Γράφει ο Αντώνης Κουκλινός
Παλιός λυράρης από το Τσιφούτ Καστέλι, με καταγωγή από το χωργιό μου, τη Γληγοργιά.
Το ογδόντα τέσσερα που ήρθα στο Ασήμι, ήτονε από τσι πρώτους οργανοπαίχτες απου εγνώρισα και λόγω τση καταγωγής μας εσμίγαμε τάχτικά.
Οντε θελα κατεβάσει το γέρο Κασσώτη να το νε κουρέψει στο Ασήμι, ερχότανε στο μαγαζί μου, να με ιδεί.
Ο συγχωρεμένος δε ν’ ήφεγγε καλά, μα ήθελε σαφή νά ‘ρχεται για να με ρωτά για το χωργιό μας και τσι παλιούς χωργιανούς.
Εβάστα ένα μαντηλάκι σαφή στα χέργια ντου, για να σκουπίζει απο τα μάθια ντου το δάκρυ.
Όπχιο και να ρωτήξεις απου τσι γνώριζε, θα σου πει τη καλή κουβέντα γιατί ήτονε το νάμι ντος ένα που λένε και τω ν’ ιδιονώ.
Ο Μανώλης έπαιζε καλή λύρα και είχαμε παίξει σε πολλά γλέντια μαζί.
Είχενε ένα κουρσάκι (ζάσταβα) και πηγαίναμε στα γλέντια.
Μνιά βολά επήγαμε να παίξωμε σε μνιά ταβέρνα στο Ηράκλειο, απου εβάφτιζε ένας ανιψός του το κοπέλι ντου.
Ωραίο γλέντι και καλή παρέα, εγλεντίζανε σάμε τσι τρείς τα ξημερώματα.
Ήρθενε η γ’ ώρα να φορτώσομε τα κλαπατσίμπανα και να μολάρομε για το χωργιό.
Στη φεύγα μα σε δώκανε σε μνιά τσάντα κρέας οφτό, με ένα μπουκάλι κρασί και πλαστικά ποτήργια, ανε θέμε να πχιούμενε κιαμνιά στο δρόμο.
Μπαίνομε στο ζάσταβα και μολέρνομε τα ίσα κάτω.
Οντε κοντοφτάναμε οθε ντα Πεζά, μα σε κάνουνε σινιάλο με το φακό η αστυνομία.
Εκοκάλωσε ο Μανώλης απ το φόβο ντου και μου κάνει…
-Ωωωωωω επατήσαμέ ντηνε…!!!!
-Γιάντα του κανω..;
-Δε ν’ έχω δίπλωμα Κουκλινέ… κ’ εδά..;
-Δε ν’ έχεις δίπλωμα..; δε ντο πιστεύγω μπρέ Μανώλη πλάκα μου κάνεις…; Και πως κυκλοφορείς…;
-Ντα δε πάω ποθές Ασήμι – Καστέλι πάω κ’ απ τα χωράφχια, εδά έτυχε να μπω τη χώρα για τη βάφτιση.
Ήτρεμε ο Μανώλης όσο εκοντοσημώναμε στο μπλόκο.
Ένας αστυνομικός έρχεται από τη δική μου μπάντα με το φακό αναμμένο να με νταλώνει και μου φωνιάζει να κατεβασω το τζάμι.
-Γεία σας παιδιά του κάνω και κατεβάζω το τζάμι.
Έρχεται άλλος ένας από τη μπάντα του οδηγού κ’ αυτός με το φακό να μα σε νταλώνει και λέει του Μανώλη να κατεβάσει το τζάμι.
Ο Μανώλης από το φόβο ντου έτρεμε και τού ‘φευγε το χερούλι από τα χέργια δυό τρείς φορές, σάμε να κατεβάσει το τζάμι.
Εσήμωσε ο αστυνομικός τη κεφαλή ντου στο παράθυρο και μου κάνει…!
-Κουκλινέ εσύ σαι μρέ; ίντα γίνεται από γλέντι έρχεστε..;
Παρόλο που δε φέγγω να ιδω πχιός μου μιλεί γιατί με νταλωνει ο φακός, του λέω…!
-Ναι από γλέντι ερχόμαστε κι είμαστονε και καλά οργανωμένοι, φωνιάξετε και τ’ άλλα κοπέλια να κεράσω.
Πέντε νομάτοι ήτονε και βγάνω τη τζάντα το οφτό και το μπουκάλι το κρασί με τα ποτήργια.
-Ζεστό είναι ακόμη το κριάς και το κρασί καλό, χαλάλι σας να πχείτε μνιά να περάσει η βάρδια πλιά καλά.
Εσήμωσε εκειοσάς που με γνώριζε και πήρε το μεζέ με το κρασί.
-Νασαι καλά Κουκλινέ κ’ οντε θα σε πετύχω σε γλέντι, θα κεράσω και του λόγου μου, μόνο φύγετε αμέτε στο καλό.
Ο Μανώλης δεν επίστευγε στα ‘φθιά ντου…!
Βάνει μπροστά και φεύγομε και πλια πέρα μου κάνει…!!!!
-Ωωωω ανάλεμάτο κ’ έπαε σε γνωρίζουνε..; ίντα τύχη είχα σήμερο και τη γλύτωσα…!!!!
-Μανώλη να πας και να συχωράς απου δε σε γράψανε, μα εδά θα πας να βγάλεις το δίπλωμμα να μη ν’ εχεις πρόβλημα.
-Κιααααα σα δε πάω εδά στα γεραθιά να κάμω ετσά δουλειά… ανε μου ξανατύχει θα πάρω το Γιώργη να με πάει στη χώρα…!
Οδήγανε και φτάνομε στο χωργιό, ξεφορτώνω τα μεγάφωνα στο μαγαζί και φεύγοντας μου κάνει…
-Κουκλινέ ανε μου ξανα τύχει να μπω τη χώρα, ανάλεμάτο και δε σε πάρω, εσένα σε γνωρίζουνε και θα τη σκαπουλάρω…!!!!
Εγέλα με τη ψυχή ντου… με καληνύχτισε και μπήκενε στο αμάξι, να γιαγύρει στο Τσιφούτ Καστέλι.
Και είμαι σίγουρος πως θ ν’ ήκαμε τση κεράς του τη ν’ ιστορία και θα γελούσανε παρέα.
Εδά συχωρεμένοι και οι δυό, ο Θεός να τους αναπαύσει.
Υ.Γ.: Η φωτογραφία είναι από το γλέντι που σας έκαμα την ιστορία.