρὸς τὸ θυσιαστήριον, ἢ ἔλαιον εἰς τὴν λυχνίαν, καὶ θυμίαμα τῷ καιρῷ τῆς ἁγίας προσφορᾶς» (γ΄ αποστολικός). Όλα τα υπόλοιπα, είτε αυτά αποτελούν τις απαρχές των καρπών, είτε προσφέρονται ως δώρα, θα μένουν εκτός του ιερού θυσιαστηρίου και εκεί θα ευλογούνται.
Στο ίδιο πνεύμα έρχεται ο κη΄ της Πενθέκτης, να επαναλάβει την ίδια απαγόρευση για γενόμενη πρακτική κατά την οποία «επρόσφεραν μερικοί επάνω εις την αγίαν τράπεζαν σταφύλια, τα οποία ενόνοντες οι ιερείς με τα άχραντα μυστήρια, εμετάδιδαν και τα δύω ομού εις τον λαόν, δια τούτο προστάζει ο παρών Κανών, από του νυν και εις το εξής να μη κάμνη τούτο κανένας ιερεύς, αλλά την μεν αγίαν Κοινωνίαν να μεταδίδη μονάχην εις τους αξίους, δια ζωοποίησιν και άφεσιν των αμαρτιών τους, τα δε σταφύλια, ως πρωτοφανήσιμα να ευλογή με ευχήν ξεχωριστήν και να τα μεταδίδη μέσα εις τον λαόν προς ευχαριστίαν του Θεού, όπου δίδει τους τοιούτους καρπούς, διά μέσου των οποίων τρέφονται και αυξάνουν τα σώματά μας».
Ο άγιος Νικόδημος ερμηνεύει τον εν λόγω κανόνα και πέραν της ερμηνείας, θέλοντας να αναφερθεί διορθωτικά σε σύγχρονή του λανθασμένη λειτουργική πρακτική, αξιοποιεί αυτή την αφορμή και παραθέτει το εξής σχόλιο: «Όθεν και Ιερείς και Αρχιερείς πρέπει εν καιρώ πανώλης να μεταχειρίζονται τρόπον εις το να μεταλαμβάνουν τους ασθενούντας, ός τις να μη παραβαίνει τον Κανόνα τούτον, ουχί βάλλοντες μέσα εις σταφίδα τον άγιον Άρτον, αλλά είς τι αγγείον ιερόν, και εκείθεν να τον λαμβάνουν, ή οι μόρται, ή οι ασθενείς, δια λαβίδος. Το δε αγγείον συν τη λαβίδι να βάνεται εις ξύδι, και το οξύδι να ρίπτηται εις το χωνευτήριον, ή με όποιον άλλον τρόπον δυνηθώσιν ασφαλέστερον και κανονικόν». Καταρχάς να ξεκαθαριστεί ότι ο σχολιασμός του αγίου Νικοδήμου αναφέρεται στην έκτακτη μετάληψη ασθενών η οποία λαμβάνει χώρα όχι στο πλαίσιο της θείας λειτουργίας εντός του ναού, αλλά εκτός αυτού και σε απρογραμμάτιστες χρονικές στιγμές, στις γνωστές περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο ιερέας λαμβάνει εκ του αρτοφορίου τμήμα από τον αποξηραμένο προηγιασμένο άρτο της Μ. Πέμπτης και τον μεταφέρει στους κλινήρεις ή εν γένει αδύναμους να προσέλθουν στην κοινή θεία ευχαριστία. Κατά συνέπεια, σε κάθε περίπτωση είναι άστοχη η χρησιμοποίηση του συγκεκριμένου σχολίου προκειμένου να υποστηριχθεί η λήψη μέτρων για τη μη εξάπλωση μεταδιδόμενων νοσημάτων μέσω της θείας κοινωνίας, τελουμένης της θείας ευχαριστίας. Ο άγιος Νικόδημος προφανώς έχει στο μυαλό του ιερωμένους οι οποίοι ένεκα ολιγοπιστίας, δεν κοινωνούσαν τους ασθενείς της πανώλης κατά τον συνήθη τρόπο, αλλά αφού μετέβαιναν στις οικίες τους ή σε ιατρικούς χώρους όπου ήταν απομονωμένοι, τοποθετούσαν τον προηγιασμένο άρτο (Σώμα και Αίμα Χριστού) εντός σταφίδας, την οποία και έδιδαν στους ασθενείς, προκειμένου να αποφύγουν την οποιαδήποτε επαφή μεταξύ αυτών και των ιερών σκευών. Σε αυτούς λοιπόν τους ιερείς και αρχιερείς οι οποίοι ανεμείγνυαν και άλλα υλικά στη θεία κοινωνία (σταφίδα εν προκειμένω), κατά παράβαση των όσων όριζαν οι ανωτέρω κανόνες, προτρέπει να μεταλαμβάνουν τους ασθενείς αποκλειστικά και μόνο με τον συνήθη τρόπο δια της λαβίδας, οικονομώντας την ολιγοπιστία τους, με το να πλένουν έπειτα οι ίδιοι τα εν λόγω ιερά σκεύη με ξύδι, ώστε να καταπραΰνεται ο γενόμενος λογισμός τους. Αν ο άγιος Νικόδημος είχε μικροβιοφοβικές τάσεις, παρόμοιες με κάποιους συγχρόνους μας σχετικά με το άγιο ποτήριο, είναι βέβαιο ότι την τακτική της απολύμανσης θα την γενίκευε και δεν θα την συγκεκριμενοποιούσε στους ολιγόπιστους ιερείς που χρησιμοποιούσαν σταφίδα. Μάλιστα θα περιελάμβανε εκτενή ανάλυση και δεν θα περιοριζόταν σε ένα ολιγόστιχο σχόλιο. Οπότε γίνεται κατανοητό, ότι το κέντρο βάρους των όσων αναφέρει ο άγιος Νικόδημος δεν είναι η μετάδοση των μυστηρίων από ξεχωριστό ποτήριο και η μετέπειτα απολύμανσή τους όπως λανθασμένα σχολιάστηκε, αλλά η μη ανάμιξη πρόσθετων καρπών ή άλλων υλικών με τη θεία κοινωνία. Είναι σαφές ότι επιχειρεί να τονίσει τη μετάληψη των ασθενών με τον καθιερωμένο τρόπο προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι αυτοσχεδιαζόμενες, αντικανονικές πρακτικές κάποιων συγκεκριμένων ιερέων. Προς τούτο συμμαρτυρεί και η ακροτελεύτια πρόταση «ή με όποιον άλλον τρόπον δυνηθώσιν ασφαλέστερον και κανονικόν». Υπενθυμίζει δηλαδή στους ολιγογράμματους και ολιγόπιστους λειτουργούς, το πλαίσιο της κανονικότητας. Ο άγιος Νικόδημος όντας εμβριθής γνώστης και συστηματικός μελετητής και ερμηνευτής των ιερών κανόνων, γνωρίζει άριστα το κανονικό πλαίσιο της τέλεσης και μετάδοσης των μυστηρίων, πράγμα το οποίο επιδιώκει να μεταδώσει με τα σχόλιά του, συνδέοντάς το με τη σύγχρονή του πραγματικότητα και τις γενόμενες πρακτικές.
Συμπερασματικά, επ’ ουδενί λόγο ο άγιος Νικόδημος διακατέχεται από αμφιβολίες και φοβίες σχετικά με ενδεχόμενη μετάδοση ασθενειών μέσω της θείας κοινωνίας. Η παράδοση της Εκκλησίας της οποίας γνήσιος φορέας είναι εν προκειμένω το καύχημα του αγιορείτικου μοναχισμού, επιβεβαιώνει την αντίθετη θέση. Μάλιστα, ακόμη και στη σύγχρονη πρακτική των ιερέων, η οποιαδήποτε πλύση των ιερών σκευών μετά τη θεία κοινωνία εκφράζει αποκλειστικά το χαρακτήρα της ευσέβειας, ώστε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να έχει απομείνει έστω και ελάχιστο τμήμα των αχράντων μυστηρίων, και κανένας λόγος δεν έγινε ποτέ στη βάση της πιθανότητας μετάδοσης ασθενειών. Όλα τα ανωτέρω, επιχειρούν απλώς την αποκατάσταση της αλήθειας μέσω της συστηματικής και όχι επιφανειακής προσέγγισης της κειμενικής μας παράδοσης.