Ο Όσιος Μαρτίνος έζησε τον 4ο αιώνα μ.Χ. και καταγόταν από τη Σαβωρία της Παννονίας. Από νεαρή ηλικία είχε αρχίσει την κατήχηση στο λόγο του Κυρίου. Στα 15 χρόνια του κατατάχθηκε στο στρατό, όπου υπηρέτησε τους βασιλιάδες Κωνσταντίνο και Ιουλιανό.
Όταν βρέθηκε με το στράτευμα στην Αμιένη, συνάντησε έναν ζητιάνο ο οποίος του ζήτησε ελεημοσύνη. Ο Άγιος έχοντας μόνο τη στολή του και τα όπλα του, έβγαλε τον μανδύα του και του τον έδωσε για να ζεσταθεί. την επόμενη νύχτα εμφανίστηκε ο Κύριος στον ύπνο του και του είπε δείχνοντάς του τον μανδύα του «Μαρτίνε, αν και κατηχούμενος ακόμη, με ζέστανες δίνοντας στον επαίτη τον μανδύα σου».
Όταν βαπτίστηκε ο Μαρτίνος πήγε στον Άγιο Ιλάριο, επίσκοπο της Ποατιέρ της Γαλλίας. Αφού απέκτησε την κατάλληλη παιδεία, έγινε κληρικός και στη συνέχεια επίσκοπος στην Τούρ. Διακρίθηκε για τον Άγιο βίο του και τις σπουδαίες υπηρεσίες που πρόσφερε στο ποίμνιό του. Φρόντισε για την κατήχηση των γύρω ανθρώπων. Ήταν πολύ αγαπητός γι’ αυτό και είχε ογδόντα μαθητές, τους οποίους χρησιμοποιούσε στα έργα του και στην διδασκαλία του.
Αρρώστησε στο χωριό Κάνδην, όπου και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο σε ηλικία 81 ετών.
Άλλη συναξαριστική πηγή όμως, έχει διαφορετικό το βιογραφικό του σημείωμα. Αναφέρει ότι ήταν κόμης και στρατηγός επί βασιλείας Τραϊανού (98 – 117 μ.Χ.). Απαρνήθηκε τα αξιώματα και την κοσμική δόξα και έγινε μοναχός. Για επτά ολόκληρα χρόνια ασκήθηκε στη μοναχική ζωή και στην ανάγνωση των Αγίων Γραφών. Για την καθαρότητα της ζωής του και τις μεγάλες του αρετές, εκλέχτηκε επίσκοπος της πόλης Κωνσταντίνος της Γαλλίας. Εκεί, αφού έζησε σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου πέθανε ειρηνικά σαν θαυματουργός.