Καθηγητοῦ Ἀντωνίου Μάρκου
Ἀντί Προλόγου
Ἦταν βράδυ. Δίπλα στό φτωχικό ἐκκλησάκι τῆς ἁγ. Ἄννας, στό ἀκόμη φτωχότερο κελλί του, ὁ ἀσκητής Γεννάδιος δίδασκε ἁπλᾶ καί χαριτωμένα τούς ἐπισκέπτες του: Τόν Μοναχό Θεοδόσιο (Δαμβακεράκη) ἀπό τό κοντινό Ἡσυχαστήριο τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου, ἕνα κατά σάρκα ἀδελφό του, κάποιους ἄλλους, τούς ὁποίους καί φιλοξένησε. Τήν νύκτα, «μέ τόν πρῶτο ὕπνο», ἀκούστηκαν ποδοβολητά καί μία φωνή – ἤρεμη στήν ἀρχή, ἄγρια στή συνέχεια – ἀκούστηκε νά τόν καλεῖ μέ τό ὄνομά του.
«Ποίοι εἶστε; – ρώτησε ὁ Γέροντας – τί θέλετε; Νά φύγετε».
Ἀκολούθησε σιωπή. Τό πρωϊ, μετά τήν Ἀκολουθία, ταπεινά ἐπιβεβαίωσε στούς ἐπισκέπτες του ὅσα εἶχαν ἀκούσει καί πρόσθεσε: «Εὐτυχῶς πού δέν μιλήσατε ἐσεῖς οἱ κοσμικοί, γιατί ὑπῆρχε περίπτωση νά ἔπαιρναν τήν φωνή σας. Ἐμᾶς τῶν Μοναχῶν δέν μποροῦν».Ἐπρόκειτο γιά μία «ἐπίσκεψη» πονηρῶν πνευμάτων.
Ἄλλοτε ἐμφανίσθηκε ὁ ἀντικείμενος στόν Γέροντα μέ ἀνθρώπινη μορφή.
«Πάτερ Γεννάδιε – τόν ρώτησε – γιατί κάθεσε καί μέ πολεμᾶς;»
«Γιατί, τί κακό σοῦ κάνω;» εἶπε ὁ Γέροντας.
«Νά διδάσκεις τούς ἀνθρώπους. Μή διδάσκεις».
«Μά οἱ ἄνθρωποι – εἶπε ὁ π. Γεννάδιος – διψοῦνε ἀπό διδασκαλία καί θέλουν νά ἀκοῦνε».
«Μή διδάσκεις – συνέχισε ὁ «ἐπισκέπτης» – ἐσύ εἶσαι ἀγράμματος. Ἐσύ δέν ξέρεις. Ἄς ἀκοῦνε τούς Δεσποτάδες, τούς παπάδες καί τούς θεολόγους. Ἐσύ νά μήν τούς λέγεις τίποτα».
«Μά θέλουν νά ἀκοῦν καί μένα – ὁμολόγησε ὁ Ἀσκητής – γιατί οἱ ἄνθρωποι διψοῦν νά ἀκούσουν διδασκαλία γιά τήν σωτηρία τους καί ἔχω εὐθύνη. Ὅποιος γνωρίζει τήν ἀλήθεια καί δέν τήν λέγει, κρύβει τόν Χριστό».
Στό ἄκουσμα τοῦ Παναγίου Ὀνόματος τοῦ Κυρίου, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου «πᾶν γόνυ κάμψη ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων καί πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται» (Φιλ. 2, 10 – 11), ὁ πονηρός ἐξαφανίσθηκε. Τόν «ζεμάτισε» θά πεῖ ἀργότερα ὁ Γέροντας χαμογελώντας ἀθῶα.
Ποιός ἦταν ὁ Γέροντας
Ὁ ὁποῖος εἶχε τέτοιες ἐμπειρίες πάλης μέ τόν ἐχθρό τῆς ἀνθρώπινης σωτηρίας;
Ὁ ὁποῖος μέ τρόπο ὑπερφυσικό, μυστικό, ἐξώκοσμο καί ὑπερκόσμιο, χωρίς νά κάνει χρήση ἀνθρωπίνου μεταφορικοῦ μέσου, βρέθηκε στό τραγικό ἀτύχημα στή Γεωργιούπολη Χανίων (1972, κατά τό ὁποῖο πνίγηκαν 21 μαθήτριες), ὅπως καί στή μακρυνή Ἀμερική, στό Ἐμφύλιο Πόλεμο στό Λίβανο καί στήν Ἰρακινο – Περσική σύρραξη;
Ὁ ὁποῖος σάν ὁ κοινοβιάτης μοναχός τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ, ἔπλευσε στή θάλασσα πάνω στό ράσο του (ἄλλος ὅσ. Ἰωάννης ὁ Ἐρημίτης ἤ ὅσ. Λαυρέντιος τῶν Μεγάρων);
Ὁ ὁποῖος – τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν – σάν ἄλλος Ἀπόστολος Παῦλος, «ἡρπάγη εἰς τόν παράδεισον καί ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β’ Κορ. 12, 4) καί σάν ἄλλος Εὐαγγελιστής Ἰωάννης εἶδε τήν λίμνη «τήν καιομένη ἐν πυρί καί θείῳ» (Ἀποκ. 21, 8);
Πρόκειται γιά ἕνα πολύτιμο πνευματικό κεφάλαιο τῆς Ὀρθοδοξίας, πού ἁγίασε καί ἀναδείχθηκε στά ὅρια τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης. Γιά ἕνα νεοφανῆ Ὅσιο Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος διακόνησε τόν λαό τοῦ Θεοῦ μέ τά Ἁγιοπνευματικά χαρίσματα τῆς προοράσεως, τῆς διοράσεως καί τῆς προφητείας καί τό ἐμπράγματο κήρυγμα τῆς μετανοίας καί ἐπιστροφῆς.
Στίς σελίδες πού ἀκολουθοῦν, τίς μυρωμένες μέ τό ἄρωμα τῆς ἁγιότητος, περιγράφεται ὁ μακάριος π. Γεννάδιος, μέ βάση τίς πολύτιμες γι’ αὐτόν σημειώσεις τοῦ Στυλιανοῦ Παπαδογιαννάκη, Θεολόγου Καθηγητοῦ στό Ρέθυμνο, καθώς καί τίς μαρτυρίες ἄλλων ἀξιοπίστων προσώπων. «Ὁ ἐωρακώς μεμαρτύρηκε» (Ἰω. 19, 35) καί ἐμεῖς λαμβάνουμε τήν μαρτυρία του καί ταπεινά τήν καταθέτουμε ἐνώπιον τῆς Ἐκκλησίας πρός «δόξαν Θεοῦ» (Ἰω. 12, 42), πρός τό παρόν μέσῳ τοῦ Διαδυκτίου, εὐχόμενοι μελλοντικῶς καί διά τοῦ τύπου.
Ἡ παιδική ἡλικία τοῦ μακαρίου Γέροντος
Ὁ μετέπειτα ἀσκητής τῶν Ἀκουμίων γ. Γεννάδιος, κατά κόσμον Ἰωάννης Τζεκάκης, γεννήθηκε τό 1887 στό χωριό Ἀκτοῦντα, τῆς ἐπαρχίας Ἁγίου Βασιλείου τοῦ νομοῦ Ρεθύμνης. Οἱ γονεῖς το Ἐμμανουήλ καί Αἰκατερίνη ἦσαν πτωχοί γεωργοί, εὐσεβεῖς Χριστιανοί χωρικοί, ὑπερπολύτεκνοι μέ ὀκτώ παιδιά. Ἔτσι ὁ Ἰωάννης μεγάλωσε μέ συντρόφους τήν στέρηση, τήν φτώχεια καί τήν σκληρή ἐργασία. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ Θεός τόν προετοίμασε γιά τήν μελλοντική του ἀσκητική ζωή, τῆς θεληματικῆς ἐκκοπῆς τῶν ματαίων γηϊνων ἀπολαύσεων.
Ἡ φτώχεια δέν τοῦ ἐπέτρεψε νά μάθει γράμματα, μόλις πού τέλειωσε τήν Β’ τάξη τοῦ τότε Δημοτικοῦ Σχολείου καί πῆγε «φαμέγιος» (ὑπηρέτης) σέ μία Χριστιανική οἰκογένεια στόν Πρινέ Ρεθύμνης, ὅπου ἔβοσκε πρόβατα. Ἀπό ἐκεῖ ἀναχώρησε γιά τό μοναστήρι τοῦ Κουδουμᾶ, σέ ἡλικία μόλις 14 ἐτῶν! Ἡ ἐπιλογή του αὐτή δέν ὑπαγορεύθηκε ἀπό τίς δύσκολες συνθῆκες τῆς ζωῆς του στόν κόσμο, τήν φτώχεια καί τήν ἀνασφάλεια τοῦ Χριστιανοῦ ραγιά κάτω ἀπό τήν κυριαρχεία τοῦ Ὀθωμανοῦ δυνάστη, ἀλλά ἀπό τήν ἔφεση τῆς ἁγνῆς ψυχῆς του πρός τήν μόνωση καί ἀπό τήν ἀγάπη του πρός τόν Θεό.
Θά πρέπει νά προστεθεῖ στά προηγούμενα ἕνα γεγονός τό ὁποῖο δείχνει, ὅτι ἦταν προορισμένος γιά τήν ἀσκητική παλαίστρα καί τήν ἁγιότητα, κατά τήν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ τοῦ «ἀφορίσαντος (αὐτόν) ἐκ κοιλίας μητρός (αὐτοῦ)» (Γαλ. 1, 15). Ὅταν ἦταν μικρός, «ράβδιζε» κάποτε ἐλιές ἀνεβασμένος σέ ἕνα δέντρο, ἀπό τό ὁποῖο ἔπεσε ἀπό ἀπροσεξία του. Ἀκριβῶς ὅμως κάτω ἀπό τό δέντρο ὑπῆρχε ἕνα ρυάκι πού σχημάτιζε ἕνα βαθύ λάκκο γεμάτο νερό. Ἄν ἔπεφτε ἐκεῖ, ἀσφαλῶς θά ἐπνίγετο. Ὅμως, ἐνῶ ἔπεφτε ἀπό τό δέντρο, μία δύναμη ὑπερφυσική τόν ἄρπαξε ἀπό τό χέρι καί δέν τόν ἄφησε νά πέσει στό νερό!
Ὁ νεαρός Ἰωάννης ἔφυγε ἀπό τόν Πρινέ γιά τήν Μονή Κουδουμᾶ πεζός καί ξυπόλυτος. Στό δρόμο, κάπου μετά τό χωριό Μεγάλη Βρύση, ἕνας Σφακιανός καβαλλάρης τόν λυπήθηκε καί τόν πῆρε στό ἄλογό του μέχρι τό χωριό Βαγιωνιά. Ἀπό ἐκεῖ πάλι πεζός, ἀπό τραχύ καί δύσβατο μονοπάτι μέσα ἀπό τήν ὀροσειρά τῶν Ἀστερουσίων ἔφτασε στόν Κουδουμᾶ καί ἔθεσε τόν ἑαυτό του κάτω ἀπό τήν προστασία τῆς Παναγίας τῆς Κουδουμιανῆς καί τήν ὑπακοή τῶν Ὁσίων Γερόντων Παρθενίου καί Εὐμενίου, τῶν αὐταδέλφων.
Ἡ Μονή Κουδουμᾶ
Ἡ Θεομητορική Μονή Κουδουμᾶ κατέχει σημαντική θέση μεταξύ τῶν ἱστορικῶν μονῶν τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης. Βρίσκεται στή νότια πλευρά τῶν Ἀστερουσίων Ὀρέων, κάτω ἀκριβῶς ἀπό τήν ψηλότερη κορυφή τους, τόν Κόφινα (1. 231 μ.). Ἡ περιοχή τῆς μονῆς, ἐρημική καί ἀπρόσιτη (μόλις πρίν λίγα χρόνια ἕνας χωματόδρομος ἀντικατέστησε τό ὀρεινό μονοπάτι), διατηρεῖ τό μοναδικό δάσος πεύκων τῶν Ἀστερουσίων, ἀφοῦ κατά τήν Τουρκουκρατία καί αὐτά – ὅπως καί τά ἄλλα Κρητικά βουνά – ἦσαν καταφύγιο ἐπαναστατῶν καί οἱ κατακτητές γιά νά τούς ἐξουδετερρώσουν ἔκαιγαν τά δάση, γιά στερήσουν ἀπό τούς «χαϊνιδες» τήν φυσική τους κάλυψη.
Τό ἔτος ἱδρύσεως τῆς μονῆς δέν μπορεῖ νά ὑπολογιστεῖ, ἀφοῦ δέν σώθηκαν οἰκοδομικά λείψανα ἤ γραπτά μνημεῖα. Ἡ νεώτερη πάντως περίοδος τῆς ἱστορίας της ἀρχίζει τό 1879 μέ τήν ἐγκατάσταση ἐκεῖ τῶν Ὁσίων αὐταδέλφων Παρθενίου καί Εὐμενίου, οἱ ὁποῖοι τήν ἀνακαίνισαν «ἐκ βάθρων». Τήν ἐρρειπωμένη μονή «ἀνακάλυψε» ὁ ὅσ. Παρθένιος, ὁ ὁποῖος μάλιστα κλήθηκε ἀπό τήν Παναγία νά μείνει ἐκεῖ καί νά ἐλπίζει στή βοήθειά Της. Ὅταν κατά τήν διάρκεια οἰκοδομικῶν ἐργασιῶν βρέθηκε μέσα σε ξεροπήγαδο ἡ θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Κουδουμιανῆς ἤ Πλακίωτισσας, οἱ Ὅσιοι Γέροντες πείσθηκαν γιά τήν Θεομητορική βοήθεια καί δημιούργησαν ἀδελφότητα. Ὁ ἀρχικά σπηλαιώδης ναός τῆς μονῆς διαμορφώθηκε σέ ρυθμό Βυζαντινό καί ἐγκαινιάσθηκε τό 1894 ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Λάμπης καί Σφακίων Εὐμένιο.
Σύμφωνα μέ τήν ἐπικρατέστερη ἄποψη ἡ μονή πῆρε τό ὄνομά της ἀπό ἕνα δέντρο τό ὁποῖο φύεται στήν περιοχή καί στήν τοπική διάλεκτο ὀνομάζεται «κουδουμουλιᾶ», οἱ δέ καρποί του «κούδουμα».
Στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰ. ἡ μονή εἶχε 120 μοναχούς καί δοκίμους καί σημαντική κτηματική περιουσία στόν κάμπο τῆς Μεσαρᾶς (τό μετόχι τοῦ ἁγ. Νικολάου, κ.ἄ.). Ἀργότερα τά κτήματα τῆς μονῆς δόθηκαν γιά ἀποκατάσταση ἀκτημόνων καί προσφύγων.
Κατά τήν διάρκεια τῆς Γερμανικῆς κατοχῆς ἡ μονή πρόσφερε μεγάλες ὑπηρεσίες στήν Ἀντίσταση, λόγῳ τῆς γεωγραφικῆς της θέσεως, κυρίως μέ τήν φυγάδευση Ἑλλήνων καί συμμάχων στρατιωτικῶν στή Μέση Ἀνατολή. Μαρτυρεῖται μάλιστα καί θαυματουργική ἐπέμβαση τῆς Παναγίας, ἡ Ὁποία ράπισε Γερμανό ἀξιωματικό πού τόλμησε νά κοιμηθεῖ πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα τοῦ ναοῦ!
Εἶναι ἄξιο ἀναφορᾶς, ὅτι τό 1924 ἡ μεγάλη ἀδελφότητα τῆς μονῆς δέν δέχτηκε τήν εἰσαγωγή τῆς Παπικῆς καινοτομίας τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ἀλλά παρέμεινε πιστή στήν ἑορτολογική παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας. Μάλιστα ἡ ἀγρυπνία τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τό 1937 – κατά τήν ὁποία ὁ Θεός παραχώρησε τό μεγάλο θαῦμα τῆς Δ’ Ἐμφανίσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τήν δεύτερη αὐτή «θεόθεν βεβαίωση» τῆς ἱερότητος τοῦ ἀγῶνος τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων – εἶχε ὀργανωθεῖ «ἀπό τούς αὐστηρούς καί ἀσκητικούς Γεροντάδες τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ» (Περιοδικό «Τά Πάτρια»).
Ἀκόμη, ὁ ζηλωτής τῶν πατρώων παραδόσεων μακαριστός Ἱερεύς π. Κωνσταντίνος Σπυριδάκης ἀπό τό χωριό Ἀσῆμι Μονοφατσίου (+ 1962), ὑπῆρξε μαθητής τῶν Ὁσίων Γερόντων. Τό ἔτος 1889 ἐπισκέφθηκε τό χωριό του ὁ ὅσ. Παρθένιος, γιά νά μάθει τόν μικρό Ἐμμανουήλ (αὐτό ἦταν τό κοσμικό ὄνομα τοῦ π. Κωνσταντίνου), νά φροντίζει μελίσσια. Κάποια στιγμή ὁ Γέροντας εἶπε στόν μικρό:
«Μανωλάκι, παδιί μου, νά σοῦ πῶ μία παραγγελιά;»
«Νά μοῦ πεῖς, Γέροντα, νά μοῦ πεῖς», ἀποκρίθηκε ὁ μικρός.
«Μία αἵρεσις, παιδί μου, θά ἔλθει στήν Ἐκκλησία μας καί δέν θά εἶναι ἀρεστή στό Θεό. Καί σύ πού θἆσαι τότε Ἱερέας νά μήν τήν δεχθεῖς. Νά μήν τήν δεχθεῖς, παιδί μου».
«Ὄχι, Γέροντα – εἶπε ὁ μετέπειτα ἀγωνιστής κληρικός – δέν θά τήν δεχθῶ, στό ὑπόσχομαι». Καί μέ τόν παιδικό του ἐνθουσιασμό πρόσθεσε: «Καί νά μέ κρεμάσουν ἀκόμα δέν θά τήν δεχθῶ»!
Ἔπειτα ρώτησε τόν Ὅσ. Παρθένιο: «Πότε θά γίνει αὐτό Γέροντα;»
«Μά, ἀπό σήμερα, παιδί μου, ἡ πρώτη πού θά φέρει ἀναταραχή στήν Ἐκκλησία, αὐτή θά εἶναι».
Τό 1924 ὁ Ἐμμανουήλ ἦταν Ἱερεύς μέ τό ὄνομα Κωνσταντίνος, ἐφημέριος στό χωριό του. Ἦρθε ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, υἱοθετήθηκε ἡ Παπική καινοτομία τοῦ Νέου Ἡμερολογίου γιά τήν προώθησή της καί ἦρθε ἀναταραχή στήν Ἐκκλησία καί διχάσθηκε ὁ ἁπλός λαός. Ὁ παπά – Κωστῆς ὅμως, ὁ πάμπτωχος μέ τά ἑπτά παιδιά, κράτησε τήν ὑπόσχεσή του πρός τόν ὅσ. Παρθένιο καί δέν ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν ἑορτολογική παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, παρά τίς δελεαστικές προτάσεις, ἀλλά καί τούς διωγμούς, ἀπό τούς ἐπιχώριους Ἐπισκόπους Γορτύνης καί Ἀρκαδίας Βασίλειο Μαρκάκη καί Εὐγένιο Ψαλιδάκη. (Βλ. σχετικά Περιοδικό «Τά Πάτρια», τ. 6ος, σελ. 102 – 106).
Τήν ἀδελφότητα τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ διέλυσε τό 1945, λόγῳ τῆς ἐμμονῆς της στήν Γνησία Ὀρθοδοξία, ὁ Ἐπίσκοπος Γορτύνης καί Ἀρκαδίας καί μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης Εὐγένιος Ψαλιδάκης. Τότε κάποιοι ἀπό τούς μοναχούς της βρῆκαν καταφύγιο στήν Ἱ. Μ. Μεταμ. Σωτῆρος Κουβαρᾶ Ἀττικῆς, τοῦ Κρητός Ὁμολογητοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας Ἐπισκόπου Βρεσθένης Ματθαίου (Καρπαθάκη, ἔπειτα Ἀρχιεπισκόπου Γ.Ο.Χ. Ἀθηνῶν, + 1950).
Ἡ Μονή Κουδουμᾶ πανηγυρίζει τήν 15η Αὐγούστου καί συγκεντρώνει μεγάλο ἀριθμό προσκυνητῶν ἀπ’ ὅλη τήν Κρήτη, οἱ ὁποῖοι ἔρχονται νά προσκυνήσουν τήν θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας καί τά χαριτόβρυτα Λείψανα τῶν Ὁσίων Γερόντων Παρθενίου καί Εὐμενίου, πολλοί μάλιστα παραμένουν ἐργαζόμενοι γιά τό μοναστῆρι.
Οἱ Ὅσιοι Παρθένιος καί Εὐμένιος
Ὅταν ὁ νεαρός Ἰωάννης (ἔπειτα ὅσ. Γεννάδιος), ἔφθασε στή Μονή Κουδουμᾶ, Ἡγούμενος ἦταν ὁ ὅσ. Παρθένιος καί ἐφημέριος ὁ κατά σάρκα ἀδελφός του Ἱερομόναχος ὅσ. Εὐμένιος. Εἶχαν γεννηθεῖ στό χωριό Πιτσίδια Ἡρακλείου, ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς Χριστιανούς, τόν Χαρίτωνα καί τήν Μαρία Χαριτάκη. Ὁ ὅσ. Παρθένιος (κατά κόσμον Νικόλαος), γεννήθηκε τό 1829 καί ὁ ὅσ. Εὐμένιος (κατά κόσμον Ἐμμανουήλ) τό 1835.
Στήν τότε Τουρκοκρατούμενη Κρήτη λίγα γράμματα ἔμαθε μόνον ὁ Ἐμμανουήλ, ἐνῶ ὁ Νικόλαος ἔγινε βοσκός. Ἡ μετέπειτα ζωή τους ἀπέδειξε, ὅτι ἦσαν – ἰδίως ὁ Νικόλαος – «ἀφορισμένοι ἐκ κοιλίας μητρός» (Γαλ. 1, 15). «Πρῶτο θαῦμα στή ζωή τῶν πολλῶν θαυμάτων – χαρακτηρίζει ὁ Μητροπολίτης Γορτύνης καί Ἀρκαδίας (Ν. Ε.) Τιμόθεος – τήν διάσωσή του ἀπό πνιγμό ἤ τραυματισμό, ὅταν ἔπεσε σ’ ἕνα βαθύ πηγάδι τῆς περιοχῆς, ἀπ’ ὅπου τόν ἔβγαλαν ἀπολύτως ὑγιῆ οἱ ἔντρομοι χωρικοί» (βλ. γενικά Μητροπ. Γορτύνης καί Ἀρκαδίας Τιμοθέου, «Ἡ Ἱερά Μονή Κουδουμᾶ καί Παρθένιος ὁ σύγχρονος Ἅγιος»).
Ἕνα ἄλλο θαυμαστό γεγονός, σχετικό μέ τό προορατικό χάρισμα τοῦ μετέπειτα ὁσίου Ἡγουμένου Παρθενίου, ἀφορᾶ τήν διάσωσή του ἀπό βέβαιο πνιγμό στή θάλασσα, τό 1852, ὅταν ναυάγησε τό καϊκι στό ὁποῖο ἐπέβαινε.
Πρῶτος ἀσπάσθηκε τόν μοναχικό βίο ὁ Νικόλαος, τό 1856, στήν ἱστορική μονή τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου τῶν Ἀπεζανῶν. Τό ἑπόμενο ἔτος 1857 τόν ἀκολούθησε καί ὁ Ἐμμανουήλ. Προηγουμένως, ὅπως διέσωσε ἡ τοπική παράδοση, οἱ δύο νέοι προσπάθησαν νά πείσουν τήν μητέρα τους νά τούς δώσει τήν εὐχή της νά μονάσουν. Ὁ Στυλιανός Παπαδογιαννάκης (Θεολόγος Καθηγητής στό Ρέθυμνο), περιγράφει ἐναργέστατα τό θαυμαστό γεγονός τό ὁποῖο παραχώρησε ὁ Θεός γιά νά πειστεῖ ἡ μητέρα.
«Ἡ μητέρα – γράφει στίς σημειώσεις του γιά τόν ὅσ. Γεννάδιο – μία ἡμέρα ἤθελε νά ζυμώσει ψωμί καί νά τό ψήσει εἰς τόν φοῦρνο. Ἐστενοχωρεῖτο ὅμως διότι δεν εἶχε ξύλα νά τόν κάψει καί ἦταν δύσκολο ἐκείνη τήν ἡμέρα νά μαζέψει. Ὁ Παρθένιος τότε τῆς λέγει: «Ζύμωσε, μητέρα, καί θά εὑρεθοῦν καί τά ξύλα». Ζυμώνει ἡ μητέρα, πλάθει τό ψωμί καί ἔρχεται ὥρα διά τό ἄναμα τοῦ φούρνου. Δέν βλέπει ξύλα. Σκέπτεται, ὅτι θά χάσει τό ψωμί καί εἶναι γεμάτη ἀγωνία. «Ξεσκέπασε τόν φοῦρνο, μητέρα – λέγει ὁ Παρθένιος – καί βάλε τό ψωμί». Ἡ μητέρα ὑπακούει καί ἐκτελεῖ. Ὁ Παρθένιος κατόπιν σταυρώνει τόν φοῦρνο καί μέ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ τό ψωμί ψήθηκε χωρίς ξύλα. Συγκινημένη καί δακρυσμένη λέγει τότε ἡ μητέρα: «Παιδιά μου, δέν εἶμαι ἄξια νέ μένετε στό σπίτι μου. Πρέπει νά φύγετε καί ὅπου σᾶς φωτίσει ὁ Θεός πηγαίνετε». Ἔφυγαν τότε καί πῆγαν στό μοναστήρι καί ἁγίασαν.
Στή Μονή Ἀπεζανῶν οἱ νεαροί ἀδελφοί δοκιμάσθηκαν δύο χρόνια. Τό 1858 ἀναχώρησαν γιά τήν Μονή Ὁδηγητρίας (στήν ἐπαρχία Καινουργίου), ὅπου τό 1864, μετά ἀπό δοκιμασία ἕξι ἐτῶν ἔγιναν ρασοφόροι. Τό 1866, κατά τήν μεγάλη ἐπανάσταση τῶν Κρητῶν κατά τῶν Τούρκων, ζήτησαν καί ἔλαβαν ἀπό τόν Ἡγούμενο Γεράσιμο Μανιδάκη τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα.
Γιά περισσότερη ἡσυχία οἱ εὐλογημένοι αὐτάδελφοι ἐγκαταβίωσαν σέ ἐξάρτημα τῆς μονῆς, στό περίφημο Ἡσυχαστήριο τοῦ Μάρτσαλλου, ὅπου ἀσκήθηκαν περισσότερο ἀπό δέκα χρόνια. Ἡ διαμονή «ὑπό τήν σκέπην τῆς Παναγίας τοῦ Μάρτσαλλου» διακόπηκε, ὅταν οἱ ἀσκούμενοι «ἀπεφάσισαν – κατά τόν Μητροπ. Γορτύνης καί Ἀρκαδίας (Ν. Ε. ) Κύριλλο – νά τόν ἐγκαταλείψουν καί νά ἀναζητήσουν ἕτερον ἡσυχαστήριον, ἐπειδή οἱ ἐν Ὁδηγητρίᾳ ἀδελφοί ἦσαν ὀλίγοι καί συχνότατα ἀνεκάλουν τούς δύο ἀδελφούς πρός ἐργασίαν εἰς τήν Μονήν, διαταράττοντες οὔτω τήν ἡσυχίαν αὐτῶν» (Βλ. Μητροπ. Γορτύνης καί Ἀρκαδίας Κυρίλλου, Συναξάριο τῶν Ὁσίων στό «Κρητικό Λειμωνάριο», σελ. 449).
Οἱ Ὅσιοι ἐγκατέλειψαν τόν Μάρτσαλλο τό 1878 καί κινήθηκαν ἀνατολικά, ἀναζητῶντας νέο τόπο καταφυγῆς. Τό 1879 ὁ ὅσ. Παρθένιος ἔφθασε στά ἐρρείπια τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ καί ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος μέ ἐμφάνισή Της τόν κάλεσε νά μείνει ἐκεῖ καί νά ἐλπίζει στή βοήθειά Της. Μετά τίς ἀπαραίτητες οἰκοδομικές ἐργασίες οἱ Γέροντες ὀργάνωσαν τό νέο μοναστήρι σύμφωνα μέ τό κοινοβιακό σύστημα. Θεσπίσθηκε τό ἄβατο γιά ὅλους τούς λαϊκούς, ἀπαγορεύθηκε ἡ κρεοφαγία καί τηρήθηκε ἐπόλυτη ὑπακοή.
«Εἴχαμε αὐστηρό Γέροντα – ἔλεγε συχνά ὁ ὅσ. Γεννάδιος – ὁ ὁποῖος συχνά μᾶς ὑπενθύμιζε: «Ὅποιος θέλει νά κάνει τό δικό του θέλημα, νά φύγει, δέν εἶναι γιά τό μοναστήρι. Ἐδῶ χρειάζεται ὑπακοή. Θά γίνεται τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ὅ,τι θέλει ὁ καθένας».
Ὁ ὅσ. Παρθένιος κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 5η Σεπτεμβρίου 1905, μετά ἀπό ἀσκητική ζωή 49 ἐτῶν, μέ φανερά τά δείγματα τῆς ἁγιότητος καί τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς προοράσεως καί τῶν ἰαμάτων. Τόν διαδέχθηκε ὁ κατά σάρκα ἀδελφός του ὅσ. Εὐμένιος, ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 12η Σεπτεμβρίου 1920, μετά ἀπό μοναχική ζωή 63 ἐτῶν. Τά χαριτόβρυτα Λείψανά τους φυλάσσονται σήμερα στή Μονή Κουδουμᾶ καί ἐκεῖ δέχονται τόν εὐλαβικό ἀσπασμό τῶν προσκυνητῶν. (Μία τῶν πλευρῶν τοῦ ὁσ. Παρθενίου φυλάσσεται στό Παρεκκλήσιο τῆς ὁσ. Ξένης τῆς διά Χριστόν Σαλῆς, στή Μάνδρα Ἀττικῆς).
Ἡ μνήμη τους τιμᾶται τοπικά τήν 10η Ίουλίου, ἡμέρα ἐγκαινίων τοῦ πρώτου πρός τιμήν τους ναοῦ, πού ἀναγέρθηκε στό χῶρο τῆς μονῆς τους.
Ὁ ὅσ. Γεννάδιος ὡς κοινοβιάτης μοναχός
Οἱ Ὅσιοι Παρθένιος καί Εὐμένιος δέχθηκαν τόν νεαρό Ἰωάννη μέ ἰδιαίτερη ἀγάπη καί ἀνέθεσαν στήν πνευματική του καλλιέργεια στόν Γέροντα Βασίλειο. Ὁ ἔμπειρος Γέροντας προσπάθησε νά ἐξακριβώσει μέ ἀκρίβεια τίς προθέσεις τοῦ νεαροῦ δοκίμου.
«Γιατί ἦρθες ἐδῶ;» τόν ρώτησε. «Ἦρθα νά γίνω μοναχός, νά σώσω τήν ψυχή μου», ἀπάντησε ὁ Ἰωάννης.
«Εἶναι δύσκολο – πρόσθεσε ὁ Γέροντας – χρειάζονται πολλοί καί σκληροί ἀγῶνες. Εἶναι βαρειά ἡ καλογερική, ὅπως λένε. Θά μπορέσεις;»
«Μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ», ἀπάντησε ὁ Ἰωάννης.
Ἡ ἀπάντηση ἦταν ὤριμη καί ἱκανοποίησε τόν πνευματικό του ὁδηγό.
Ἡ πρώτη του διακονία στό μοναστήρι ἦταν νά βόσκει πρόβατα. Στό μεταξύ ὁ Γέροντά του κοιμήθηκε (πιθανῶς τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1902) καί τόν ἀνέλαβε προσωπικά ὁ ὅσ. Παρθένιος, ὁ ὁποῖος μετά τήν προβλεπόμενη διαδικασία τόν χειροθέτησε Μεγαλόσχημο Μοναχό.
Στήν κοινοβιακή ζωή ὁ μοναχός πλέον Γεννάδιος, ἀσκήθηκε κυρίως στήν ἀρετή τῆς ἀδιάκριτης ὑπακοῆς. «Ἔβλεπα τά ἀμύγδαλα, τά σύκα, τά σταφύλια – ἔλεγε ἀργότερα – καί τά λαχταροῦσα. Καιγόμουν ἀπό τήν ἐπιθυμία νά φάγω, ἀλλά σεβόμουν τόν Γέροντα καί δέν ἔτρωγα κρυφά, γιά νά μήν πέσω στήν παρακοή καί τήν λαθροφαγία».
Ἀργότερα ἀνέλαβε τήν διακονία τοῦ μαγείρου καί μέσα ἀπό αὐτήν διοχέτευε στούς ἀδελφούς τήν φλογερή ἀγάπη τῆς ἁγνῆς του καί ἁπλοϊκῆς καρδιᾶς.
Τό πνευματικό ἐπίπεδο τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ, παρά τόν μεγάλο ἀριθμό τῶν μοναχῶν της, ἦταν ἀνάλογο ἐκείνου τῶν ὁσίων ἱδρυτῶν της. Ὁ Μητροπ. Ρεθύμνης (Ν.Ε.) Τίτος Συλλιγραδάκης μνημονεύει τόν ὅσ. Γεράσιμο ἀπό τό χωριό Μουρνέ Ἁγίου Βασιλείου, τοῦ ὁποίου «ἔθεσαν Λείψανα εἰς τά ἐγκαίνια τῆς ἁγίας τραπέζης τοῦ νέου ναοῦ» (Μητροπ. Ρεθύμνης Τίτου Συλλιγραδάκη, «Κρῆτες Ἅγιοι», σελ. 227).
Ὁ ἴδιος ὁ ὅσ. Γεννάδιος διηγεῖτο, ὅτι «ἄλλος ἀσκητής τοῦ Κουδουμᾶ, ἐπερνοῦσε ξυπόλυτος ἀπό ἕνα χωριό, πού τότε οἱ γυναῖκες ἔβγαζαν τόν ψωμί ἀπό τόν φούρνο. Ζήτησε ψωμί καί πρόθυμα οἱ εὐσεβεῖς γυναῖκες τοῦ πρόσφεραν. Φεύγοντας ὁ μοναχός ἄφησε μία σπάνια εὐωδία, πού μ’ ἔκπληξη αἰσθάνθηκαν οἱ γυναῖκες. Δεῖγμα τοῦτο ἀσφαλῶς τῆς χάριτος καί ἁγιότητος τοῦ μοναχοῦ».
Ἀκόμη, σύμφωνα μέ μαρτυρία τοῦ ἰδίου τοῦ ὁσ. Γενναδίου, ἀλλά καί κατοίκων τῶν Καπετανιανῶν, ζοῦσε μέχρι καί μετά τόν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ἕνας τουλάχιστον ὑπεραιωνόβιος ἀσκητής στήν περιοχή, χωρίς μόνιμο τρόπο διαμονῆς. Τόν ἀσκητή αὐτό εἶχε κατ’ ἐπανάληψη ἀναζητήσει ὁ ὅσ. Γεννάδιος, «ὁ μοναχός ὅμως, φωτιζόμενος ἀπό τόν Θεό, ἔφευγε καί ἐπήγαινε σέ ἄλλο μέρος. Ὕστερα ἀπό πολλές προσπάθειες, μή ἐπιτυγχάνοντας τοῦ σκοποῦ του, ἐγκατέλειψε τήν προσπάθεια αὐτή πιστεύοντας, ὅτι δέν ἦταν θέλημα Θεοῦ ἡ συνάντησις, γιά τήν ἀναξιότητά του».
Στό μοναστήρι ὁ ὅσ. Γεννάδιος μέ τόν ἀγῶνα του ἔφθασε σέ ὕψος ἀρετῆς καί ἁγιότητος καί ὁ Θεός παραχώρησε ἕνα ἐξαίσιο θαῦμα, γιά νά κάνει γνωστή τήν ἀρετή τοῦ δούλου Του. «Ἔπρεπε νά κάνουν ὁλονυκτία ἐκεῖ κοντά – σημειώνει ὁ Στυλ. Παπαδογιαννάκης ἀπό προσωπική ἐξομολόγηση τοῦ Γέροντα – ἔχοντες ὡς μεταφορικό μέσο μία βάρκα. Ὅμως, ἀφοῦ συμπληρώθηκε ἡ βάρκα, ἀνεχώρησε καί ἄφησε τόν γ. Γεννάδιο ἔξω. Ἐκεῖνος πολύ λυπήθηκε, βαρέως – ὅπως λέγεται – ἔφερε τό πράγμα. Ἔκανε, λοιπόν, τόν σταυρό του, ἔβαλε τό ράσο του στό νερό, κάθησε πάνω του καί ἔφθασε στόν προορισμό του ἐνωρίτερον ἀπό τήν βάρκα. Ὅταν ἔφθασε ἡ βάρκα καί οἱ ἄνθρωποι τόν εἶδαν εἰς τήν ἐκκλησίαν, ἐνῶ τόν ἄφησαν ὀπίσω τους καί ἐθαύμασαν»!
Παρόμοια θαυμαστά περιστατικά ἀναφέρονται στούς βίους τῶν Ὁσίων Ἰωάννου τοῦ Ἐρημίτου (ἑνός τῶν Ὁσίων 99 Πετάρων Κρήτης) καί Λαυρεντίου τοῦ Μεγαρέως (ἀνακαινιστοῦ τῆς Ἱ. Μ. Φανερωμένης Σαλαμῖνος).
Σέ κάποιο ἄλλο περιστατικό, ἡ βοήθεια τῆς Παναγίας στόν ὅσ. Γεννάδιο ὑπῆρξε ὀφθαλμοφανής. Στήν παραλία τοῦ μοναστηριοῦ ὑπῆρχε ἕνας ἀπόκρημνος καί ἐπικίνδυνος βράχος. Ἐπειδή στό παρελθόν καί ἄλλοι μοναχοί εἶχαν ἀνέβει, γιά νά θαυμάσουν τήν θέα τῆς θάλασσας, θεώρησε καλό νά ἀνέβει μία ἡμέρα καί ὁ ὅσ. Γεννάδιος. Ἔμεινε λίγο στό βράχο, προσευχήθηκε καί ἔπειτα δοκίμασε νά κατεβεῖ. Τό κατέβασμα ὅμως ἦταν πολύ δύσκολο, ἄρχισε νά ζαλίζεται καί τό σῶμα του νά γκρεμίζεται στό κενό. Ἄρχισε νά ἀνησυχεῖ καί νά ἀγωνιᾶ. «Ποιός μοῦ εἶπε νά ἀνεβῶ – μονολογοῦσε – ποιος θά μέ βοηθήσει νά κατεβῶ;» Στή δυσκολία του θυμήθηκε τήν ἀγαπημένη του Παναγία καί ἄρχισε νά προσεύχεται ἐκφώνως: «Παναγία μου, βοήθησέ με νά κατεβῶ καί νά διαβάσω μία Παράκληση στή χάρη Σου». Ἡ Κυρία Θεοτόκος ἐπενέβη καί ὁ Γέροντας χωρίς νά καταλάβει πῶς βρέθηκε στή γῆ!
Ὁ ὅσ. Γεννάδιος ἀναγκάστηκε νά ἀποχωρήσει ἀπό τήν Μονή Κουδουμᾶ περίπου τό 1918, μέ εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου ὁσ. Εὐμενίου, μετά ἀπό κοινοβιακή ζωή 17 περίπου ἐτῶν. Ὁ λόγος τῆς ἀποχωρήσεως ἦταν ἡ βλάβη τῆ ὑγείας του ἀπό τό κλῖμα τῆς περιοχῆς, ἴσως ὅμως καί ὁ φθόνος κάποιων μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι δέν ἄντεχαν τήν ἐλεγκτική γιά τήν δική τους ἀμέλεια ὁσιακή του ζωή.
Ὁ Ὅσ. Γεννάδιος ὡς ἐρημίτης.
Ὁ ὅσ. Γεννάδιος ἐπέστρεψε πίσω στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του καί πάλι πεζός. Μετά ἀπό πολλές ταλαιπωρίες ἔφτασε στό ἐξωκκλήσιο τῆς ἁγ. Ἄννας, στήν περιοχή Γιαλιά, τοῦ χωριοῦ Ἀκούμια. Ἡ περιοχή ἦταν ἡσυχαστική. Ἀπέχει ἀπό τό χωριό 12 περίπου χιλιόμετρα. Εἶναι μία κοιλάδα πού καταλήγει στή θάλασσα, στήν καταπληκτική παραλία τῆς Γιαλιᾶς, κατάφυτη ἀπό ἐλιές, χαρουπιές καί κυπαρίσα. Μέσα στήν κοιλάδα ὑπάρχει τό Ἡσυχαστήριο τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου (ὅπου ἔζησε ὁ μακαριστός Μοναχός Θεοδόσιος Δαμβακεράκης) καί πολλά ἐξωκκλήσια (ὅπως τοῦ ἁγ. Ἰωάννη, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῆς Παναγίας, τοῦ Προφήτη Ἡλία καί τοῦ Χριστοῦ. Στό τελευταῖο ὁ ὅσ. Γεννάδιος σκέφθηκε νά κατοικήσει ἀρχικά, ἐπειδή ὅμως τό νερό ἦταν μακρυά, δέν πραγματοποίησε τήν σκέψη του.
Δυτικά τῆς κοιλάδας ὑψώνεται τό βουνό Σεδέρωτας (ὑψομ. 1.170 μ.). Στήν πλαγιά τοῦ βουνοῦ, πρός τήν πλευρά τοῦ Λυβικοῦ Πελάγους, βρίσκεται τό ἐξωκκλήσιο τοῦ ἁγ. Ὀνουφρίου, κοντά σέ μία πηγή γάργαρου νεροῦ, μέ ἕναν μικρό καταράκτη. Κατά τήν τοπική παράδοση πρίν πολλά χρόνια, ἔζησε ἐκεῖ ἕνας ἅγιος μοναχός ὀνομαζόμενος Γεράσιμος. Ἡ φήμη του εἶχε ἀπλωθεῖ σέ ὅλη τήν Κρήτη. Ἔτσι κάποτε δύο ἄγνωστοι, μᾶλλον Σφακιανοί, ἐπειδή θεώρησαν ὅ,τι ὁ μοναχός μέ τήν δῆθεν εὐσέβειά του ζοῦσε σέ βάρος τῶν ἀνθρώπων καί μάλιστα τῶν γυναικῶν, μή ἐργαζόμενος, ἀποφάσισαν καί πῆγαν στό ἀσκητήριό του μέ σκοπό νά τόν σκοτώσουν. Πῆγαν, λοιπόν, στόν ἅγ. Ὀνούφριο, κάθησαν ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία καί ζήτησαν ἀπό τόν Γέροντα νερό. Ὁ Γέροντας τούς πρόσφερε εὐχαρίστως. Ἔδωσε μέ ἕνα κύπελο νερό στόν πρῶτο καί μέ τό ἴδιο κύπελο καί ἀπό τό ἴδιο νερό στόν δεύτερο. Ὁ ἄγνωστος ὅμως εἶδε μέσα στό κύπελό του αἷμα ἀντί γιά νερό καί θαύμασε. «Νά πιεῖς, παιδί μου – τοῦ λέγει ὁ γ. Γεράσιμος – εἶναι τό αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου». Ἔμεινε ἐμβρόντητος ὁ ἄγνωστος, διότι πράγματι εἶχε σκοτώσει τόν ἀδελφό του καί κανείς δέν τόν ὑποψιάζονταν γιά φονιά. «Ἔ, κάμετε τώρα – συνέχισε ὁ Γέροντας – καί αὐτό πού ἔχετε στό νοῦ σας καί γιά τό ὁποῖον ἤλθετε». Μετανοημένοι οἱ ἄγνωστοι ἄνδρες ὁμολόγησαν τόν κακό τους σκοπό καί ζήτησαν συγχώρεση!
Ὁ ἀσκητής Γεράσιμος κοιμήθηκε καί ἐνταφιάστηκε καί κηδεύθηκε ἐκεῖ. «Ἄν μείνουν τά ὀστά μου ἐδῶ – εἶχε πεῖ – χαρά στόν τόπο, μή φοβᾶστε, θά σᾶς φυλάγω». Μετά τόν θάνατό του τόν διαδέχτηκε ο μοναχός Μελέτιος, ἀπό τόν Μέρωνα Ἀμαρίου. Ὑπῆρξε μεγάλος ζηλωτής τῆς ἀσκήσεως καί ἐπίσης μεγάλος ἐραστής τῆς ἐργασίας. Μετέφερε μέ τήν πλάτη του χῶμα ἀπό ἀπόσταση τριῶν χιλιομέτρων καί ἔκτισε κάποιες ἐγκαταστάσεις. Στίς ἡμέρες του στό ἡσυχαστήριο ἐγκαταστάθηκαν μοναχές. Μέσα στά ἄλλα θαυμαστά καί παράδοξα ἀναφέρεται, ὅτι αὔξησε μέ τήν προσευχή του τό ἐλάχιστο ἀλεύρι τῆς ἀδελφότητας, τό ὁποῖο δέν ἔφθανε οὔτε γιά ἕνα πρόφορο!
Ἀργότερα ἔζησε ἐκεῖ ὁ Μοναχός Βαρδῆς Μουλακάκης. Τόν μοναχό αὐτό σκότωσε ὁ Ἐμμ. Χατζηδάκης ἀπό τίς Βρύσες Ἀμαρίου, ἐπειδή τόν θεώρησε ὑπεύθυνο γιά κάποιον ἀποτυχημένο ἀρραβῶνα τῆς ἀδελφῆς του. Μάλιστα προηγουμένως βασάνισε τόν μοναχό καί τοῦ ἔκοψε καί τά γένεια. Ὁ γ. Βαρδῆς ἀπό τήν μεγάλη ντροπή καί προσβολή πού ἔνοιωσε τόν καταράστηκε. «Τό χέρι πού μοῦ ἔκοψε τά γένεια – εἶπε – νά κοπεῖ καί τό πόδι νά πάθει». Μετά ἀπό καιρό ὁ Χατζηδάκης ἔχασε τό χέρι του ψαρεύοντας μέ δυναμίτη καί πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του ἀκρωτηριάσθηκε στό πόδι, ἐπειδή ἀσθένησε ἀπό σακχαρώδη διαβήτη!
Μέσα σ’ ἕναν τόσο εὐλογημένο τόπο, ἀπό τούς ἀγώνες παλαιωτέρων ἀσκητῶν, ὁ ὅσ. Γεννάδιος διάλεξε γιά διαμονή του τό ἐκκλησάκι τῆς ἁγ. Ἄννας, δέν μπόρεσε ὅμως νά μείνει ἐκεῖ – διότι δέν ὑπῆρχε κάποιο κατάλυμα – καί φιλοξενήθηκε γιά ἕνα χρόνο στό μετόχι κάποιου Χατζηδομανώλη ἀπό τίς Βρύσες. Σταδιακά περιποιήθηκε τό μέρος στήν ἁγ. Ἄννα καί μέ τήν βοήθεια κάποιων χωρικῶν ἀπό τά Ἀκούμια ἔκτισε ἕνα μικρό κελλί, τόν μάρτυρα τῶν ἀγώνων του γιά τά ἑπόμενα 65 χρόνια.
Ὁ ὅσ. Γεννάδιος στό Ἀσκητήριο τῆς ἁγ. Ἄννας
Τά σωματικά χαρακτηριστικά τοῦ ὁσ. Γενναδίου ἦταν ταπεινά. Μικρόσωμος, κατάλευκος πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του καί ἐλαφρά κυρτωμένος, ἦταν «πεταχτός σάν πουλάκι», πρόθυμος νά ὑποδεχθεῖ, νά προσφέρει μία «εὐλογία» (ἕνα μικρό σταυρό ἤ τόν βίο κάποιου Ἁγίου), νά «σταυρώσει» ἄνδρες, γυναῖκες καί παιδιά. Τίς περισσότερες φορές οἱ ἐπισκέπτες του τόν ἔβρισκαν νά μελετᾶ τήν Ἁγία Γραφή, βίους Ἁγίων ἤ Ὀρθόδοξα θρησκευτικά βιβλία. Στό φαγητό του ἦταν ἁπλός καί λιτοδίαιατος, δέν ἤθελε νά γίνεται σπατάλη σέ κανένα ἀγαθό. Ἡ ἐνδυμασία του ἦταν ἁπλούστατη. Συνήθως ἦταν ντυμένος μέ ροῦχα παλιά, μπαλωμένα καί λερωμένα. Τά ὑποδήματά του σχεδόν ἀνύπαρκτα (μία γαλότσα στό ἕνα πόδι, μία ἀρβύλα στό ἄλλο).
Ὁ Γέροντας δέν ἤθελε νά διαθέτει χρόνο, παρά ἐκεῖ πού ἔπρεπε, στήν προσευχή – δηλαδή – τήν μελέτη καί τήν διδασκαλία. «Καλύτερα ἔχω νά διδάσκω – ἔλεγε – παρά νά τρώγω». Ἡ διδασκαλία του ἦταν ἁπλή καί χαριτωμένη. Ἄλλοτε δίδασκε χαρούμενα καί ἀθόρυβα, ἄλλοτε μέ κραυγές ἀγωνίας καί ἄλλοτε μέ τήν σιώπή του. Ἦταν ἤρεμος ὅταν μιλοῦσε γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τά ἀγαθά πού περιμένουν τούς δικαίους, τήν ὡραιότητα τοῦ Παραδείσου, «ἐκεῖ πού ποτέ δέν βραδυάζει καί εἶναι πάντα χαρά». Ἦταν γεμάτος ἀγωνία ὅταν μιλοῦσε γιά τήν ἀποστασία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου καί τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τόν Θεό. Ὑπῆρχαν ἀκόμη καί περιπτώσεις πού σιωποῦσε, ἐπειδή οἱ ἐπισκέπτες του πήγαιναν ἐκεῖ ἀπό περιέργεια, ἐνῶ ἦταν ἀδιάφοροι στά πνευματικά.
Ὁ ὅσ. Γεννάδιος ἦταν πραγματικός ἡσυχαστής, δέν ἐπιδίωκε τήν ἀνθρώπινη παρουσία (ἡ ὁποία συνήθως φυγαδεύει τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ). Ἔμενε στό κελλί του καί αὐτό – κατά τήν Ἁγιοπατερική διδασκαλία – τόν δίδασκε τά τῆς σωτηρίας του. Προτιμοῦσε τήν παρουσία τῶν δένδρων, τοῦ βουνοῦ καί τῆς θάλασσας, τήν σιγή τῆς νύχτας καί μαζί τους ὑμνοῦσε τόν Θεό.
Στό κελλί του ἤ στό ὑπόστεγο ἔξω ἀπ’αὐτό, στή ρίζα τῆς ἑλιᾶς ἤ στή μικρή ἐκκλησία, πολλές ψυχές ἄκουσαν τό ἐμπράγματο κήρυγμά του, συμπροσευχήθηκαν μαζί του, πῆραν τήν εὐλογία του, χειραγωγήθηκαν στήν ὁδό τῆς μετανοίας. Γιά ὅσους ἔζησαν τέτοιες στιγμές, αὐτές ἀποτελοῦν τίς ὡραιότερες ἀναμνήσεις τους.
Θλίψεις καί δοκιμασίες τοῦ δικαίου.
Κατά τούς Πατέρες, τό στάδιο τῶν θλίψεων καί τῶν δοκιμασιῶν εἶναι ἀπαραίτητο στούς ἀγωνιστές τῆς ἀρετῆς. Ὁ ὅσ. Γεννάδιος πέρασε κι αὐτός ἀπό τό ἀναπόδραστο αὐτό καμίνι καί ἔλαμψε «ὡς χρυσός ἐν χωνευτηρίῳ». Ἀπό μικρός γνώρισε τήν στέρηση καί τήν φτώχεια, στήν ὑπερπολύτεκνη οἰκογένειά του τῶν ὀκτώ παιδιῶν. Μετά ἔγινε ὑπηρέτης «στά ξένα χέρια». Ἀκολούθησαν τά 17 χρόνια τῆς κοινοβιακῆς του ζωῆς στή Μονή Κουδουμᾶ, στό στάδιο τῆς ἀδιάκριτης ὑπακοῆς καί τῆς ἐκκοπῆς τοῦ θελήματος, τῆς αὐταπαρνήσεως, τῆς ἀφειδόλευτης προσφορᾶς στούς ἀδελφούς.
Ἡ διαμονή τοῦ ὁσ. Γεννάδιου στήν ἁγ. Ἄννα δέν ἦταν «ἡσυχασμός», ἀλλά πάλη μέ τόν Πονηρό καί τά ὄργανά του, ἐπειδή ἡ ἔρημος εἶναι γιά τά μεγάλα πνευματικά ἀναστήματα. Ὁ μακάριος Γέροντας δέν πολεμήθηκε μέ λογισμούς, αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ δαιμονική ἐπίθεση εἶναι γιά τούς ἀρχαρίους. Πῆγε στή Γιαλιᾶ ἕτοιμος πνευματικά, γι’ αὐτό ὁ διάβολος τόν πρόσβαλε μέ τίς ἐμφανίσεις του. Κάποτε ὁ ἀντικείμενος μπῆκε στό κελλί του μέ τήν μορφή μεγάλου φιδιοῦ! Ὁ ὅσ. Γεννάδιος δέν ταράχθηκε, οὔτε σταμάτησε τήν προσευχή του, ἀλλά ἄφησε τό Πανάγιο Ὄνομα τοῦ Κυρίου νά ἐκδιώξει τόν εἰσβολέα.
Ἄλλοτε τά πονηρά πνεύματα μέ τήν μορφή σκορπιῶν γέμισαν τό φτωχικό του κελλί, ἀκόμη καί τήν στέγη καί τό ξυλοκρέββατό του. Καί πάλι ὁ μακάριος Γέροντας μέ τήν δύναμη τῆς προσευχῆς διέλυσε τήν σατανική ἐμφάνιση.
Ἄλλοτε πάλι καί ἐνῶ ὁ Ὅσιος ἐκοιμᾶτο, ὁ πονηρός τόν «πλάκωσε» μέ βάρος τρομερό καί ἀνυπόφορο. Ὁ ἀγωνιστής δέν μποροῦσε νά μετακινηθεῖ, μποροῦσε ὅμως νά προσεύχεται. Μόλις ψέλισσε τήν εὐχή, ὁ πονηρός καί τό βάρος του ἔφυγαν!
Ὁ διάβολος ὅμως πολέμησε τόν Γέροντα καί μέ τά ὄργανά του. Στά χρόνια τῆς Γερμανικῆς Κατοχῆς τόν ἐπισκέφθηκαν στήν ἁγ. Ἄννα ἕνας ἐνωμοτάρχης καί δύο χωροφύλακες. Ὁ Γέροντας τούς δέχθηκε φιλόφρονα, τούς ἑτοίμασε φαγητό καί τούς φιλοξένησε κατά τήν συνήθειά του. Αὐτοί ἀφοῦ ἔφαγαν καί ζεστάθηκαν στήν φωτιά του (ἦταν χειμῶνας), τοῦ φέρθηκαν ἄσχημα, ἕνας μάλιστα τόν χτύπησε μέ τόν ὑποκόπανο τοῦ ὅπλου του. Ὁ Ὅσιος δέν τούς κράτησε κακία, ὅμως αὐτός πού τόν χτύπησε, βρῆκε τραγικό θάνατο κατά τήν διάρκεια τῆς Κατοχῆς.
Ἄλλοτε πάλι, συνεργείᾳ τοῦ πονηροῦ, ἐνῶ ἔκοβε σχίνους γιά τήν φωτιά του, ἕνα κλαδί τόν χτύπησε στά μάτια καί ἔχασε τό φῶς του. Ὁ Ὅσιος λυπήθηκε πολύ, τόν κατέλαβε φόβος καί ἀγωνία. «Τι θά γίνω – μονολογοῦσε – ποιός θά μέ δεῖ σ’ αὐτό τό μέρος πού βρίσκομαι τώρα; Πῶς θά ζήσω τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς μου; Θά μέ ταϊζουν σάν παιδάκι; Πῶς θά διαβάζω;» Περισσότερο ἔθλιβε τόν Γέροντα ἡ στέρηση τῆς μελέτης καί ἡ ἀνάγκη νά ἀποχωριστεῖ τό ἀσκητήριό του καί νά ζήσει σέ κάποιο χωριό, κοντά σέ ἀνθρώπους πού μποροῦσαν νά τόν περιποιηθοῦν. Ὅταν συνῆλθε κάπως, θυμήθηκε ἕνα θαῦμα τοῦ ἁγ. Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, κατά τό ὁποῖο θεράπευσε κάποιον τυφλό πιστό. Παρεκάλεσε τότε μέ θερμή πτοσευχή τόν Ἅγιο καί οἱ θεοπειθεῖς πρεσβεῖες του θαυματούργησαν καί σ’ αὐτόν. Βρῆκε τό φῶς του καί ἐπέστρεψε στό ἐρημητήριό του.
Τόν Αὔγουστο τοῦ 1980 ὁ ὅσ. Γεννάδιος βγῆκε γιά πρώτη καί τελευταῖα φορά ἀπό τήν Κρήτη καί πῆγε νά προσκυνήσει στό Ἅγιο Ὄρος.Κατά τήν ἐπιστροφή του στήν Ἀθήνα παρασύρθηκε ἀπό κάποιο αὐτοκίνητο καί σώθηκε «ὡς ἐκ θαύματος», τραυματισμένος ὅμως στά πόδια. Ἡ εὐσεβής καί πιστή Χριστιανή Ἑλένη Μαρκάκη – Τσουτσουδάκη ἀπό τήν Ἁγία Γαλήνη Ρεθύμνου, κάτοικος Ἀθηνῶν, μέ τήν ὁποία ὁ Γέροντας διατηροῦσε στενή πνευματική σχέση, τόν φιλοξένησε καί τόν περιποιήθηκε, μετά ἀπό 20ήμερη παραμονή στό νοσοκομεῖο.
(Ἐκείνη τήν περίοδο ὁ γράφων εἶχε τήν ἰδιαίτερη εὐλογία τῆς γνωριμίας μαζί του. Ὁ μακάριος Γέροντας ἐκκλησιάστηκε κάποια Κυριακή στήν Ἱ. Ν. Τιμίου Προδρόμου Ροῦφ – ὅπου τότε ἡ ἕδρα τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Γ.Ο.Χ. Ἀθηνῶν – μέ λειτουργό τόν ἀρχιμ. Παῦλο Καραγκούνη.Ἐκεῖ, στό Ἱερό Βῆμα τοῦ Ναοῦ, ἔγινε ἡ συνάντησις καί πῆρα τήν εὐχή του).
«Οἱ κόποι φέρνουν στέφανα, οἱ πόνοι καί οἱ θλίψεις δόξα», ἔλεγε ὁ ὅσ. Γεννάδιος. Μέσα στό καμίνι τῶν πειρασμῶν, μέ τήν προσευχή καί τήν ἄσκησή του, χαλκεύθηκε μία πρωτοφανής γιά τήν ἐποχή μας ἁγιότητα, ἡ ὁποία ἐκδηλώθηκε καί μαρτυρήθηκε μέ φανερά τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό διορατικό, τό προορατικό καί τό προορατικό.
Ὁ χαρισματοῦχος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Πνευματοφόρος καί Χριστοφόρος γ. Γεννάδιος, πραγματικό δοχεῖο τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἁγνός στήν ψυχή καί ἁπλός στόν τρόπο, ἀξιώθηκε θαυμαστῶν ὁραμάτων καί ἀποκαλύψεων καί διακόνησε τόν λαό τοῦ Θεοῦ σάν προορατικός καί διορατικός πνευματικός καθοδηγητής. Ἀναφέρουμε χαρακτηριστικές περιπτώσεις:
Τό Ἁγίασμα τῆς Παναγίας Ἁλμυρῆς.
Τήν 15η Αὐγούστου 1978, κατά τό παλαιό ἡμερολόγιο, ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ὁ γ. Γεννάδιος, ὁ Θεολόγος Στυλ. Παπαδογιαννάκης, ἡ Ἑλένη Μαρκάκη κ. ἄ. πιστοί, ἔκαναν ὁλονύκτια ἀκολουθία χωρίς Ἱερέα στήν Παναγία τήν Ἁλμυρή, ἀρχαῖο ναό στήν περιοχή τῶν Ἁγίων Δέκα.
Μέσα στήν ἐκκλησία αὐτή, ἡ ὁποία βρίσκεται περίπου στό γεωγραφικό κέντρο τῆς Κρήτης, ὑπάρχει παλαιό πηγάδι. «Κάποια στιγμή – διηγεῖται ὁ Στυλ. Παπαδογιαννάκης – ξεσκέπασαν τό πηγάδι καί ἄκουσα κάποιους νά λένε τήν λέξη «ἁγίασμα». Στό μυαλό μου δημιουργήθηκαν σκέψεις ἀπιστίας, τίς ὁποίες ὅμως δέν ἐκδήλωσα. «Ἁγίασμα στό πηγάδι;» σκέφθηκα. Ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε Ἱερεύς. Ἔπειτα πάλι σκέφτηκα, «Θεέ μου εἶσαι παντοδύναμος, δύνασαι καί χωρίς Ἱερεῖς νά ἁγιάσεις τά πάντα καί τό πηγάδι καί τίς θάλασσες».
Τό πρωϊ μετά τήν Ἀκολουθία ρώτησα τόν Γέροντα κατά τήν ἐπιστροφή στά Ἀκούμια, ἄν τοῦ ἄρεσε η ἀγρυπνία στήν Ἁλμυρή. «Ναί, πάρα πολύ – μοῦ ἀπάντησε – εἶδες ὅταν ξεσκέπασαν τό πηγάδι πού εὐωδίασε ὁ κόσμος ἀπό τήν μυρωδιά;» Μόλις τό ἄκουσα ἔμεινα κατάπληκτος, διότι ἀπάντησε στούς λογισμούς μου, πού μόνο ἐγώ ἐγνώριζα καί κανείς ἄλλος. Ἐθαύμασα, ἐχάρηκα καί ἐδόξασα τόν Θεό πού χαριτώνει τούς δούλους Του μέ τέτοια χάρι».
Πρόβλεψη τῆς πλημύρας τοῦ 1979.
Τόν Νοέμβριο τοῦ 1979, ὁ Γέροντας ἦταν φιλοξενούμενος στό σπίτι τοῦ Δασκάλου Ἀνδρέα Σταματεράκη, στά Μισίρια Ρεθύμνου. Ἐνῶ δέν τό συνήθιζε, ζήτησε καί πῆρε τηλέφωνο τήν Ἑλένη Μαρκάκη (στήν ὁποία ἀναφερθήκαμε προηγουμένως). «Νά μήν βγαίνετε ἀπό τά σπίτια σας χωρίς προσευχή – τῆς εἶπε – αὐτό τόν μῆνα μεγάλο κακό θἄρθει στήν Ἀθήνα καί πολλοί ἄνθρωποι θά κινδυνέψουν».
Πράγματι μετά ἀπό 8 ἡμέρες ἔγινε ἡ μεγάλη πλημμύρα τοῦ ’79, κατά τήν ὁποία πνίγηκαν ἄνθρωποι, καταστράφηκαν περιουσίες, ἀκόμη καί νεκροί «ξεθάφτηκαν», ὅταν τό ρέμα παρέσυρε τό νεκροταφεῖο τοῦ Κόκκινου Μύλου! Μάλιστα ἰδιαίτερες καταστροφές ὑπέστη ἡ περιοχή τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, ὅπου κατοικοῦσε ἡ Ἑλ. Μαρκάκη!
Ἡ περίπτωση τοῦ Μητροπολίτου Εἰρηναίου Γαλανάκη.
Τό 1980 μετά τόν τραυματισμό του, ἐνῶ ἔμενε στό σπίτι τῆς Ἑλ. Μαρκάκη, μία ἡμέρα πού ἡ εὐλαβής οἰκοδέσποινα τοῦ καθάριζε τό τραυματισμένο πόδι, τῆς εἶπε:
«Τί καθαρίζεις καί κοιτάζεις τό πόδι μου, ἄν ἔγινε καλά; Στά Χανιά γίνεται χαλασμός, ὁ κόσμος εἶναι ἀνάστατος μέ τόν Εἰρηναῖο πού ἦρθε ἀπό τήν Γερμανία. Ὅμως ὁ Τιμόθεος δέν φταίει σέ τίποτα γιά ὅσα συμβαίνουν».
Πράγματι, μέ τήν ἐπάνοδο τοῦ πρ. Κισσάμου Εἰρηναίου Γαλανάκη ἀπό τήν Μητρόπολη Γερμανίας, ἐπί Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης Τιμοθέου Παπουτσάκη, δημιουργήθηκαν θλιβερά ἐπεισόδια πού ἐξέθεσαν τήν τοπική Ἐκκλησία (Ν.Η.) καί σκανδάλισαν τόν λαό. Ὁ γ. Γεννάδιος χωρίς νά διαβάζει ἐφημερίδες καί νά ἀκούει ραδιόφωνο, μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ἦταν ἐνήμερος τῆς καταστάσεως!
Τήν ἴδια περίοδο καί στόν ἴδιο χῶρο συνέβησαν καί τά ἐξῆς τρία ἀξιόλογα περιστατικά:
Ἀπαλλαγή ἀπό δαιμονική ἐπιρροή.
Μία γιατρός, ἡ κ. Σταυροῦλα Λάσκαρη, γνωστή τῆς οἰκογενείας Μαρκάκη, ἦρθε μέ ἄλλους πιστούς γιά νά γνωρίσουν τόν Γέροντα καί νά πάρουν τήν εὐχή του. Πρίν φύγουν τόν παρεκάλεσαν νά τούς σταυρώσει. Ὁ Γέροντας ἀνταποκρίθηκε στό αἴτημά τους καί τούς σταύρωσε ὅλους, μία κοπέλλα ὅμως ἀρνήθηκε νά τήν σταυρώσει, μάλιστα ἔκρυψε βιαστικά τόν σταυρό στό στῆθος του. Τό γεγονός αὐτό, ὅπως ἦταν φυσικό, προκάλεσε σχόλια, ἡ ἀδελφή μάλιστα τῆς κοπέλλας ἄρχισε νά κλαίει. Ἐνῶ ἔφευγαν κλαίγοντας ἡ κ. Μαρκάκη τίς λυπήθηκε καί τούς εἶπε:
«Μή φεύγετε, θά παρακαλέσω ἐγώ τόν Γέροντα νά σᾶς σταυρώσει».
«Πάτερ Γεννάδιε – εἶπε στόν Γέροντα ἐπιστρέφοντας μέσα – γιατί δέν σταύρωσες τήν κοπέλλα; Αὐτή καί ἡ ἀδελφή της εἶναι πολύ στενοχωρημένες. Σέ παρακαλῶ, ἦρθαν ἀπό τήν ἀκρη τῆς Ἀθήνας γιά νά σέ ἀκούσουν καί νά πάρουν τήν εὐχή σου, σταύρωσε καί αὐτήν γιά νά μήν φύγει στενοχωρημένη».
«Ναί – ἀποκρίθηκε ὁ μακάριος Γέροντας – ἀλλά εἶναι μαγεμένη καί ἀντί νά τρέχει στήν Ἐκκλησία καί στούς Ἁγίους γιά νά γίνει καλά, τρέχει στούς μάγους»!
Ὅταν ἔγιναν γνωστά στήν κοπέλλα ὅσα εἶπε ὁ Γέροντας, ἐκείνη ταπεινά παραδέχτηκε ὅτι ἦταν ἀλήθεια, θαυμάζοντας τό προορατικό καί τήν ἁγιότητα τοῦ μοναχοῦ. Τελικά ὁ Γέροντας τήν σταύρωσε καί ἐκείνη ἔφυγε χαρούμενη καί εὐτυχισμένη.
Κάποιες ἡμέρες ἀργότερα πῆρε τηλέφωνο τήν κ. Μαρκάκη καί τῆς εἶπε ὅτι γιά διάστημα ἑνός χρόνου ἔβλεπε νά τήν τριγυρίζει μία μαύρη γάτα, χωρίς νά τήν βλέπει κανείς ἄλλος! Ἀφοῦ ὅμως τήν εὐλόγησε ὁ ὅσ. Γεννάδιος, ἡ γάτα ἐξαφανίσθηκε! Μέ τόν ἁπλό (καί ὄχι ἁπλοϊκό) αὐτό τρόπο ὁ Θεός ἔδειξε στήν πάσχουσα, ὅτι τήν ἀπάλλαξαν ἀπό τήν δαιμονική ἐπιρροή οἱ προσευχές τοῦ Ὁσίου δούλου Του.
Δαιμονική προσβολή λόγῳ ἀνοχῆς βλασφημίας κατά τοῦ Χριστοῦ.
Ἕνα βράδυ ἐπισκέφθηκε τόν γ. Γεννάδιο στό σπίτι τῆς κ. Μαρκάκη μία συντροφιά μορφωμένων ἀνθρώπων. Ἕνας ἀπό αὐτούς ἦταν ὅμως ἄθεος (ἤ πιθανῶς Χιλιαστής) καί ὑποστήριζε, ὅτι ὁ Χριστός ἦταν δέν εἶχε ἔρθει, ἀλλά ἐπρόκειτο νά ἔρθει! Ὁ Γέροντας «ἄναψε», σηκώθηκε ὄρθιος καί μέ βροντερή φωνή, γεμάτος ἀγανάκτηση, εἶπε:
«Ὁ Χριστός, ὁ ἀληθινός Θεός, ἦρθε γιά τήν σωτηρία μας. Τό Εὐαγγέλιό Του εἶναι ἡ διδασκαλία Του. Ὅποιος κοιτάζει νά κάψει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, θά καεῖ ὁ ἴδιος».
Τήν νύκτα ἐκείνη ὁ Γέροντας δέν μποροῦσε νά κοιμηθεῖ. Ὅταν ρωτήθηκε τι τοῦ συμβαίνει ἀποκρίθηκε: «Δέν μέ ἀφήνει ὁ Σατανάς νά κοιμηθῶ, ἐπειδή ἀκούσαμε τίς φλυαρίες τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου κατά τοῦ Χριστοῦ. Δέν τόν διώξαμε καί πῆρε δύναμη ὁ Σατανάς καί μοῦ λέει: «Αὐτός ὁ ξένος τά λέει καλά, διότι εἶναι ἐγγράμματος. Αὐτός νά μιλάει, αὐτός ξέρει. Ἐσύ εἶσαι ἀγράμματος καί δέν ξέρεις τι λές». Τρίζει τά δόντια του ἐναντίον μου καί μοῦ λέει νά μή μιλάω, νά μή διδάσκω τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ»!
«Νομίζουν, ὅτι ἔχω πεθάνει».
Τό περιστατικό αὐτό συνέβη στήν κατοικία τῆς κ. Μαρκάκη, στήν Ἁγία Γαλήνη Ρεθύμνου.
Ὅταν ὁ Γέροντας κατέβηκε στήν Κρήτη μετά τόν ταυματισμό του, μετά τόν τραυματισμό του, φιλοξενήθηκε στό ἐξοχικό τῆς κ. Μαρκάκη, μέ σκοπό νά ξεκουραστεῖ γιά ὀκτώ ἡμέρες. Ἐντελῶς ξαφνικά, τήν Πέμπτη ἡμέρα, ζήτησε ἀπό τούς οἰκοδεσπότες νά τόν πᾶνε στό κελλί του, στήν ἁγ. Ἄννα.
«Πάτερ Γεννάδιε, τι λές – τοῦ παραπονέθηκαν – δέν εἴχαμε συμφωνήσει ὀκτώ ἡμέρες;»
«Ναί – ἀπάντησε ὁ Γέροντας – ἀλλά ἄν δέν πᾶμε στήν ἁγ. Ἄννα, θά σπάσουν τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ, διότι εἶναι ἄνθρωποι ἀπό τίς Βρύσες καί μέ περιμένουν. Νομίζουν, ὅτι εἶμαι μέσα στό καλλί καί ἔχω πάθει κακό. Θά περιμένουν μέχρι τό βράδυ. Ἄν καθυστερήσουμε θά σπάσουν τήν πόρτα».
Ξεκίνησαν βραδάκι ἀπό τήν Ἁγία Γαλήνη καί ὅταν ἔφθασαν στήν ἁγ. Ἄννα βρῆκαν ἔκπληκτοι δύο νεαρούς νά περιμένουν. Μόλις οἱ νεαροί εἶδαν τόν Γέροντα τοῦ εἶπαν:
«Πάτερ Γεννάδιε, θά περιμέναμε μισή ὥρα ἀκόμη καί ἔπειτα, ἄν δέν ἐρχόσουν, θά σπάζαμε τό κελλί, διότι νομίζαμε ὅτι εἶχε πεθάνει»!
Τά ξένα σταφύλια.
Ὁ Ἐμμανουήλ Παπαμιχελάκης ἀπό τά Σακτούρια, ἐπισκέφθηκε τόν Γέροντα στό κελλί του. Θεώρησε καλό γιά νά τόν εὐχαριστήσει, νά τοῦ κρατᾶ ἕνα καλαθάκι σταφύλια. Ὁ Γέροντας πῆρε τό καλαθάκι, διάλεξε κάποια σταφύλια καί τά ὑπόλοιπα τά ἐπέστρεψε λέγοντας:
«Πάρε αὐτά τά σταφύλια νά τά πᾶς ἐκεῖ πού τά βρῆκες, διότι δέν εἶναι ἀπό τό δικό σου ἀμπέλι»!
Πραγματικά, αὐτό εἶχε συμβεῖ. Ὁ Παπαμιχελάκης εἶχε κόψει σταφύλια καί ἀπό διπλανό ξένο ἀμπέλι! Θαύμασε τό προορατικό τοῦ Γέροντα καί ἔφυγε ζητῶντας συγγνώμη.
Ἀόρατες φωτιές.
Ἕνα βράδυ καλοκαιριοῦ,ἐνῶ ἐπέστρεφε ἀπό τό χωριό του, τά Ἀκτοῦντα, στά Ἀκούμια, εἶδε μεγάλες γλῶσσες φωτιᾶς ἔξω ἀπό τό χωριό, πρός τίς ἑλιές, ἐκεῖ πού εἶναι ἡ ἐκκλησία τοῦ ἁγ. Νικολάου. Μικρότερες φωτιές εἶδε καί στά χωριά Βρύσες καί Πλατανέ.
Ὅταν ἔφθασαν στ’ Ἀκούμια ρώτησε γιά τήν πυρκαγιά, ἀλλά κανείς δέν ἤξερε τίποτα. Τό φαινόμενο τό ἐρμήνευσε ἀργότερα ὁ ἴδιος λέγοντας, ὅτι προμηνύονται λυπηρά γεγονότα, γιά τίς ἁμαρτίες τῶν Χριστιανῶν. Ὅμως, καί στήν πραγματικότητα ξέσπασε μεγάλη πυρκαγιά λίγο ἀργότερα, ἡ ὁποία ἔκαψε τήν νότια πλευρά τοῦ Ὄρους Σιδέρωτας καί κατασβέσθηκε δι’ εὐχῶν του, ὅταν ἔστρεψε πρός τήν φωτιά τήν εἰκόνα τῆς ἁγ. Ἄννας!
Ἐμφάνιση σέ τυφλή Χριστιανή.
Μία τυφλή Χριστιανή, στό ὄνομα Ἀλεξάνδρα, φίλη τῆς οἰκογενείας Μαρκάκη, κάτοικος Ἀθηνῶν, ἄκουσε περί τοῦ γ. Γενναδίου καί εἶχε μεγάλο πόθο νά τόν συναντήσει. Μία βραδυά τόν βλέπει στόν ὕπνο της καί τῆς λέει: «Εἶμαι ὁ Γεννάδιος. Ὅταν κατέβεις στή Κρήτη ἐμένα θά συναντήσεις πρῶτα».
Πέρασε καιρός καί τά πράγματα ἦρθαν ἔτσι ὥστε νά φιλοξενηθεῖ ἡ τυφλή Ἀλεξάνδρα στό ἐξοχικό τῆς οἰκογενείας Μαρκάκη, στήν Ἅγια Γαλήνη. Ἐκεῖ, ἐνῶ ὑπῆρχε πρόγραμμα προσκυνήματος στή Μονή Καλυβιανῆς, ἔμαθαν ὅτι ὁ γ. Γεννάδιος ἦταν στ’ Ἀκούμια. Τροποποίησαν τότε τό πρόγραμμά τους, πῆγαν στ’ Ἀκούμια καί συνάντησαν τόν Γέροντα. Ἔτσι ἐπαληθεύθηκε ἡ «κατ’ ὄναρ» πρόρρηση τοῦ Ὁσίου Πατρός, στό προσκύνημά της στήν Κρήτη ἡ Ἀλεξάνδρα συνάντησε πρῶτα τόν γ. Γεννάδιο!
Προθανάτια συνάντηση.
Τόν Αὔγουστο τοῦ 1982 ὁ γ. Γεννάδιος, ἡ Ἑλένη Μαρκάκη κ. ἄ. Χριστιανοί, πῆγαν νά προσκυνήσουν στήν Παναγία τήν Ἁλμυρή. Ἐκεῖ ἄρχισαν νά διαβάζουν τήν Παράκληση πρός τήν Παναγία. Κάποια στιγμή ὁ Γέροντας πλησιάζει τήν κ. Μαρκάκη καί τῆς λέει: «Κάντε γρήγορα, πρέπει νά βιαστοῦμε νά πᾶμε στήν Καλυβιανή». Μετά ἀπό τήν σύντομη ἀνάγνωση τῆς Παρακλήσεως ὁ Γέροντας πῆγε πρῶτος στό αὐτοκίνητο. Ὅλοι ἦσαν περίεργοι, «τί τό σπουδαῖον καί εἰς τι αὐτή ἡ βιασύνη;»
Ἀφοῦ ἔφτασαν στό μοναστήρι, δέν πρόλαβαν καλά – καλά νά καθίσουν καί ἔφτασε γιά ἐπίσκεψη μισῆς ὥρας ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης (Ν.Ε.) Τιμόθεος. Οἱ δύο ἄντρες συναντήθηκαν μέ μεγάλη χαρά, διότι τούς συνέδεε πολύχρονη φιλία. Τό παράξενο ἦταν ὅτι δέν ἀντάλλαξαν οὔτε μία λέξη, μεταξύ τους ἐπικράτησε τέλεια σιωπή. Ἀσφαλῶς ὁ Γέροντας γνώριζε, ὅτι αὐτή ἦταν ἡ τελευταῖα τους συνάντησις. Αὐτό ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό ἐκεῖνο πού εἶπε τήν ἴδια ἡμέρα στόν Πνευματικό τῆς μονῆς ἀρχιμ. Νεκτάριο Παπαδάκη. «Εἶναι ἡ τελευταῖα φορά – εἶπε – πού ἔρχομαι στήν Καλυβιανή». Πράγματι τό ἑπόμενο ἔτος 1983 κοιμήθηκε. Γι’ αὐτό βιάστηκε ὁ Γέροντας νά πάει στήν Καλυβιανή, γιά νά ἀποχαιρετίσει τόν φίλο του Ἀρχιεπίσκοπο Τιμόθεο.
Πρόρρησις μοναχικῆς ἀφιερώσεως.
Μέ τήν Μονή Καλυβιανῆς ὁ Γέροντας διατηροῦσε στενές σχέσεις ἀγάπης. Σχετικό μέ τήν μονή εἶναι καί τό ἀκόλουθο περιστατικό: Οἱ ἀδελφές Χρυσοῦλα καί Μαρία Γεωργαλῆ, μορφωμένες καί πιστές, εἶχαν ἀποφασίσει νά μονάσουν στήν Καλυβιανή. Τό μοναστήρι φημίζεται γιά τό κοινωνικό καί φιλανθρωπικό του ἔργο καί οἱ ἀδελφές εἶχαν ἀποφασίσει νά ἀφιερωθοῦν ἐκεῖ στήν διακονία τοῦ πλησίον.
Κάποτε ἐπισκέφθηκαν τόν Γέροντα, ὅταν αὐτός φιλοξενοῦνταν στήν Ἀθήνα, γιά νά τόν συμβολευτοῦν καί νά πάρουν τήν εὐχή του. «Ναί, θά πᾶτε στήν Καλυβιανή – τούς εἶπε – ἀλλά γιά λίγο καιρό καί μετά θά γυρίσετε πάλι ἐδῶ».
Τήν στιγμή ἐκείνη οἱ ἀδελφές δέν τόν πίστεψαν, ὅταν ὅμως ἀργότερα πῆγαν στήν Καλυβιανή καί μέσα σέ ἕνα μῆνα ἀρρώστησαν ἀπό τήν ἀλλαγή τοῦ κλίματος, μέ προτροπή τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης (Ν.Ε.) Τιμοθέου ἐπέστρεψαν στήν Ἀθήνα.
Θαυματουργική αὔξησις φαγητοῦ.
Ἡ Ἡγουμένη τῆς Ἱ. Μ. Μεταμ. Σωτῆρος Κουμπέ Ρεθύμνου Γερόντισσα Πανσέμνη Αὐγουστάκη, διηγεῖται τό ἀκόλουθο περιστατικό:
«Κάποτε, σέ μικρή ἡλικία, πῆγα στήν ἁγ. Ἄννα καί παρακολούθησα τήν Ἀκολουθία πού διάβαζε ὁ γ. Γεννάδιος. Ἐγώ καί κουρασμένη ἦμουν καί πεινοῦσα, ἔλεγα «πότε θά τελειώσει;» Ἀφοῦ τελείωσε περίμενα φαγητό ἄφθονο, γιά νά χορτάσω τήν πεῖνα μου. Δυστυχῶς ὅμως, ἀντί τῶν πολλῶν φαγητῶν πού ὀνειρευόμουν, βλέπω ἕνα μόνο πιάτο. Σκέπτομαι, «ποιος θά πρωτοφάει;» ’Αρχίζουμε, λοιπόν, τρῶμε καί χορτάσαμε, ἀλλά τό φαγητό δέν τελείωσε! Ἐθαύμασα, ὅτι εἶναι ἅγιος ἄνθρωπος καί εὐλόγησε ἀληθινά τό φαγητό».
Θαυματουργική κατάσβεση πυρκαγιᾶς.
Κάποτε μία πυρκαγιά ἐκδηλώθηκε ἔξω ἀπό τό χωριό Ἀγαλλιανός. Μέ τήν δύναμη τοῦ ἀνέμου ἡ φωτιά ἐπεκτάθηκε ταχύτατα, ἔκαψε τήν νότια πλαγιά τοῦ Σιδέρωτα καί ἔφθασε ἀπειλητική στή Γιαλιά. Κινδύνευαν νά καοῦν χιλιάδες ἐλαιόδεντρα καί νά καταστραφοῦν δεκάδες οἰκογένειες. Ἀνάστατη ἡ Ἀντιγόνη Παπαμιχελάκη ἀπό τίς Βρύσες, ἔτρεξε στόν ὅσ. Γεννάδιο καί τοῦ εἶπε: «Πάτερ Γεννάδιε, φωτιά, θά καεῖ ἡ Γιαλιά, θά χαθοῦμε. Κάνε τήν προσευχή σου, παρακάλεσε τήν ἁγ. Ἄννα, νά μᾶς γλυτώσει γιατί χαθήκαμε».
«Εἶναι θυμός Θεοῦ – ἀπάντησε ὁ Γέροντας – ὀργή Θεοῦ γιά τίς ἁμαρτίες μας». Ἔπειτα μπῆκε στό ἐκκλησάκι, πῆρε τήν εἰκόνα τῆς ἁγ. Ἄννας καί προσευχόμενος ἐσωτερικά, προχώρησε σέ ἕνα μικρό λόφο καί ἔστρεψε τήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας νά βλέπει τό μέτωπο τῆς φωτιᾶς. Σέ μερικά λεπτά ἡ διεύθυνση τοῦ ἀνέμου ἄλλαξε καί ἡ φωτιά στράφηκε πρός τήν θάλασσα, ὅπου ἔσβυσε!
«Εἰς ὀσμήν εὐωδίας πνευματικῆς».
Ἄλλοτε, ἐνῶ ὁ γ. Γεννάδιος ἦταν φιλοξενούμενος στό σπίτι τοῦ Δασκάλου Ἀνδρέα Σταματεράκη στά Ἀκούμια, ἡ Πρεσβυτέρα Πηνελόπη, χῆρα τοῦ Ἱερέως Ἀντωνίου Παπαδάκη πού περνοῦσε ἀπό τόν δρόμο, ἀκούστηκε νά λέει μέ ἀπορία: «Εὐωδία μεγάλη ἄκουσα, περίεργο ἄρωμα αἰσθάνομαι, τί συμβαίνει ἄραγε;»
«Δέν ἐπρόκειτο περί συνήθους ἀρώματος ἤ λιβανίσματος – σημειώνει ὁ αὐτόπτης μάρτυρας Στυλ. Παπαδογιαννάκης – ἀλλά ἐπειδή ἐπέρασε ὁ γ. Γεννάδιος, ἐπέτρεψε ὁ Θεός καί ἄφησε τό ἄρωμα τῆς ἁγιότητος, τό ὁποῖο ἔγινε αἰσθητό καί ἀντιληπτό μόνο ἀπό τήν γυναῖκα ἐκείνη»!
«Ὁ περιπατών ἐπί πτερύγων ἀνέμων» (Ψαλμ. 103).
Ἀληθινά ἡ ἄσκηση καί ἡ ἁγία ταπείνωση ἀποδείχθηκε ὑψοποιός καί γιά τόν μακάριο Γέροντα Γεννάδιο. Ὁ Ὅσιος τοῦ Θεοῦ κυριολεκτικῶς «δέν πατοῦσε στή γῆ»! Ὑπάρχουν δύο τουλάχιστον ἐξακριβωμένες μαρτυρίες αὐτοῦ τοῦ γεγονότος:
Ὅταν ὁ Γέροντας νοσηλεύοταν τραυματισμένος στήν Ἀθήνα (1980), ἐπισκέφθηκε μέ τήν Ἑλ. Μαρκάκη προσκυνηματικῶς ἕνα μοναστήρι στήν περιοχή τῆς Λούτσας. Ὅταν ἔφευγε ἡ ἀδελφότητα τόν παρεκάλεσε νά εὐλογήσει τήν μονή. Τόν εἶδαν τότε νά στέκεται πάνω ἀπό τήν γῆ καί νά εὐλογεῖ!
Παρόμοιο περιστατικό καρτυρεῖται καί στήν κατοικία τῆς οἰκογενείας Μαρκάκη, στήν Ἁγία Γαλήνη. Ἦταν ἡ περίοδος τῆς φιλοξενίας τῶν ὀκτώ ἡμέρων, μετά τόν τραυματισμό του (1980). Μία ἀπό τίς ἡμέρες ἐκείνες τόν εἶδαν νά κατεβαίνει τήν σκάλα τοῦ σπιτιοῦ, χωρίς νά πατάει καθόλου στά σκαλοπάτια, ἀλλά νά αἰωρεῖται στίν ἀέρα, μέχρι πού ἔφτασε στό ἔδαφος!
Ὑπάρχουν ὅμως καί οἱ τρομερές, ἐξακριβωμένες καί μαρτυρημένες, ἐκείνες περιπτώσεις κατά τίς ὁποίες ὁ μακάριος Γέροντας βρέθηκε σέ ἄλλους τόπους, χωρίς νά χρησιμοποιήσει κανένα ἀνθρώπινο μεταφορικό μέσο!
Τό μαθητικό ἀτύχημα στή Γεωργιούπολη Χανίων.
Τόν Μάϊο τοῦ 1972, ἔγινε στή Γεωργιούπολη Χανίων ἕνα φοβερό μαθητικό ἀτύχημα, τό ὁποῖο συντάραξε τό Πανελλήνιο. 21 μαθήτριες τοῦ Γυμνασίου Σπηλίου Ρεθύμνου πνίγηκαν κατά τήν διάρκεια σχολικῆς ἐκδρομῆς, ὅταν ἀνατράπηκε τό καϊκι στό ὁποῖο ἐπέβαιναν, μέσα στό λιμάνι τῆς Γεωργιούπολης.
Ἀνάμεσα στά θύματα ἦταν καί δύο κορίτσια τοῦ καλοῦ Χριστιανοῦ ἀπό τό χωριοῦ Μυξούρεμα Γεωργίου Δουλγεράκη. Ἀδύνατη ἡ φύση τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου, ὁ τραγικός πατέρας παρ’ ὀλίγο νά τρελαθεῖ ἀπό τόν πόνο του.
Ὁ γ. Γεννάδιος, γιά νά οἰκονομήσει τήν σωτηρία τοῦ ἀδελφοῦ, τόν κάλεσε καί τοῦ ἀποκάλυψε πῶς μέ ἄγνωστο καί ὑπερφυσικό τρόπο βρέθηκε ἀπό τό κελλί του στήν ἁγ. Ἄννα στήν παραλία τῆς Γεωργιούπολης, τήν ὥρα πού οἱ μαθήτριες ἔμπαιναν στή βάρκα. Ὁ Γέροντας παρακαλοῦσε καί ἔλεγε, «μήν μπεῖτε», ἀλλά αὐτές δέν τόν ἄκουγαν, ἴσως καί κάποιες νά τόν κοροϊδεψαν. «Δέν ξέρω, δέν ξέρω κι ἐγώ πῶς βρέθηκα στήν παραλία – διηγήθηκε στόν Στυλ. Παπαδογιαννάκη – μπαίνανε οἱ μαθήτριες στή βάρκα καί τούς ἔλεγα «μή μπῆτε», μά δέν μ’ ἀκούγανε, ἦταν σάν μεθυσμένες. Ὕστερα ἡ βάρκα ἄρχισε νά βουλιάζει. Μπῆκα στή θάλασσα καί χώθηκα μέχρι τόν λαιμό στό νερό, μά δέν μποροῦσα νά τίς σώσω. Ἔτσι ἦταν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μετά εἶδα τά κορίτσια σου στόν Παράδεισο, στεφανωμένα μέ τά στεφάνια τῆς παρθενίας»!
Σύμφωνα μέ μαρτυρίες κοριτσιῶν πού ἦσαν στή βάρκα καί ἐπέζησαν, ἄλλων μαρτύρων πού ἦσαν στήν παραλία τήν τραγική ὥρα τοῦ ἀτυχήματος, καθώς καί δημοσιευμάτων τῶν ἐφημερίδων πού κάλυψαν τό γεγονός, πράγματι ὑπῆρχε στήν παραλία κάποιος Κληρικός, στόν ὁποῖο σέ ἀνύποπτο χρόνο κάποιες μαθήτριες εἶπαν, «συγχώρεσέ μας, Παπούλη» καί ὁ ὁποῖος μετά ἐξαφανίσθηκε!
Ὁ τραγικός πατέρας, ὅταν ἄκουσε αὐτές τίς πράγματι ἀπίστευτες πληροφορίες ἀπό τόν γ. Γεννάδιο, πάνω στόν πόνο του τόν «προκάλεσε». «Γέροντα – τοῦ εἶπε – γιά νά πιστέψω ὅσα μοῦ εἶπες, νά παρακελέσεις τόν Θεό νά γίνουν τά παιδιά μου περιστέρια καί ἐκεῖ πού ζευγαρίζω (ὀργώνω) νά ἔρθουν τά τά δῶ»!
Αὐτά τά διηγήθηκε τρέμοντας καί κλαίγοντας ὁ ἀδ. Γεώργιος τό 1986, ἔξω ἀπό τόν ἱστορικό ναό τῆς Παναγίας τῆς Λαμπινῆς, σέ ὁμάδα Ὀρθοδόξων ἀπό τά Χανιά (στόν γράφοντα καί τήν σύζυγό μου Μαρία, τόν Νευρολόγο – Ψυχίατρο Στυλιανό Δοξάκη καί τήν σύζυγό του Ἑλένη, Καθηγήτρια Φιλόλογο, τόν Ἀντώνιο Βαβουλάκη καί τήν μητέρα του Ἐλευθερία, τόν Βασ. Χατζηϊωάννου καί τήν σύζυγό του Ἄννα, κ.ἄ. πιστούς. Τονίζουμε τήν ἐπαγγελματική ἰδιότητα τοῦ Στυλ. Δοξάκη, διότι ὡς εἰδικός ἐπιστήμων δέν διέγνωσε κάποια ψυχική διαταραχή στόν ἀφηγούμενο πατέρα).
«Ἀδελφοί – συνέχισε – ἐκεῖ πού ζευγάριζα, βλέπω δύο λευκά περιστέρια νά κάνουν κύκλους πάνω ἀπό τό χωράφι! «Θεέ μου – εἶπα – ἄν εἶναι τά παιδιά μου, ν’ ἀρθοῦν στά γόνατά μου. Καί ἦρθαν. Καί τά χάϊδεψα. Ἀπό τότε ἡρέμησα καί ὑποτάχθηκα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ»!!!
Φοβερά, θαυμαστά καί ἀπίστευτα ὅλα αὐτά. Τέτοια ἦταν ἡ παρρησία τοῦ ὁσ. Γενναδίου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Θά ρωτήσει κανείς, «ἔγιναν οἱ ψυχές τῶν παιδιῶν περιστέρια;» Ρωτήσαμε ἕνα καλό πνευματικό τῶν ἡμερῶν μας καί μᾶς εἶπε:
«Δέν γνωρίζετε, ὅτι κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο «οἱ Ἅγιοι τόν κόσμον κρινοῦσι» (Α’ Κορ. 6, 2) καί κατά τόν Ἀπόστολο Ἰάκωβο «πολύ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη» (Ἰακ. 5, 16); Τά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι γεμάτα ἀπό παροόμοια περιστατικά, ἀλλά καί φοβερώτερα καί παραδοξώτερα. Εἶναι μεγάλη ἡ δύναμις τῶν πρεσβειῶν τῶν Ἁγίων. Φυσικά οἱ ψυχές δέν ἔγιναν περιστέρια. Ἄς δεχθοῦμε, ὅτι οἱ φύλακες Ἄγγελοι τῶν παιδιῶν, κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πῆραν αὐτή τήν μορφή, γιά νά οἰκονομηθεῖ ὁ ἀβάσταχτος πόνος τοῦ πατέρα καί νά διασφαλιστεῖ ἡ δική του πίστη καί ψυχική σωτηρία».
Ἀποτροπή ἀπό αὐτοκτονία.
Σέ κάποια ἄλλη περίπτωση, μία γυναῖκα ὀνόματι Μαρία (γιά εὐνοήτους λόγους, δέν δημοσιοποιοῦνται τά ὑπόλοιπα στοιχεῖα της), παντρεμένη καί ἀπογοητευμένη ἀπό τήν ζωή της, ὁδηγήθηκε ἀπό τόν διάβολο στήν ἀπελπισία καί ἀποφάσισε νά αὐτοκτονήσει. Πῆρε, λοιπόν, ἕνα καλάθι, ἔβαλε μέσα ἕνα σκοινί καί πῆγε ἔξω ἀπό τό χωριό της, σέ ἕνα δικό της χωράφι καί κοίταζε τό δέντρο πού θά ἔδενε τό σκοινί γιά νά κρεμαστεῖ. Πενήντα μέτρα πρίν φτάσει στό δέντρο σκόνταψε κι ἔπεσε. Ὅταν σηκώθηκε εἶδε μπροστά της τόν γ. Γεννάδιο (σημειώνουμε, ὅτι ἡ ἀπόσταση ἀπό τήν ἁγ. Ἄννα μέχρι τό μέρος ἐκεῖνο εἶναι περίπου μία ὥρα μέ τό αὐτοκίνητο).
«Ἐσύ μέ μπέρδεψες κι ἔπεσα;» ρώτησε ἡ γυναῖκα τόν Γέροντα.
«Ὄχι ἐγώ – τῆς ἀπάντησε – ἀλλά ὁ φύλακας Ἄγγελός σου καί μ’ ἔστειλε ὁ Θεός νά σέ προλάβω, νά μήν σ’ ἀφήσω νά κάνεις αὐτό πού ἔχεις στό νοῦ σου, νά μήν αὐτοκτονήσεις»!
Ἡ γυναῖκα θαύμασε τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ καί τό προρατικό τοῦ δούλου Του, δόξασε τόν Θεό πού τήν ἔσωσε, μετανοήσε καί ἔζησε ἔκτοτε χριστιανική ζωή.
Σωματικῶς στήν Ἀμερική, χωρίς νά φύγει ποτέ ἀπό τήν Κρήτη!
Ἡ Δήμητρα… ἀπό τό Χρωμοναστήρι Ρεθύμνου, μαρτυρεῖ ὅτι ὁ ὅσ. Γεννάδιος βρέθηκε καί στήν Ἀμερική!
«Πῆγα καί στήν Ἀμερική – διηγήθηκε ὁ Γέροντας μέ τήν χαρακτηριστική ἁπλότητα πού τόν διέκρινε στόν Στυλ. Παπαδογιαννάκη – πῆρα κι ἕνα βιβλίο, δέν καταλάβαινα ὅμως τήν γλῶσσα τους καί δυσκολεύτηκα νά συννενοηθῶ. Εἶδα καί τήν Δήμητρα ἀπό τό Χρωμοναστήρι καί ἔτρεχε νά μέ πιάσει καί νά μέ χαιρετίσει, ἐγώ ὅμως τῆς ἔφυγα. Πῶς πῆγα στήν Ἀμερική καί πῶς ἦρθα δέν ξέρω»!
Ὁ Στυλ. Παπαδογιαννάκης συνάντησε ἀργότερα τήν Δήμητρα… στό Ρέθυμνο, στό σπίτι τῆς Ζαχαρούλας Βούρβαζη, ἡ ὁποία ἦταν παροῦσα καί ἄκουσε τήν μεταξύ τους συζήτηση. Πράγματι ἡ Δήμητρα… εἶχε πάει στήν Ἀμερική, ὅπου ἔζησε 15 χρόνια καί πράγματι εἶδε τόν γ. Γεννάδιο. «Τόν εἶδα καί ἔτρεχα νά τόν χαιρετήσω – εἶπε – ἀλλά μοῦ ἔφυγε καί τόν ἔχασα»!
Θεατής «ἐν Πνεύματι» τοῦ πολέμου στή Μέση Ἀνατολή.
Γιά κάποια περίοδο ὁ γ. Γεννάδιος ἦταν χλωμός καί πολύ λυπημένος καί δέν ἤθελε φαγητό. Ὅταν τόν ρώτησαν γιατί ἦταν στενοχωρημένος καί δέν ἔτρωγε ἀπάντησε:
«Ὅταν μοῦ μιλοῦν οἱ ἄνθρωποι δέν τούς ἀκούω καλά. Καί ὅμως ἀκούω τόν πόλεμο στό Λίβανο καί τήν Περσία. Ἀκούω τίς ὀβίδες πού σκάζουν καί τά κλάματα καί τά βογγητά τῶν ἀνθρωπων, «μάνα μου, μάνα μου». Ὅταν μιλοῦν οἱ ἄνθρωποι τ’ αὐτιά μου δέν ἀκοῦνε καί ‘κείνους ὅπου πολεμοῦν στόν πόλεμο γροικοῦνε» (τό τελευταῖο τό ἔλεγε σάν τραγοῦδι, μία ἁπλῆ καί χαριτωμένη ἀποστροφή).
Ὁ ὅσ. Γεννάδιος, δηλαδή, ἔβλεπε «ἐν Πνεύματι» τόν ἐμφύλιο πόλεμο στό Λίβανο καί τήν Ἰρακινο-Περσική σύγκρουση! Μάλιστα στίς συρράξεις αὐτές ὁ θεοφόρος Γέροντας βρέθηκε καί σωματικῶς καί οἱ σφαίρες ἔπεφταν πάνω του σάν βροχή. Τότε, στήν ἀρχή, φοβήθηκε πῶς θά σκοτωθεῖ. Ἔπειτα, ὅμως, παρατήρησε, ὅτι οἱ σφαίρες δέν τόν «ἔπιαναν» καί πῆρε θάρρος. Κατάλαβε τότε, ὅτι δέν σκοτώνουν τόν ἄνθρωπο οἱ σφαίρες, ἀλλά οἱ ἁμαρτίες πού κάνει!
Ἐμπειρίες μεταθανάτιας ζωῆς.
Ἐξαιρετικῆς σημασίας γιά τούς ἀγωνιζομένους πιστούς εἶναι οἱ ἐμπειρίες τοῦ μακαρίου Γέροντα ἀπό τήν μεταθανάτια ζωή, ἀπό τόν Παράδεισο, ἀλλά καί τόν τόπο τῆς κολάσεως. Δύο φορές στήν ὁσιακή του ζωή μαρτυρεῖται «ἀρπαγή εἰς τόν Παράδεισον». Τήν πρώτη φορά, ἄγνωστο ποῦ καί πῶς, βρέθηκε σέ μία τρύπα βράχου «πού ὡμοίαζε μέ ἀρκαλότρυπα». Τήν ἐμπειρία αὐτή διηγήθηκε ὡς ἐξῆς:
«Ἄκουσα ψαλμωδίες, εἶδα ὀμορφιές, πού δέν μπορῶ νά σᾶς περιγράψω. Ἐκεῖ ἦταν ὁ Παράδεισος. Ἔμεινα ἐκεῖ ὡς πέντε λεπτά τῆς ὥρας. Πῶς πῆγα καί πῶς γύρισα δέν ξέρω»!
Πρόκειται ἀσφαλῶς περί τῆς συγκλονιστικῆς ἐμπειρίας τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τῆς ἀρπαγῆς του στόν Παράδεισο (τήν ὁποία περιγράφει στήν Β’ πρός Κορινθίους Ἐπιστολή του), ὅπως ἐξ’ ἵσου συγκλονιστικά τήν βίωσε ὁ ὅσ. Γεννάδιος καί ταπεινά καί χαριτωμένα τήν μετέφερε στούς ἐπισκέπτες του, ὄχι γιά νά προβληθεῖ, ἀλλά γιά νά στηρίξει τήν κλονισμένη πίστη καί νά οἰκοδομήσει τόν πλησίον. «Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῶ – γράφει ὁ ἀπ. Παῦλος – πρό ἐτῶν δεκατεσσάρων. Εἴτε ἔν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτός σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεός οἶδεν. Ἀρπαγέντα τόν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Καί οἶδα τόν τοιοῦτον ἄνθρωπον. Εἴτε ἐν σώματι, εἴτε ἐκτός σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεός οἶδεν. Ὅτι ἠρπάγη εἰς τόν παράδεισον καί ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἅ οὐκ εξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β’ Κορ. 12, 2 – 4).
Τήν δεύτερη φορά τῆς ἀρπαγῆς του στόν Παράδεισο ὁ μακάριος Γέροντας εἶδε καί ἀναγνώρισε Χριστιανούς «πού ἔχουν ἀποθάνει καί εἰς τήν ζωήν των ὑπῆρξαν εὐσεβεῖς καί πιστοί», ἀνέφερε μάλιστα καί τά ὀνόματά τους (τά ὁποῖα στήν παροῦσα ἐργασία δέν ἀναφέρονται, γιά εὐνοήτους λόγους). Ἄν ὁ πλούσιος τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς «ἐν τῶ ἅδῃ ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ἐπάρας τούς ὀφθαλμούς αὐτοῦ, ἐώρακε τόν Ἀβραάμ ἀπό μακρόθεν καί Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ» (Λουκ. 16, 19 – 31), πόσο μᾶλλον ὁ δίκαιος, ὁ πνευματικός (ἐπίσης κατά τόν ἀπ. Παῦλο), ὁ ὁποῖος «ἀνακρίνει τά πάντα, αὐτός δέ ὑπ’ οὐδενός ἀνακρίνεται»; (Α’ Κορ. 2, 15).
Ὑπῆρξε ὅμως καί μία τρίτη ἀρπαγή. Βρέθηκε ὁ Γέροντας σέ μία λίμνη, φρικτή καί ἀνυπόφορη. Ἄκουσε θρήνους καί βογγητά ἀνθρώπων.
«Ποίοι εἶναι ἐδῶ μέσα;» ρώτησε.
«Ἐδῶ – ἄκουσε νά τοῦ λέει μία ὑπερκόσμια φωνή – εἶναι οἱ μοιχοί καί οἱ πόρνοι πού δέν μετανόησαν γιά τά ἁμαρτήματά τους».
Ὁ Γέροντας ἀπέφευγε ἐπιμελῶς νά πεῖ ἄν εἶδε κάποιους Χριστιανούς ἤ ἄν ἀναγνώρισε κάποιες ψυχές. Ἀπό τότε ὅμως τό πρόσωπό του σκοτείνιαζε καί δάκρυα ἔτρεχαν στό ρυτιδωμένο του πρόσωπο. Μπόρεσε ἄραγε μέ τήν προσευχή του νά βγάλει κάποια ψυχή ἀπό τόν Ἅδη (ὅπως π.χ. διαβάζουμε σχετικά στό Βίο τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου, Πάπα Ρώμης); Ὁ Γέροντας πάντως βίωσε («εἴτε ἐν σώματι, εἴτε ἐκτός σώματος», Β’ Κορ. 12, 3), τίς τρομερές ἐκείνες σκηνές τῆς Ἀποκαλύψεως πού περιγράφει ὁ Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Ἰωάννης. «Τοῖς δέ δειλοῖς καί ἀπίστοις καί ἐβδελυγμένοις καί φονεῦσι καί πόρνοις καί φαρμακοῖς καί εἰδωλολάτραις καί πᾶσι τοῖς ψευδέσι, τό μέρος αὐτῶν ἐν τῆ λίμνῃ τῆ καιομένῃ ἐν πυρί καί θείῳ, ὅ ἐστιν ὁ θάνατος ὁ δεύτερος» (Ἀποκ.21, 8).
Ὁ ἁπλός διδάσκαλος τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ
Ὁ ὅσ. Γεννάδιος δέν κατεῖχε κοσμική γνώση καί σοφία, εἶχε ὅμως χάρη καί πνευματικότητα. Ἡ διδασκαλία του ἦταν ἁπλή καί ἀνεπιτήδευτη, γεμάτη ἄρωμα οὐρανοῦ, χαριτωμένη. Γι’ αὐτό ἄγγιζε τόν λαό καί «ἔκαιγε» τόν ἀντικείμενο. Μιλοῦσε ἁπλᾶ, στήν τοπική Κρητική διάλεκτο καί διάνθιζε τήν διδασκαλία του μέ διηγήσεις ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, τά συναξάρια τῶν Ἁγίων καί τά προσωπικά του βιώματα (τό τελευταῖο ὄχι γιά νά προβληθεῖ, ἀλλά γιά νά προβάλλει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τήν δύναμη τῆς μεσιτείας τῆς Παναγίας καί τῶν πρεσβειῶν τῶν Ἁγίων).
Τό κήρυγμα τοῦ γ. Γενναδίου ἦταν χριστολογικό, ἁγιολογικό καί σωτηριολογικό. Ἡ διδασκαλία του ἦταν ἐπικεντρωμένη σέ τρεῖς λέξεις- κλειδιά γιά τήν ψυχική σωτηρία:
ΥΠΟΜΕΝΕ – ΑΠΕΧΕ – ΠΡΑΤΤΕ.
Περί Ὑπομονῆς
«Πάντοτε νά ὑπομένεις – δίδασκε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ – ἡ ὑπομονή εἶναι μεγάλη ἀρετή. Πάντοτε καί «εἰς πάντα» νά ὑπομένεις, σάν τούς Μάρτυρες τῆς πίστεώς μας καί τόν Κύριο ὁ Ὁποῖος σταυρώθηκε γιά μᾶς. Ὑπόμενε, Χριστιανέ μου, τίς θλίψεις καί τίς δοκιμασίες τῆς ζωῆς, εἴτε προέρχονται ἀπό τόν Θεό, εἶτε ἀπό τούς ἀνθρώπους.
Ἀλήθεια, σκέφθηκες πῶς μᾶς ὑπομένει ἐμᾶς ὁ Θεός; Ὅλους, μέ τά τόσα ἁμαρτήματά μας καί ἐμεῖς δέν ἀνεχόμεθα, δέν ὑπομένουμε τό παραμικρό. Ὑπόμενε, Χριστιανέ μου. Μήπως ἐμαστιγώθης, ἐχλευάσθης καί ἐκεντήθης ὅπως ὁ Κύριός μας; Ὑπόμενε καί μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ θά νικήσεις, ἀρκεῖς νά ζητεῖς δύναμη ἀπό Ἐκεῖνον».
Περί ἀποχῆς τῆς ἁμαρτίας
«Νά ἀπέχεις ἀπό ὅλα τά ἁμαρτήματα – συνέχιζε – πάντοτε, σέ ὅλη σου τήν ζωή. Ὄχι νά μήν κάνεις μεγάλα ἁμαρτήματα καί νά κάνεις μικρά. Οὔτε πάλι σήμερα νά μήν ἁμαρτάνεις καί αὔριο νά συνεχίζεις. Συνέχεια καί πάντοτε νά ἀποφεύγουμε τίς ἁμαρτίες καί νά πράττουμε ὅ,τι ἀρέσει στό Θεό, ὅ,τι εἶναι τό θέλημά Του.
Ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ
«Πράττε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ – κατέληγε – αὐτό λέμε στό «Πάτερ ἡμῶν», «γεννηθήτω τό θέλημά σου», ὄχι τό δικό μας θέλημα. Πράττε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ πρός πάντας, ὅσο κακό καί ἄν σοῦ ἔκαναν. Ὁ Χριστιανός πρέπει νά ἐκτελεῖ μέ χαρά καί προθυμία τό θέλημα τοῦ Κυρίου, διότι «ἐπικατάρατος ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Κυρίου ἀμελῶς».
Ὦ καί ἄν ἐκτελούσαμε τό θέλημα τοῦ Κυρίου! Δέν θά ὑπῆρχε πόλεμος, δυστυχία καί πεῖνα, ἀλλά εἰρήνη, ἀγάπη, ὀμόνοια καί εὐτυχία στά ἄτομα, τίς οἰκογένειες καί τά ἔθνη. Μόνον ὁ Χριστός φέρνει τήν εἰρήνη, τήν ἄνωθεν. Τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, ὄχι τῶν ἀνθρώπων, αὐτή ἔχουμε ἀνάγκη, αὐτή νά ἐπιδιώκουμε».
Περί Προσευχῆς
Ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας, τόνιζε πάντοτε πρός ὅλους τήν ἀνάγκη της. «Ἡ προσευχή – ἔλεγε – εἶναι τό ὅπλο τοῦ Χριστιανοῦ. Ὅπως τό ὀξυγόνο εἶναι ἀναγκαῖο γιά τήν ζωή, ἔτσι καί ἡ προσευχή. Στηρίζει τόν Χριστιανό καί διατηρεῖ ὅλες τίς ἀρετές τοῦ πιστοῦ. Μποροῦμε νά προσευχόμεθα παντοῦ καί πάντοτε, ἀκόμη καί ὅταν ἐργαζόμεθα. Ἀπαραίτητη ὅμως εἶναι ἡ κοινή προσευχή στήν ἐκκλησία, τίς Κυριακές καί τίς ἑορτές.
Ἡ σύντομη προσευχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν», ὅταν λέγεται μέ θερμότητα καρδιᾶς καί συναίσθηση τοῦ νοήματος πού περικλείει, καθαρίζει τόν προσευχόμενο καί τόν ἀνεβάζει σέ πνευματικά ὕψη. Καίει τούς δαίμονες ἡ προσευχή».
Ὁ μακάριος Γέροντας ἀγαποῦσε ἰδιαιτέρως καί ὑπερβαλλόντως τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Γιά τόν λόγο αὐτό τό «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς» τό θεωροῦσε «καλή προσευχή». Συνήθιζε νά λέει: «Παναγία μου κοντά Σου νά μ’ ἔχεις καί κοντά μου νά Σ’ ἔχω κι ἐγώ».
Περί Χριστιανικῆς ζωῆς
Ὁ ὅσ. Γεννάδιος ἔδινε μεγάλη σημασία στόν τρόπο ζωῆς τῶν Χριστιανῶν. Δέν ἦταν βεβαίως Ἱερεύς γιά νά ἐξομολογεῖ, ἀλλά ἡ μοναχική του ἰδιότητα τοῦ ἐπέτρεπε νά ἀκούει τά προβλήματα τῶν ἀνθρώπων καί νά συμβουλεύει.
«Ὁ Χριστιανός – ἔλεγε – πρέπει νά ζῆ ζωή χριστιανική, ἄν θέλει νά λέγεται Χριστιανός. Πρέπει νά ξεχωρίζει ἀπό τόν κόσμο, χωρίς νά μισεῖ τόν κόσμο καί τούς ἀνθρώπους. Δέν πρέπει νά ζῆ ζωή κοσμική, γιά νά ἀρέσει στούς ἀνθρώπους, γιά νά τόν ἐπαινοῦν.
Εἶσαι, εὐλογημένε, Χριστιανός; Θέλεις νά ἔχεις πατέρα τόν Θεό; Θά εἶσαι ἤ μέ τόν Θεό καί θά ζῆς ὅπως θέλει Ἐκεῖνος ἤ μέ τόν διάβολο καί αὐτοῦ θά κάνεις τό θέλημα. Ὅποιος θέλει νά εἶναι φίλος τοῦ κόσμου, νά ἀγαπᾶ τόν κόσμο καί τήν κοσμική ζωή, μισεῖ τόν Θεό, δέν θέλει τόν Θεό. Ὅποιος ὅμως ἀποστρέφεται καί περιφρονεῖ τήν κοσμική καί ἁμαρτωλή ζωή τῶν ἀνθρώπων, ἀγαπᾶ τόν Θεό. Οἱ ἄνθρωποι θέλουν ἄνομες ἀπολαύσεις, ἀκολασίες, ἐπαίνους καί δόξα, πράγματα πού δέν θέλει ὁ Θεός. Ὁ Θεός θέλει ταπεινοφροσύνη, ἀγάπη, προσευχή, νηστεία, ἁγνότητα καί μελέτη τοῦ νόμου Του, πράγματα πού δέν θέλουν οἱ κοσμικοί ἄνθρωποι».
Περί νηστείας καί ἐγκρατείας
Ὁ Γέροντας ὡς ἀσκητής ὑπῆρξε μεγάλος νηστευτής καί ἐγκρατευτής. «Χαλινός γιά τήν σάρκα – τόνιζε – εἶναι ἡ νηστεία. Σκοπός της εἶναι νά ἀδυνατίσει τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά μπορεῖ νά ἐπιβάλλεται στόν ἑαυτό του, νά εἶναι τίμιος καί ἐγκρατής. Ὁ Θεός δέν λέει «μήν τρώγεις», ἀλλά «μήν πολυτρώγεις». Δέν καταδικάζει τήν χρήση, ἀλλά τήν κατάχρηση μέ τήν ὁποία παρεκτρεπόμεθα σέ ἁμαρτωλές σκέψεις, φράσεις καί πράξεις. Ἡ νηστεία εἶναι τό χαλινάρι τοῦ σώματος, μία ἀπό τίς προϋποθέσεις τῆς ἁγνότητος».
Σύμφωνα μέ ἀσφαλεῖς πληροφορίες ὁ Γέροντας συνήθιζε τήν ἑβδομαδιαῖα νηστεία, στή διδασκαλία του ὅμως μιλοῦσε γιά «τούς ἀσκητές πού νήστευαν ἔως καί ὀκτώ ἡμέρες», χωρίς νά παρουσιάζει τόν ἑαυτό του, κρύβοντας ἀπό γνήσια ταπείνωση τήν ἀρετή του. «Εἶναι εὔκολο νά νηστεύουμε – ἔλεγε – ἔχουμε τά φροῦτα μας, τά καλά μας, τά ἀγαθά μας. Οἱ παλαιοί δυστυχοῦσαν καί ὑπέφεραν καί ὅμως νήστευαν. Σήμερα τά νοσοκομεῖα εἶναι γεμάτα ἀπό ἀσθενεῖς, ὄχι ἀπό τήν πεῖνα καί τήν στέρηση, ἀλλά ἀπό τήν πολυφαγία καί τίς καταχρήσεις. Νηστεία, βέβαια, ὄχι μόνο φαγητοῦ, ἀλλά καί αἰσθήσεων καί ἁμαρτημάτων».
Περί ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν
Ἕνα ἰδίαιτερης σημασίας πρόβλημα πνευματικῆς ζωῆς, τό ὁποῖο ἀπασχολοῦσε συχνά τόν Γέροντα, ἦταν ἡ ἀνατροφή τῶν παιδιῶν στίς χριστιανικές οἰκογένειες. Πολλά ἄκουγε στήν ἐπαρχία του σχετικά μέ τό θέμα αὐτό. «Οἱ γονεῖς – συμβούλευε – ἔχουν μεγάλο χρέος ἀπέναντι στό Θεό, γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς τῶν παιδιῶν τους καί πρέπει νά τά ἀνατρέφουν σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Χωρίς τήν χριστιανική διδασκαλία τά παιδιά ἀγριεύουν. Γιά τοῦτο μεγάλο μέρος τῆς νεολαίας μας ἔχει ἀγριέψει, δέν σέβεται τίποτα, δέν ἀναγνωρίζει τίποτα, διότι ἀνατρέφεται χωρίς Θεό. Δυστυχισμένοι οἱ γονεῖς πού φροντίζουν γιά τήν κάθε εἴδους τακτοποίηση τῶν παιδιῶν τους καί ἀδιαφοροῦν γιά τήν ψυχή τους. Τά κακά παιδιά τοῦ αἰῶνος τούτου λέγουν οἱ Ἅγιοι, θά λέγονται «δαιμονόπαιδα», διότι θά εἶναι γεννημένα στήν ἁμαρτία καί θά ζοῦν στήν ἁμαρτία. Θά κολαστοῦν, ἔτσι, καί οἱ γονεῖς καί τά παιδιά».
Καί πρόσθετε ὁ Γέροντας μέ τό χαριτωμένο του Κρητικό ἰδίωμα: «Εἰς τήν ἄλλη ζωή οἱ κολασμένοι γονεῖς θά βλασφημοῦν τά παιδιά των καί θά τούς λέγουν: «Ἀνάθεμά σας, παιδιά μας, πού δέν μᾶς ὑπακούετε εἰς τήν γῆν, μόνο ἐκάμετε τό θέλημά σας καί ἐκολαστήκετε καί ἐσεῖς καί ἐμεῖς». Καί τά κολασμένα παιδιά πάλι θά λέγουν: «Ἀνάθεμά σας, γονεῖς μας, γιατί δέν μᾶς ἐτιμωρούσατε ὅταν εἴμεθα μικροί, διά νά ἔχουμε φόβο κι εὐλάβεια Θεοῦ, ἀλλά κολαζόμεθα τώρα μαζί».
Περί μετανοίας
Ὁ ἡσυχαστής γ. Γεννάδιος, ὁ ὁποῖος ἐβίωσε τήν μετάνοια στά 82 χρόνια τῆς μοναχικῆς του ζωῆς, δέν μποροῦσε παρά νά εἶναι διαπρύσιος κήρυκας μετανοίας. «Ὁ Κύριος – κατέλειγε συνήθως τήν διδασκαλία του – δέν θά μᾶς πεῖ «τέκνο μου, γιατί ἁμάρτησες;», ἀλλά θά μᾶς πεῖ «τέκνο μου, γιατί δέν μετανοήσες;» Καί συνέχιζε: «Ἁμαρτάνουμε; Νά μετανοοῦμε. Πάλι ἁμαρτάνουμε; Πάλι νά μετανοοῦμε. Νέ ἔχουμε τόν νοῦ μας νά μήν μᾶς βρεῖ ὁ θάνατος στήν ἁμαρτία, ἀλλά στήν μετάνοια.
Ὁ Θεός δέν θέλει τήν ἁμαρτία. Ἔτσι καί δέν σταματήσει ὁ ἄνθρωπος τήν ἁμαρτία, θά τήν σταματήσει ὁ Θεός. Μέ ποιό τρόπο; Μέ φωτιά, μαχαίρι, θανατικό, σεισμό, πόλεμο. Ξέρει ὁ Θεός νά μᾶς ἀνταποδώσει αὐτό πού μᾶς ἀξίζει γιά νά σωφρονιστοῦμε. Σάν τούς Νινευϊτες εἶναι ἀνάγκη νά μετανοήσουμε ὅλοι, ἀπό τόν μικρότερο μέχρι τόν μεγαλύτερο. Νά ἐπιστρέψουμε στόν Θεό, ὅπως ὁ ἄσωτος υἱός, γιά νά σωθοῦμε, νά κερδίσουμε τήν αἰώνια εὐτυχία, τόν ποθειτό Παράδεισο. Ἐκεῖ ὅλα εἶναι ἀγάπη, ὅλα εἶναι χαρά, ὅλα εἶναι ἅγια».
Ἡ ὁμολογία τοῦ μακαρίου Γέροντος
Στό θέμα τῆς γνησιότητος τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως ὁ μακάριος γ. Γεννάδιος ἦταν αὐστηρός. Σεβόμενος τήν ἑορτολογική παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀκολουθοῦσε τό παλαιό ἡμερολόγιο, ὅπως παρέλαβε ἀπό τήν μετάνοιά του, τήν Μονή Κουδουμᾶ. Ἡ εἰσαγωγή τῆς Παπικῆς καινοτομίας τοῦ νέου ἡμερολογίου στό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως καί κατ’ ἐπέκταση στήν τοπική Ἐκκλησία τῆς Κρήτης τό 1924 (σάν πρώτου βήματος γιά τήν ἐπιβολή τῆς συγκρητιστικῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ), τόν βρῆκε ἀσκούμενο στό ἐρημητήριο τῆς ἁγ. Ἄννας, ὅπου εἶχε ἐγκατασταθεῖ τό 1918.
Τόν Γέροντα ἔθλιβε ἰδιαίτερα τό σχίσμα, ἡ διαίρεση τοῦ λαοῦ καί ἡ ἀναταραχή στίς τάξεις τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων. «Μᾶς διαίρεσε ὁ ἐχθρός – συνήθιζε νά λέει – ἀλλοίμονο στούς πρωταίτιους. Ἀφήσαμε τήν ἀλήθεια καί πήγαμε μέ τό ψέμμα. Ἀφήσαμε τό φῶς καί πήγαμε μέ τό σκότος».
Τό μεγάλο θαῦμα τῆς Γ’ Ἐμφανίσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (Χολαργός Ἀττικῆς, 1925), ἡ «θεόθεν βεβαίωσις» τῆς ἱερότητος τοῦ Ἀγῶνος τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν (κοινῶς Παλαιοημερολογιτῶν), τόν συγκλόνιζε. Τό ἀνέφερε συχνά στούς ἐπισκέπτες του καί συνιστοῦσε τήν ἐπάνοδο στήν ἑορτολογική τάξη τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἐπίσης, ἡ Δ’ Ἐμφάνισις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, στό Ὄρος Κόφινας τῆς νοτίου Κρήτης (1937), κατά τήν διάρκεια ἀγρυπνίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων πού εἶχε ὀργανωθεῖ «ἀπό τούς αὐστηρούς καί ἀσκητικούς Γεροντάδες τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ», ἦταν ἕνα γεγονός πολύ σημαντικό, πού ἐπίσης συγκλόνιζε τόν Γέροντα. Δέν ὑπάρχουν πληροφορίες ἄν παρεβρέθηκε στήν ἀγρυπνία, ὑπῆρξε πάντως μάρτυρας τοῦ θαύματος, διότι τό γεγονός ἦταν ὀρατό σέ ὅλη τήν κεντρική Κρήτη. Τό θαυμαστό αὐτό γεγονός τό ἀνέφερε συχνά στούς πιστούς, σάν μία ἐπιπρόσθετη ἀπόδειξη τῆς εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ, σάν μία δεύτερη «θεόθεν βεβαίωση» τῆς ἱερότητος τοῦ Ἀγῶνος τῶν Γ.Ο.Χ.
Τά πρῶτα χρόνια μετά τήν ἐπιβολή τῆ καινοτομίας, ὁ Γέροντας ἐξυπηρετοῦνταν μυστηριακά ἀπό τόν Ἱερέα π. Κωνσταντίνο Σπυριδάκη ἀπό τό Ἀσῆμι Μονοφατσίου. Μετά τήν κοίμηση τοῦ Ὁμολογητοῦ αὐτοῦ Κληρικοῦ (τό 1962), μέ τόν δεύτερο Γνησίως Ὀρθόδοξο Ἱερέα τῆς Μεγαλονήσου, τόν π. Χαράλαμπο Σταματάκη ἀπό τά Καπετανιανά (+ 1972,) σέ κατ’ οἶκον περιορισμό στό Ἡράκλειο, ὁ Γέροντας – ὅπως καί πολλοί ἄλλοι πιστοί – συνδέθηκε μέ τήν νεοημερολογητική Μονή Καλυβιανῆς καί ἐξυπηρετοῦνταν ἐκεῖ μυστηριακά. Ἡ πρακτική αὐτή, ἀπαράδεκτη καί ἀπορριπτέα ἀπό Ὀρθόδοξη ἄποψη, υἱοθετήθηκε ἀπό τόν Γέροντα λόῳ τῆς ἁπλότητάς του.
Ἡ πρακτική αὐτή θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ σάν ἀποτέλεσμα δύο τουλάχιστων παραγόντων: Τῶν διωγμῶν καί τῆς ἐλλείψεως Γνησίως Ὀρθοδόξων Ἱερέων καί τῆς ἀνεκτικῆς στάσεως ἀπέναντι στούς πιστούς τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου τοῦ Ἐπισκόπου Γορτύνης καί Ἀρκαδίας Τιμοθέου (Παπουτσάκη, ἀπό τό 1975 Ἀρχιεπισκόπου Ν. Ε. Κρήτης).
Στό σημεῖο αὐτό θά πρέπει νά ἀναφερθεῖ, ὅτι στήν Κρήτη, ὅσοι πιστοί δέν ἀκολούθησαν τήν Παπική καινοτομία τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ἀντιμετωπίσθηκαν μέ ἐξαιρετικά σφοδρούς καί ἀπεινεῖς διωγμούς. Οἱ καινοτόμοι Ἀρχιερεῖς προσπάθησαν νά καλύψουν τήν προδοσία τῆς Ὀρθοδοξίας μέ χρήση βίας καί ἀστυνομικά μέτρα. «Οἱ Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί – τόνισε ὁ Μακ. Ἀρχιεπίσκοπος Γ.Ο.Χ. Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἀνδρέας, στήν προσφώνησή του κατά τόν Ἑορτασμό τῆς 50ετηρίδος ἀπό τῆς Δ’ Ἐμφανίσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (1937 – 1987), τήν 14η Σεπτεβρίου 1987, στόν Ἱ. Ν. Ἁγίας Τριάδος Ἡρακλείου – διώκονται, ὑβρίζονται, συλλαμβάνονται, φυλακίζονται, συκοφαντοῦνται καί ὅμως ἀγωνίζονται. Κατηγοροῦνται ὡς ταραχοποιοί, ὡς ὑπονομευτές τοῦ καθεστώτος, ὡς πλανεμένοι, ὡς αἱρετικοί. Καί ὅμως συνεχίζουν τόν ἀγῶνα των καί τόν κλιμακώνουν. Ἀγρυπνοῦν καί προσεύχονται «ἐν σπηλαίοις καί ὄρεσι καί ἐν ταῖς ὁπαῖς τῆς γῆς» (Περιοδικό «Κήρυξ Γνησίων Ὀρθοδόξων», τ. 1987, σελ. 296 – 297).
Τήν καινοτομία στήν Κρήτη δέν ἀποδέχθηκαν δύο Ἱερεῖς: Ὁ π. Κωνσταντίνος Σπυριδάκης ἀπό τό Ἀσῆμι Μονοφατσίου (γιά τόν ὁποῖο κάναμε ἀναφορά στό κεφάλαιο περί τοῦ Ὁσίων Γερόντων Παρθενίου καί Εὐμενίου) καί ὁ π. Δημήτριος Βεργετάκης ἀπό τόν Κρουσῶνα. Τό 1935 προσχώρησε καί ὁ π. Χαράλαμπος Σταματάκης ἀπό τά Καπετανιανά Οἱ Ἱερεῖς αὐτοί διώχθηκαν μέ σκληρότητα ἀπό τούς καινοτόμους Ἐπισκόπους Γορτύνης καί Ἀρκαδίας Βασίλειο Μαρκάκη καί Εὐγένιο Ψαλιδάκη. Ἀπεβίωσαν σέ κατ’ οἶκον περιορισμό κατά τήν δεκαετία 1962 – 1972.
Οἱ Ἱερεῖς αὐτοί ὑπάγονταν στή δικαιοδοσία τοῦ Κρητικῆς καταγωγῆς Προκαθημένου τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἁγ. Ματθαίου τοῦ Νέου Ὁμολογητοῦ (+ 14. 5. 1950), ἀρχικά Ἐπισκόπου Βρεσθένης (1935 – 1949) καί τελικά Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος (1949 – 1950).
Ὁ ἐπ. Ματθαῖος, ἱδρυτής τῶν μεγάλων καί ἱστορικῶν Μονῶν Παγαγίας Πευκοβουνογιατρίσσης Κερατέας (1927, ἐπί τῶν ἡμερῶν του 400 μοναχές!) καί Μεταμ. Σωτῆρος Κουβαρᾶ (1934, ἐπί τῶν ἡμερῶν του 170 μοναχοί!), ἔδειξε μεγάλο ποιμαντικό ἐνδιαφέρον γιά τούς Γνησίους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς τῆς ἰδιαιτέρας του πατρίδας Κρήτης, στίς μονές του, ἄλλωστε, μόναζαν πολλοί μοναχοί καί μοναχές Κρητικῆς καταγωγῆς. (Μεταξύ αὐτῶν ὁ Γεώργιος Κωστάκης ἀπό τά Μεσκλᾶ Χανίων, ἔπειτα Ἐπίσκοπος Γ.Ο.Χ. Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Μελέτιος, + 1966, καί ὁ Ἐμμανουήλ Σηφάκης ἀπό τήν ἁγ. Βαρβάρα Ἡρακλείου, ἔπειτα Μητροπ. Γ.Ο.Χ. Κρήτης Εὐμένιος, + 1981, ἡ δασκάλα Συγκλητική Καρπαθάκη, κ.ἄ.).
Γιά τήν περίοδο ἐκείνη τῶν διωγμῶν, μοναδική παρηγοριά τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Κρήτης ἦσαν «οἱ μοναχοί καί οἱ μοναχές τῆς Κερατέας» πού ἐπισκέπτονταν τήν Μεγαλόνησο μέ ἀφορμή τήν «ζητεία», τήν συλλογή – δηλαδή – ἐλεημοσύνης σέ λάδι, ἀπαραίτητου ἀγαθοῦ γιά τήν συντήρηση τῶν πολυπληθῶν ἀδελφοτήτων καί τῶν προσκυνητῶν. Οἱ μοναχοί αὐτοί (λ.χ. ὁ μακαριστός γ. Ἀναστάσιος ἀπό τόν ἅγ. Γεώργιο Φθιώτιδος, ὁ ὁποῖος ἀντιμετώπισε τήν διωκτική μανία τοῦ Ἐπισκόπου Ν.Ε. Κυδωνίας Ἀγαθαγγέλου Ξηρουχάκη) καί οἱ μοναχές, ἐργάσθηκαν σάν πραγματική ἱεραπόστολοι καί πνευματικοί καθοδηγητές μεταξύ τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων τῆς Κρήτης, διαδίδοντας τά ἀγωνιστικά περιοδικά τοῦ ἐπ. Ματθαίου (τόν «Κήρυκα Ἐκκλησίας Ὀρθοδόξων» καί τόν «Πολύτιμο Θησαυρό Μετανοίας») καί τίς πνευματικές ἐκδόσεις του (τόν «Μεγάλο Συναξαριστή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» κ.ἄ.), τό κομποσχοῖνι, τό Τετραευάγγελο καί τό Προσευχητάριο.
Μεταξύ τῶν συνδρομητῶν – παραληπτῶν τοῦ «Κήρυκος» ἦταν καί ὁ μακάριος Γεννάδιος. Τό ἐνδιαφέρον του γιά τά ἐκκλησιαστικά πράγματα ἦταν τέτοιο, ὥστε ἔστελνε μέχρι τόν θάνατό του καί οἰκονομική βοήθεια στό περιοδικό! Μάλιστα, ὅταν ἡ ὅρασή του δέν τοῦ ἐπέτρεπε πλέον νά διαβάζει, «ἀγγάρευε» ἄλλους καί τοῦ τό διάβαζαν!
Τό 1949 ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ματθαῖος χειροτόνησε τόν πρῶτο μετά τό Νεοημερολογητικό Σχίσμα τοῦ 1924 Κρητικῆς καταγωγῆς Κληρικό, τόν ἀδελφό τῆς Μονῆς Μεταμορφώσεως Εὐμένιο (Ἐμμανουήλ Σηφάκη, ἀπό τήν Ἁγία Βαρβάρα Ἡρακλείου). Ὁ π. Εὐμένιος ἀμέσως μετά τήν χειροτονία του κατέβηκε στήν Κρήτη, ἀλλά ἀντιμετώπισε τήν διωκτική μανία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ν.Ε. Κρήτης Εὐγενίου Ψαλιδάκη, συνελήφθη καί ἔκτισε ποινή ὀκτώ ἐτῶν «κατ’ οἶκον περιορισμοῦ», στό χωριοῦ του Ἁγία Βαρβάρα! Τελικά ὁ π. Εὐμένιος ἀναγκάστηκε νά ἔρθει καί πάλι στήν κυρίως Ἑλλάδα καί μέχρι τήν χειροτονία του σέ Ἐπίσκοπο (τό 1973), ὑπηρέτησε σάν ἐφημέριος στόν Ἱ. Ν. ἁγ. Κων/νου καί Ἑλένης, στό Καπαρέλλι Θηβῶν. Ἡ ἐξέλιξη αὐτή εἶχε σάν ἀποτέλεσμα οἱ πιστοί στήν Κρήτη νά μείνουν ἀποίμαντοι καί ἀκατήχητοι, μέ ἀποτέλεσμα τήν δημιουργία σέ πολλούς μιᾶς ἐλαστικῆς ἐκκλησιολογικῆς συνειδήσεως, ἑνός νοσηροῦ δεκατριμεριτισμοῦ.
Ἡ περίοδος αὐτή εἶναι ἐκείνη κατά τήν ὁποία ὁ γ. Γεννάδιος ἐξυπηρετοῦνταν μυστηριακά στή Μονή Καλυβιανῆς.
Μοναδική νησίδα ἀσφαλείας καί ἡσυχίας γιά τούς πιστούς τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου μετά τό 1958, ἦταν ἡ Ἐπισκοπή Γορτύνης καί Ἀρκαδίας, ἐπί ἀρχιερατείας Τιμοθέου Παπουτσάκη. Ὁ ἐπ. Τιμόθεος – εἴτε λόγῳ τοῦ προσωπικοῦ του πιστεύω, εἴτε λόγῳ ποιμαντικῆς διακρίσεως ἤ καί διπλωματίας – δέν ἐνόχλησε τούς Χριστιανούς πού ἐπιθυμοῦσαν νά ἀκολουθοῦν τό παλαιό ἡμερολόγιο. Ἀντίθετα μάλιστα, προσφέρθηκε νά τούς προσφέρει καί Ἱερεῖς του πού θά ἱερουργοῦσαν κατά τό παλαιό ἡμερολόγιο καί θά τούς ἐξυπηρετοῦσαν μυστηριακά. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ Παλαιοημερολογιτική Οὐνία, πέτυχε νά δημιουργήσει μία ἀκίνδυνη γιά τόν Νεοημερολογιτισμό – Οἰκουμενισμό μορφή Παλαιοημερολογιτισμοῦ καί νά ἀπορροφήσει ἀρκετούς ἄγευστους Ὁμολογίας – Ἐκκλησιολογίας πιστούς.
Ἡ κατάσταση βελτιώθηκε αἰσθητά μετά τό 1975, ἔτος ἐκλογῆς τοῦ ἐπ. Τιμοθέου σέ Ἀρχιεπίσκοπο Ν.Ε. Κρήτης. Ὁ Ἐπίσκοπος Εὐμένιος ἐπέστρεψε τότε ἐλεύθερα στήν Κρήτη, ἀνήγειρε στό Ἡράκλειο τόν Ἱ. Ν. Ἁγίας Τριάδος (τόν ὁποῖο ἐγκαινίασε τό 1980, συμπαραστατούμενος ἀπό τόν Μακ. Ἀρχιεπίσκοπο Γ.Ο.Χ. Ἀθηνῶν Ἀνδρέα καί τόν Σεβ. Μητροπ. Γ.Ο.Χ. Σερβίων καί Κοζάνης Τίτο) καί ἀπόλαυσε πρός τό τέλος τοῦ βίου του (ἀπεβίωσε τό ἑπόμενο ἔτος 1981), τήν τιμή καί τῶν σεβασμό τῶν Ὀρθοδόξων.
Προηγούμενως (τό 1979) ὁ Σεβ. Εὐμένιος ἀξιώθηκε νά δεῖ τό πνευματικό του τέκνο Κωνσταντίνο Σελληνιωτάκη, ἀπό τό χωριό Μεγάλη Βρύση, νά χειροτονεῖται Ἱερεύς. Τήν χειροτονία τέλεσε στήν Ἀθήνα ὁ Μακ. Ἀρχιεπίσκοπος Γ.Ο.Χ. Ἀθηνῶν Ἀνδρέας καί ὁ νεοχειροτονηθείς ὀνομάσθηκε Καλλίνικος Ἱερομόναχος. Στόν Ἱερομ. Καλλίνικο ἀνῆκει ἡ τιμή τῆς ὀργανώσεως τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων τῆς Κρήτης. Ὡς Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος τῆς Μεγαλονήσου καί ἐκπρόσωπος τοῦ Τοποτηρητοῦ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γ.Ο.Χ. Κρήτης, Μακ. Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Ἀνδρέου, μέ τήν συνδρομή τοῦ γράφοντος (ὡς Γραμματέως τῆ Ἱερᾶς Μητροπόλεως καί Ἱεροκήρυκος, 1982 – 1988), τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐπιτρόπων πού τότε διορίσθηκαν καί ὅλων τῶν πιστῶν, ἡγήθηκε σημαντικοῦ οἰκοδομικοῦ, ὀργανωτικοῦ καί πνευματικοῦ ἔργου. Ἀνηγέρθησαν ναοί στά Χανιά, στό Ρέθυμνο, στό Τυμπάκι, σέ ἄλλα χωριά τῆς Μεσσαρᾶ. καί ὁ ἴδιος ἀνήγειρε τόν Ἱ. Ν. Τριῶν Ἱεραρχῶν – ἁγ. Νεκταρίου στή Μεγάλη Βρύση. Τό 1987 τιμήθηκε ἡ 50ετηρίδα ἀπό τῆς Δ’ Ἐμφανίσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (Ὄρος Κόφινας, 14. 9. 1937), παρουσίᾳ τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου Γ.Ο.Χ. Ἀθηνῶν Ἀνδρέου. Τότε χειροτονήθηκε ὁ Ἱερεύς π. Ζαχαρίας Τσικριτσάκης, ὁ ὁποῖος ἀνήγειρε τόν Ἱ. Ν. τοῦ ἁγ. Νικολάου στά Καπετανιανά Μοιρῶν.
Μέ τήν χειροτονία τοῦ Ἱερομ. Καλλινίκου τακτοποιήθηκε τό λεπτό ὁμολογιακό θέμα τῆς ἐξυπηρετήσεως πιστῶν ἀπό Νεοημερολογίτες Κληρικούς. Ὁ π. Καλλίνικος πλησίασε καί τόν μακάριο γ. Γεννάδιο καί συζήτησε μαζί του τά θέματα τῆς Πίστεως. Στόν σοφό Γέροντα δόθηκε ἀφορμή νά γίνει σοφώτερος (κατά τήν Ἁγιογραφική ρήση). Κατανόησε τό ζήτημα, ταπεινώθηκε καί διέκοψε τίς πνευματικές του σχέσεις μέ τήν Μονή Καλυβιανῆς, διατηρῶντας πάντα τίς ἐγκάρδιες καί φιλικές σχέσεις ἀγάπης, ὅπως ἄλλωστε πρός ὅλους.
Ἔκτοτε ὁ μακάριος Γέροντας ἐξομολογοῦνταν στόν Ἱερομόναχο Καλλίνικο καί κοινωνοῦσε «διά τῶν χειρῶν» τοῦ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Ἡ ὁσιακή κοίμηση
Ὁ Ὅσιος τοῦ Θεοῦ Γεννάδιος πλήρωσε τό κοινόφλητο χρέος τοῦ θανάτου τόν Μάρτιο τοῦ 1983. Προηγουμένως, τόν Ἰανουάριο τοῦ ἰδίου ἔτους, ἀσθένησε καί μία εὐσεβής Χριστιανή ἀπό τά Ἀκούμια, ἡ Χρυσή Μαναράκη, προσφέρθηκε καί τόν πῆρε στό σπίτι της, γιά νά τόν περιποιηθεῖ. Ἀργότερα μεταφέρθηκε στό σπίτι τῆς Ἐλευθερίας Παπαδογιαννάκη. Ἐκεῖ ἡ χαρά του ἦταν νά δέχεται ἐπισκέπτες καί νά τούς διδάσκει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, παρά τά 97 του χρόνια. Ἦταν ἥρεμος, ἔτρωγε κανονικά καί εἶχε ἀκμαίες τίς πνευματικές του δυνάμεις.
Ὁ χειμῶνας στήν Κρήτη ἐκείνη τήν χρονιά ἦταν ἐξαιρετικά βαρύς. Εἶχαν πέσει πολλά χιόνια καί ἐπικρατοῦσε παγωνιά. Κι ὅμως πολλοί πιστοί ἐπισκέφθηκαν τόν Γέροντα γιά νά πάρουν τήν εὐχή του, διαισθανόμενοι ὅτι ἦταν στά τελευταῖα του.
Στό τέλος Φεβρουαρίου παρουσιάσθηκαν τά συμπτώματα πού ἀνθρωπίνως εἶναι προάγγελοι τοῦ θανάτου. Ἔγινε ἀνήσυχος, ἐλαττώθηκε τό φαγητό του, ἄρχισε νά χάνει δυνάμεις. Τότε ἀποζητοῦσε τήν συντροφιά τοῦ καλοῦ του φίλου Στυλ. Παπαδογιαννάκη. Τήν Κυριακή 28η Φεβρουαρίου σηκώθηκε κανονικά, διάβασε τήν Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου ἀπό τήν Σύνοψη καί ζήτησε ἀπό τόν Σταθμάρχη τοῦ Ἀστυνομικοῦ Σταθμοῦ Ἀκουμίων, τόν Γραμματέα τῆς Κοινότητας καί τόν Στυλ. Παπαδογιαννάκη τήν ρύθμιση κάποιων προσωπικῶν του θεμάτων, ἕνα εἶδος διαθήκης. Ἀπό τήν λεπτομέρεια αὐτή προκύπτει, ὅτι προγνώρισε τόν θάνατό του πρό τριῶν ἡμερῶν.
Τό μεσημέρι τῆς Τρίτης 2ας Μαρτίου ἐπέστρεψε πεζός στό σπίτι τῆς Χρυσῆς Μαναράκη. Ἐκεῖ δέχθηκε τό ἀπόγευμα τήν ἐπίσκεψη τοῦ Στυλ. Παπαδογιαννάκη, τῶν Δασκάλων ἀπό τό Ρέθυμνο Ἀνδρέα Σταματεράκη καί Στυλιανῆς Φωτάκη καί τῆς Νηπιαγωγοῦ Παγῶνας Φωτάκη. Τούς δέχθηκε εὐχάριστα, τούς εἶπε λόγια σωτηρίας καί ὅταν ἔφυγαν τούς σταύρωσε μέ τόν ξύλινο σταυρό πού ἔφερε πάντα στό στῆθος του.
Ὁ οὐρανοπολίτης Γέροντας εἶχε εξομολογηθεῖ τήν προηγουμένη ἑβδομάδα στόν Ἱερομόναχο Καλλίνικο, ἀλλά δέν εἶχε κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, διότι ἡ Θεία Λειτουργία εἶχε τελεσθεῖ στό Ἡσυχαστήριο τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου, πού ἦταν ἀρκετά μακρυά ἀπό τήν διαμονή του. Τήν Τετάρτη 3η Μαρτίου ὁ Γέροντας βάρυνε καί ἀμέσως εἰδοποιήθηκε ὁ Ἱερομόναχος Καλλίνικος νά ἔρθει νά τόν μεταλάβει. Ὅμως ὁ Ἱερεύς νοσηλευόταν στό Βενιζέλειο Νοσοκομεῖο τοῦ Ἡρακλείου, ἐπειδή ὑπέφερε ἀπό ἄσθμα. Μέ δική του εὐθύνη καί μέ τήν συνδρομή τοῦ Ἰωάννη Κλεισαρχάκη (Προέδρου τῆς Παγκρητίου Ἑνώσεως Γ.Ο.Χ. «Ἡ Ἁγία Τριάς», ἤδη μακαριστοῦ, ζηλωτοῦ τῆς πίστεως καί ἐκλεκτοῦ ἐργάτη στό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας), βγῆκε ἀπό τόν νοσοκομεῖο καί μέ ταξί ξεκίνησε γιά τά Ἀκούμια, παρά τήν πρωτοφανῆ κακοκαιρία.
Ἡ εἴδηση ὅτι ὁ γ. Γεννάδιος βρίσκεται στά τελευταῖα του εἶχε διαδοθεῖ στό χωριό καί πολλοί ἄνθρωποι εἶχαν συγκεντρωθεῖ στό σπίτι. Ὅλοι ἀγωνιοῦσαν ἄν ὁ Ἱερεύς θά προλάβαινε νά κοινωνήσει τόν Γέροντα. «Σωπᾶται – τούς εἶπε κάποια στιγμή ὁ μακάριος, μέ τά μάτια κελιστά – ἔρχονται». Πράγματι σέ μερικά λεπτά ὁ Ἱερομόναχος Καλλίνικος μέ τόν συνοδό του Ἰω. Κλεισαρχάκη μπῆκαν στό σπίτι!
Ὁ ὅσιος Γέροντας ἐξομολογήθηκε γιά τελευταῖα φορά καί κοινώνησε τῶν Ἀρχάντων Μυστηρίων, μέ πλήρη διαύγεια πνεύματος. Περίμενε τό τέλος τῆς ἐπίγειας πορείας ἥσυχος καί ἥρεμος, μέ πρόσωπο φωτεινό. Δέν μιλοῦσε. Κάπου – κάπου ἄνοιγε τά μάτια του καί χαμογελοῦσε εὐχαριστημένος. «Τί νά βλέπει – διερωτῶνται οἱ παριστάμενοι, γράφει ὁ Στυλ. Παπαδογιαννάκης – πού οἱ ἄλλοι δέν τό βλέπουν; Τι αἰσθάνεται καί οἱ ἄλλοι δέν τό αἰσθάνονται;»
Ὁ Γέροντας κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων τήν 4η ἀπογευματινή τῆς Τετάρτης 3ης Μαρτίου, ὅμως – ἐνῶ φάνηκε πῶς κατέλειγε – δέν παρέδιδε τήν ἁγία του ψυχή, σάν κάτι νά περίμενε. Κάποια στιγμή ὁ Ἱερομόναχος Καλλίνικος ρώτησε ἄν φοροῦσε τό Ἀγγελικό Σχῆμα. «Ὄχι» τοῦ ἀπάντησαν. Τόν μετέφεραν βιαστικά ἀπό τήν ἁγ. Ἄννα καί δέν πρόσεξαν ὅτι δέν τό φοροῦσε. Ἀμέσως πῆγαν ἄνθρωποι στό ἀσκητήριο μέ αὐτοκίνητο καί τό ἔφεραν. Ὁ Στυλ. Παπαδογιαννάκης, μεταξύ τῶν αὐτοπτῶν μαρτύρων τῆς ὁσιακῆς κοιμήσεως τοῦ Γέροντα, περιγράφει ὅπως ἀκολουθεῖ τό τέλος τοῦ Ὁσίου:
«Ὁ Μοναχός Θεοδόσιος Δαμβακεράκης ἔφερε τό Ἀγγελικό Σχῆμα καί τό φόρεσε στόν γ. Γεννάδιο. Τι ἔκπληξις ὅμως! Τι συγκινητικόν θαῦμα! Τι συνταρακτικόν γεγονός! Μόλις τοῦ φόρεσαν τό Σχῆμα στόν λαιμό, ἀμέσως, τήν ἴδια στιγμή, κλίνει τήν κεφαλή, κλείνει τά μάτια του καί παραδίδει τήν ψυχήν του εἰς τόν Κύριον, τόν αἰώνιον Βασιλέα! Ἦταν 8:30 μ. μ. τῆς Τετάρτης 3ης/16ης Μαρτίου 1983. Ὅλοι εἶναι συγκινημένοι. «Αὐτός ἦταν πραγματικός μοναχός» λέγουν. «Αὐτός θά ἁγιάσει» λέγουν ἄλλοι.
Εἶχε ἐκφράσει τήν ἐπιθυμία, ὅταν ἔζη, νά τόν θάψουν στό κελλί του, ὅπου εἶχε ἑτοιμάσει τόν τάφον του. Τήν κηδεία νά τελέσει ὁ Ἱερομ. Καλλίνικος. Νά εἰδοποιηθοῦν ὅλοι ὅσοι συνδέονταν μαζί του. Ἰδιαιτέρως νά εἰδοποιηθοῦν οἱ μοναχές τῆς Καλυβιανῆς πού τόν ἀγαποῦσαν καί τίς ἀγαποῦσε».
Ἡ ἡμέρα τῆς κοιμήσεως τοῦ Ὁσίου Γέροντος (Τετάρτη), ἦταν πολύ δύσκολη ἀπό πλευρᾶς καιρικῶν συνθηκῶν. Εἶχε χιονίσει, ἔκανε πολύ κρύο καί ἔριχνε χιονόνερο. Ἡ ἑπομένη, ἡμέρα τῆς κηδείας του (Πέμπτη), ἦταν «χαρά Θεοῦ», ἡμέρα καλοκαιρινή καί ὁλόλαμπρη. Ἴσως ἔτσι ἔδειχναν τήν χαρά τους ὁ Πανάγιος Θεός καί οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι, ὑποδεχόμενοι στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν τόν ἀγωνιστή τῆς εὐσεβείας καί τῆς ἀρετῆς. Ἡ φύση συνέχαιρε. Ἔτσι μπόρεσαν «τά χωριά, νά περάσουν καί τόν προσκυνήσουν».
Τόν Ὅσιο Γέροντα «ξενύχτησαν» στό σπίτι τῆς Χρυσῆς Μαναράκη, ὅπου κοιμήθηκε, διάβαζοντας τό Ψαλτήρι, κατά τά προβλεπόμενα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική παράδοση.
Ἡ ἐξόδιος πομπή ξεκίνησε ἀπό τά Ἀκούμια τήν 2α ἀπογευματινή τῆς Πέμπτης. Τό σεπτό νεκρό « διάβασε» στήν ἁγ. Ἄννα, κατά τήν ἐπιθυμία του, ὁ Ἱερομ. Καλλίνικος, παρουσίᾳ τῶν ἐφημερίων (Ν.Ε.) τῶν γύρω χωριῶν, οἱ ὁποῖοι εὐλαβοῦνταν τόν ὅσιο Γέροντα. Τό ἐπικήδειο ἐκφώνησε ὁ Πευματικός τῆς Μονῆς Καλυβιανῆς, ἀρχιμ. Νεκτάριος. Ἀκολούθησε ἡ προσκύνηση καί ὁ ἐνταφιασμός.
Μετά θάνατον μαρτυρίες
«Ὁ γ. Γεννάδιος – γράφει ὁ Στυλ. Παπαδογιαννάκης – ἐγκατέλειψε τήν γῆ καί ἀνῆλθεν εἰς τόν οὐρανόν. Ἄν ἐγκατέλειψεν ὅμως τήν γῆν, δέν ἐγκατέλειψεν τούς ἀνθρώπους. Παρακαλεῖ μέ τά μέλη τῆς θριαμβευούσης Ἐκκλησίας διά τήν σωτηρίαν μας. Ἔχει παρρησίαν πρός τόν Κύριον».
Ὁ ὅσ. Γεννάδιος χωρίσθηκε μέν σωματικά τοῦ ματαίου κόσμου μας, δέν χωρίσθηκε ὅμως καί πνευματικά. Ὁ πτωχός καί ἀπέρριτος τάφος του ἔξω ἀπό ἐκκλησάκι τῆς ἁγ. Ἄννας, δέχεται τό εὐλαβικό προσκύνημα τῶν ἀνθρώπων πού ἔρχονται νά ἀνάψουν τό καντήλι του καί νά ζητήσουν τήν διά πρεσβειῶν του «ἐξ οὐρανοῦ βοήθεια» στά προβλήματά τους.
Οἱ μαρτυρίες γιά ἐπεμβάσεις μετά θάνατον τοῦ ὁσ. Γενναδίου στή ζωή πολλῶν Χριστιανῶν εἶναι διάχυτες, ὅμως δέν ἔχουμε αὐτή τήν στιγμή στή διάθεσή μας ἐξακριβωμένες πληροφορίες. Γιά τόν λόγο αὐτό διατυπώνεται δημόσια παράκληση καί ἀπό τήν θέση αὐτή, πρός ὅσους γνωρίζουν στοιχεῖα, πρός τούς αὐτόπτες καί αὐτήκοους μάρτυρες τῶν μετά θάνατον σημείων τοῦ ὁσ. Γενναδίου, νά τά θέσουν στή διάθεση τοῦ γράφοντος, ὥστε σέ μία ἑπόμενη δημοσίευση γιά τόν Ὅσιο, νά παρουσιαστοῦν κι αὐτές, γιά τήν πληρέστερη κάλυψη τοῦ θέματος.
Μεταξύ τῶν μετά θάνατον σημείων τοῦ Ὁσίου, ὑπάρχει καί ἕνα χαρακτηριστικό, σχετικό μέ τήν γνησιότητα τῆς Πίστεως καί τήν Γνησία Ὀρθόδοξο Ὁμολογία. Μία γυναῖκα ἀπό κοντινό χωριό, μέ πρόβλημα ὑγείας, παρακαλοῦσε τόν ὅσ. Γεννάδιο νά τήν βοηθήσει. Ἕνα βράδυ, μετά τήν προσευχή της, τόν εἶδε στόν ὕπνο της νά τῆς λέγει στήν τοπική Κρητική διάλεκτο: «Ἴντα νά σοῦ κάνω πού εἶσαι μέ τό νέο; Μόνο πήγαινε νά καπνιστεῖς μέ τό καλάμι καί θά γίνεις καλά»!
(Τό «κάπνισμα» εἶναι ἕνα θρησκευτικό στοιχεῖο τῆς λαϊκῆς εὐσεβείας, διαδεδομένο ὄχι μόνο στήν Κρήτη, ἀλλά καί στίς περισσότερες περιοχές τῆς Ἑλλάδας. Οἱ πιστοί πιστεύουν, ὅτι ἄν «καπνιστοῦν» – λιβανιστοῦν μέ ἀποξηραμένα λουλούδια ἀπό τόν Ἐπιτάφιο, τόν Τίμιο Σταυρό, θαυματουργές εἰκόνες καί ἅγια Λείψανα, θά θεραπευθοῦν καί κατά τήν πίστη τους τούς ἐλεεῖ ὁ Θεός. Στήν περίπτωση τοῦ ὁσ. Γενναδίου, οἱ πιστοί χρησιμοποιοῦν ἕνα εἶδος καλαμιοῦ πού ἔχει φυτρώσει στήν ἄκρη τοῦ τάφου του, πρός τό μέρος τῆς κεφαλῆς).
Περί τῶν ἱερῶν Λειψάνων τοῦ ὁσ. Γενναδίου
Ἡ ἀνακομιδή τῶν τιμίων Λειψάνων τοῦ ὁσ. Γενναδίου ἔγινε τό 1990, μέ εὐλογία τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου Γ.Ο.Χ. Ἀθηνῶν Ἀνδρέου, κατά τήν διάρκεια ποιμαντικῆς περιοδείας του στή Μεγαλόνησο. (Εἶχε προηγηθεῖ ἄνοιγμα τοῦ τάφου ἀπό τήν ἀδελφότητα τῆς Μονῆς Καλυβιανῆς, ἀλλά τό Λείψανο δέν εἶχε μετακινηθεῖ). Τό προβλεπόμενο ἀπό τήν τυπική διάταξη Τρισάγιο τέλεσε ὁ Ἱερεύς Ζαχαρίας Τσικριτσάκης, παρουσίᾳ 20 περίπου πιστῶν.
Κατά τήν ἀνακομιδή τό Λείψανο τοῦ ὁσ. Γενναδίου βρέθηκε «συγκρατούμενο» (τά ὀστά ἦσαν συνδεδεμένα, ὑποκίτρινου χρώματος) ἐνῶ τό Ἀγγελικό Σχῆμα καί τά ἐνδύματα ἦσαν ἄφθαρτα! (Σχετικό προηγούμενο μαρτυρεῖται στό Βίο τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου Ἐπισκόπου Χριστιανουπόλεως, ὅπου ὑπάρχει ἀναφορά σέ «ἡμιλελυμένο Λείψανο», βλ. «Μεγ. Συναξαριστή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τ. Μαϊου, ἐκδόσεως 1977, σελ. 468).
Ἡ τιμία κεφαλή Ὁσίου παρέμενε ὡς κάρα ἄνεϋ δέρματος, συνδεδεμένη μέ τό λοιπό σῶμα! Ἀπό τούς παρισταμένους κάποια αἰσθάνθηκαν μία λεπτή εὐωδία νά ἀναδύεται ἀπό τόν τάφο καί τά Λείψανα!
Τό ἱερό Λείψανο κατά τήν ἀνακομιδή, μέ μετακινήθηκε ἀπό τόν τάφο. Ὁ Μακ. Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας, ὅταν πληροφορήθηκε τήν κατάσταση τοῦ Λειψάνου, ἔδωσε ἐντολή μέ κατατεθεῖ σέ λάρνακα καί νά μεταφερθεῖ στόν Ἱ. Ν. Ἁγίας Τριάδος Ἡρακλείου. Ἀτυχῶς, ἡ ἐντολή τοῦ Ἀρχιεπισκόπου δέν ἔγινε σεβαστή.
Ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας
Τό Ἀσκητήριο τῆς Γιαλιᾶς σήμερα εἶναι ἔρημο. Τό ἐκκληςάκι τῆς ἁγ. Ἄννας οἱ Χριστιανοί τό διατηροῦν περιποιημένο. Τό κελλάκι τοῦ ὁσ. Γενναδίου, κλειστό κι αὐτό, πάντα φρεσκο-ἀσπρισμένο, μέ καινούργια πόρτα, φέρνει μνῆμες ἀξέχαστες στή σκέψη ὅσων γνώρισαν τόν ἀσκητή. Τά κυπαρίσια, οἱ ἐλιές, οἱ χαρουπιές ὅπως τότε, στίς εὐλογημένες ὥρες τῆς διδασκαλίας. Καί ὁ τάφος, ἁπλός καί ἀπέρριτος, δέχεται τά δάκρυα καί τόν πόνο τῶν ἀνθρώπων.
Ἔρχονται πιστοί ἀπό τά Ἀκούμια καί τά γύρω χωριά – ἀκόμη καί ἀπό μέρη μακρυνά τῆς Μεγαλονήσου – ἀνάβουν τά καντήλι στό ἐξωκκλήσι καί στόν τάφο, θυμιάζουν, προσκυνοῦν τήν ἁγ. Ἄννα (πού ἐπί 65 χρόνια συντρόφευε τόν Γέροντα στούς ἀγώνες του), γονατίζουν στό μνῆμα, ζητοῦν τήν βοήθειά του καί κατά τήν πίστη τους λαμβάνουν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ὅσ. Γεννάδιος, δηλαδή, τιμᾶται τοπικά, ἀπό τό πλήρωμα τῆς τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἀπό ὅλους ὅσοι τόν γνώρισαν καί μαρτυροῦν γιά τήν ἁγία ζωή του καί τίς μετά θάνατον θεοσημείες του. Ὅμως ἡ φήμη τῆς ἁγιότητάς του ἔχει ὑπερβεῖ ἤδη τά στενά τοπικά ὅρια τῆς Κρήτης καί εἶναι διαδίδεται τόσο, στήν Ἑλλάδα, ὅσο καί στήν Κύπρο.
Εἶναι ἄγνωστο πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες, λείψανα τοῦ Ὁσίου (ἤ καί ὅλο τό λείψανο), μεταφέρθηκαν στήν Κύπρο, στήν ἱστορική Μονή Κύκκου, ὅπου καί σήμερα φυλάσσονται!
Ἀπότμημα τῶν Λειψάνων τοῦ ὁσ. Γενναδίου φυλάσσεται ἀκόμη στό Ἐπισκοπεῖο τῆς ἁγ. Αἰκατερίνης Στρογγύλης Κορωπίου, τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γ.Ο.Χ. Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς, ἀποκτηθέν μερίμνῃ τοῦ Σεβ. Μητροπ. Μεσογαίας κ. Κηρύκου.
Εἰκόνα τοῦ Ὁσίου (ἡ πρώτη πιθανῶς;), ἱστορίθηκε ἀπό τόν Ἁγιογράφο Μοναχό π. Λουκᾶ Πανίδι (κατά παραγγελίαν τῆς οἰκογενείας τοῦ γράφοντος) καί βρίσκεται κατατεθημένη στό πρός τιμήν τῆς ὁσ. Ξένης τῆς διά Χριστόν Σαλῆς οἰκογενειακό παρεκκλήσιο, στή Μάνδρα Ἀττικῆς.
Μία πρώτη, αὐτοσχέδια προσευχή πρός τόν Ἅγιο Θεό καί τόν ὅσ. Γεννάδιο, ἀνῆκει στή γραφίδα τοῦ Στυλ. Παπαδογιαννάκη:
«Κύριε, σέ παρακαλοῦμε, μή μᾶς στερήσεις τῆς χάριτος ὅπου ἔλαβε ὁ δοῦλος Σου Γεννάδιος. Ἀποκάλυψε, Κύριε, τήν ἁγιότητά του γιά νά χαροῦμε, νά ἁγιασθοῦμε καί νά σωθοῦμε. Πατέρα Γεννάδιε, σέ παρακαλοῦμε, μή μᾶς ἐγκαταλείψεις καί χαθοῦμε ψυχικά».
Στόν ἴδιο ἀνῆκει καί τό πρῶτο σχεδίασμα ἀπολυτικίου στό νεοφανῆ ὁσιακό ἀστέρα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἄτεχνο ἴσως, ὅμως γνήσιο καί ἐγκάρδιο, ἐκφράζει τήν πίστη τοῦ πληρώματος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, στούς κόλπους τῆς Ὁποίας ἀναδείχθηκε ὁ Ὅσιος, στήν ἁγιότητά του καί στή δύναμη τῶν πρεσβειῶν του πρός Κύριον:
«Τῆς Ρεθύμνης γέγονας ἀσκητής καί τόν κόσμον ἐστήριξας εὐχαῖς σου, Ὅσιε Πάτερ Γεννάδιε, πρέσβευε Χριστῶ τῶ Θεῶ, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος».
Ἀκόμη, ὁ ἴδιος συγγραφέας, συνέγραψε καί ἐξέδωσε μεγάλο τόμο τοπικῆς Ἁγιολογίας τῆς περιοχῆς, στήν ὁποία δημοσιεύει καί τά τοῦ βίου τοῦ ὁσ. Γενναδίου.
Ἡ μνήμη τοῦ ὁσ. Γενναδίου τιμᾶται τήν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, τήν 3η Μαρτίου.
Ὅσιε Πάτερ Γεννάδιε, πρέσβευε ὑπέρ τῶν σέ τιμώντων. Ἀμήν.
Πηγές:
Ἡ ἐργασία αὐτή βασίσθηκε στίς χειρόγραφες σημειώσεις τοῦ Θεολόγου Στυλ. Παπαδογιαννάκη, τό βιβλίο πού ἐξέδωσε καί σέ στοιχεῖα – προσωπικές μαρτυρίες πού συνέλλεξε ὁ γράφων.