Πετροκεφάλι, Νοέμβριος 1957: Γάμος της Μαρίας Τσικνάκη και του Κωστή Παπαδογιαννάκη. Οι γυναίκες του χωριού, στην αυλή του πατρικού της νύφης, τραγουδούν μαντινάδες, με τη συνοδεία μουσικής. Λυράρης, ο Γιώργης Τσικνάκης, αδελφός της νύφης.
Γράφει ο Κώστας Γ. Τσικνάκης*
Ξαπλωμένος κάτω από το μεγάλο αρμυρίκι, στην παραλία του Κομμού, κοντά στο γερμανικό πολυβολείο, ακούς βήματα.
Τον βλέπεις να κατηφορίζει αργά από το μονοπάτι του Αγίου Παντελεήμονα.
Ερημιά τριγύρω… Μόνο τα τζιτζίκια ακούγονται.
Σηκώνεσαι να τον καλοδεχτείς.
Δείχνει περιποιημένος. Το μουστάκι του, όπως πάντα, κομμένο στην εντέλεια. Φορά τα αγαπημένα του ρούχα. Μαύρο παντελόνι και άσπρο πουκάμισο. Η πέτσινη ζώνη σφιχτά δεμένη στη μέση του. Τα παπούτσια του, παρά τη σκόνη που αρχίζει να τα καλύπτει, είναι καλογυαλισμένα.
Του προτείνεις το χέρι και ανταποκρίνεται. Φαίνεται σοβαρός. «Δεν έχει αλλάξει και πολύ», σκέφτεσαι.
Στην αρχή της συνάντησης επικρατεί αμηχανία. Ύστερα, αρχίζει να κυριαρχεί η συγκίνηση. Αυτό είναι αναμενόμενο.
Το πρώτο πράγμα που σε ρωτά είναι αν προσέχεις τη μάνα σου και την αδελφή σου. Ύστερα, αν σπούδασες και αν απόκτησες οικογένεια. Η γυναίκα σου από πού κατάγεται. Πόσα παιδιά έχεις και την ηλικία τους.
Παρακολουθεί τις απαντήσεις σου. Νιώθεις, όπως και τότε, ότι δεν μπορείς να του ξεφύγεις.
Χαίρεται μόλις του λες ότι ο γιος σου έχει το όνομά του. Σφουγγίζει με την παλάμη τα υγρά του μάτια.
Καταλαβαίνεις, από τη στάση του σώματός του, ότι αρχίζει να κουράζεται.
Λίγο μετά, καθισμένοι γύρω από ένα μικρό τραπέζι, που φέρνεις μέσα από την καλύβα, ξεκινάτε τη συζήτηση, από το σημείο που την είχατε αφήσει, εκείνο το μεσημέρι του Νοεμβρίου, που σ’ έχει σημαδέψει.
Οι ερωτήσεις του, είναι καταιγιστικές. Περιμένει με αγωνία να μάθει, μέσα σε λίγη ώρα, αρκετά πράγματα.
Φροντίζεις το σπίτι ή το έχεις αφήσει να ρημάξει; Μπαίνει ακόμα νερό, όταν βρέχει τον χειμώνα, από τη βορειοανατολική γωνία; Μήπως έσπασε ξανά το κεραμίδι και χρειάζεται να το αλλάξεις; Καθαρίζεις κάθε φθινόπωρο τα πιθάρια του λαδιού της κουζίνας; Τα μικρά βιβλία, τα δεμένα με την κόκκινη κλωστή, είναι καλά κρυμμένα στο βάθος της κασέλας; Η κληματαριά, στη βορειοανατολική αυλή, συνεχίζει να βγάζει μυρωδάτα σταφύλια; Η γερμένη βερικοκιά, στον κήπο, δημιουργεί ακόμη απολαυστικό ίσκιο τα μεσημέρια του καλοκαιριού; Οι πορτοκαλιές και οι μανταρινιές του περιβολιού, πίσω από το νεκροταφείο, εξακολουθούν να είναι παραγωγικές; Ποτίζονται με άφθονο νερό ή χρειάζεται να ανοίξεις κι άλλο τα αυλάκια; Όταν είναι ανθισμένα τα δέντρα την άνοιξη πλημμυρίζει με υπέροχες ευωδιές ο κάμπος; Οι ελιές, χαμηλά στον λόφο της «Κουρνιανής», δίπλα στον Άγιο Χαράλαμπο, αναπτύχθηκαν; Μήπως έφθασε ο καιρός να τις κεντρώσεις; Το αμπέλι, στο «Κολυμπητό», σε τι κατάσταση βρίσκεται; Θέλει ξερίζωμα; Επισκεύασες το σπασμένο δοξάρι του βιολιού ή αγόρασες καινούργιο; Καθαρίζεις τακτικά με λάδι τα σύνεργα από το πεταλωτήριο ώστε να μη σκουριάσουν;
Στη συνέχεια, η συζήτηση περνά στα γνώριμά του μέρη της Δυτικής Μεσαράς. Αρχίζει να ρωτά για ζητήματα, που ήξερες ότι πάντοτε τον συγκινούσαν.
Πλημμυρίζει τον χειμώνα ο Γεροπόταμος; Γεμίζει, κάθε Φεβρουάριο, ο τόπος με μανουσάκια; Υπάρχουν πολλοί καβροί και χέλια στα κανάλια; Η «Γριά Σαΐτα» έχει άφθονο νερό; Περνάς εύκολα από την τσιμεντένια γέφυρα για να πας στην Παναγία την Καλυβιανή; Πώς πάνε τα πράγματα στο χωριό; Είναι οι άνθρωποί του, το ίδιο καλόψυχοι, όπως τους ήξερε; Πεταλώνουν ακόμη τα ζώα για τις μετακινήσεις τους ή στράφηκαν στα αυτοκίνητα; Στη γιορτή του Αγίου Πνεύματος μαζεύεται πολύς κόσμος στην εκκλησία; Συνεχίζονται τα ολονύκτια γλέντια στην πλατεία και οι καντάδες στα στενά; Τον θυμούνται ακόμα ή τον λησμόνησαν; Ποιος παίζει τώρα λύρα; Τα παίξιμό του είναι καλό; Συγκινούνται από το άκουσμα του οργάνου οι χωριανές και οι χωριανοί; Οι γυναίκες του χωριού παραμένουν το ίδιο όμορφες;
Τον καθησυχάσεις, λέγοντάς του ότι όλα τα ζητήματα του σπιτιού έχουν τακτοποιηθεί με τον καλύτερο τρόπο και ότι η καθημερινή ζωή στο χωριό και στη γύρω περιοχή εξελίσσεται ομαλά. Γνωρίζεις, κατά βάθος, ότι δεν είναι όλα ρόδινα αλλά δεν επιθυμείς να τον στενοχωρήσεις.
Βλέπεις ότι ανακουφίζεται. Από την τσέπη του βγάζει με τρεμάμενο χέρι το άσπρο μαντίλι του και σκουπίζει τον ιδρώτα του. Χαμογελά ευτυχισμένος.
Στρέφει αλλού το πρόσωπό του για να μη προσέξεις ένα δάκρυ που αργοκυλά στο μάγουλό του.
Σηκώνεσαι, το σκουπίζεις με τα δάχτυλά σου και τον φιλάς τρυφερά. Μετά, τον αγκαλιάζεις με στοργή. Του ισιώνεις τα μαλλιά του, που τα ανασήκωσε ο ξαφνικός αγέρας που φύσηξε από τη θάλασσα.
Όπως τον κρατάς σφιχτά στην αγκαλιά σου νιώθεις ότι του έλειψε τόσο καιρό η ζεστασιά.
Ανοίγεις τη βούργια και βγάζεις κρίθινο παξιμάδι και κατσοχοίρι. Τα παίρνει πρόθυμα. Μασουλάτε αργά, κοιτάζοντας αμίλητοι τη θάλασσα.
Απλώνει αργά το χέρι στον ώμο σου και σου χαϊδεύει τα μαλλιά σου. Με το άλλο χέρι του, σου δείχνει τα κύματα, στο βάθος, που πολιορκούν την «Παπαδόπλακα».
Χαμογελάς από ευτυχία.
Παίρνεις από τη ρίζα του αρμυρικιού ένα μπουκάλι κρασί, και γεμίζεις δύο ποτήρια για να πιείτε.
Αποφεύγει να πάρει το ποτήρι του και σου κάνει εντύπωση.
Η εικόνα θαμπώνει και τελικά χάνεται…
Ξυπνάς, λουσμένος στον ιδρώτα.
Μόλις έχει αρχίσει να χαράζει.
Σαράντα εννιά χρόνια κοντεύουν να συμπληρωθούν, συλλογίζεσαι.
Μισός, σχεδόν, αιώνας…
* Ο Κώστας Γ. Τσικνάκης είναι Φιλόλογος και Ιστορικός από το Πετροκεφάλι της Μεσαράς και εργάζεται στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ)