Οι άνθρωποι που ζούσαν στα χωριά, τα παλιά χρόνια, δεν είχαν τη δυνατότητα να μετακινηθούν από τόπο σε τόπο. Δεν υπήρχαν ούτε οι κατάλληλοι δρόμοι, αλλά ούτε και συγκοινωνιακά μέσα. Έτσι η μετακίνησή τους γινόταν με κάρο ή ζώο, αν φυσικά διέθεταν. Σπάνια
θα πήγαιναν και στο παζάρι, αφού ο χρόνος που απέμενε στις νοικοκυρές ήταν πολύ ελάχιστος.
Η εξυπηρέτησή τους σε ρουχισμό και άλλα παρόμοια γινόταν από τους γυρολόγους ή πραματευτές, που ήταν πλανόδιοι έμποροι που γύριζαν όλα τα χωριά. Ξεκινούσαν από τα χαράματα με το κάρο τους φορτωμένο με ό,τι μπορούσε κανείς να φανταστεί: υφάσματα με τον πήχη, πουκάμισα, κάλτσες, κουβαρίστρες, τσατσάρες, κουμπιά, βαφές, εσώρουχα, λάστιχο και πολλά ακόμα.
Η πληρωμή τους γινόταν συνήθως σε είδος. Πού να βρουν χρήματα οι άνθρωποι; Τους έδιναν σιτάρι, καλαμπόκι, φασόλια, αλεύρι ή ό,τι είχε ο καθένας. Έστηνε ο γυρολόγος το καντάρι και ζύγιζε. Τα έβαζε έπειτα σε τσουβάλια, το κάθε είδος χωριστά και τα έδινε στη νοικοκυρά. Και αν ήταν και περίοδος που δεν είχαν και γεννήματα τότε έβγαζε το τεφτέρι του και έγραφε τα βερεσέδια…
Πηγή: Τα όμορφα χωριά της Ελλάδας