Ο Όσιος Ακάκιος έζησε και ανεδείχθη κατά τους σκοτεινούς χρόνους της Τουρκοκρατίας. Γεννήθηκε μάλλον λίγα χρόνια μετά το έτος 1630 μ.Χ., στο χωριό Γόλιτσα των Αγράφων, της (τότε) επαρχίας Φαναρίου και Νεοχωρίου, στη σημερινή κοινότητα Αγίου Ακακίου του νομού Καρδίτσας. Οι γονείς του, ευσεβείς και ενάρετοι Χριστιανοί, με την εργασία τους κατόρθωσαν στα δύσκολα εκείνα χρόνια να εξασφαλίσουν τα αναγκαία της ζωής τους με αυτάρκεια και στοργικά είχαν αφοσιωθεί στην ανατροφή των δύο παιδιών τους που τους χάρισε ο Θεός. Όμως ο πρόωρος θάνατος του πατέρα συγκλόνισε την οικογένεια και επισκίασε την ευτυχία τους.
Ο Αναστάσιος, αυτό ήταν το κοσμικό όνομα του Οσίου, έμεινε ορφανός σε πολύ μικρή ηλικία. Η μητέρα τους με τη βαθιά χριστιανική πίστη και την ευσέβειά της αγωνίζεται αγώνα σκληρό «πρὸς τὰ τῆς χηρείας δεινά» και αναλαμβάνει μόνη της το βάρος της οικογενειακής ευθύνης. Εργάζεται αγόγγυστα για να συντηρήσει τα δύο ανήλικα παιδιά της και να τα αναθρέψει με παιδεία και νουθεσία Κυρίου.
Πολύ σύντομα στο πλευρό της γυναίκας του βρέθηκε και ο μικρός Αναστάσιος, για να αναλάβει και εκείνος ένα μέρος από τις ευθύνες για τη συντήρηση της οικογένειάς του.
Ο λόγος του Ευαγγελίου είχε συγκλονίσει από νωρίς την καρδιά του Αναστασίου και η φλόγα της θείας αγάπης θέρμαινε την παιδική του ψυχή. Ένιωθε ζωηρά και πολύ έντονα την κλίση και τον ζήλο προς τον μοναχικό βίο. Γι’ αυτό απέφευγε τον θόρυβο του κόσμου και αναζητούσε συχνά την ησυχία σε τόπους ερημικούς. Εκεί, αφοσιωμένος στον Θεό, διέθετε όλο τον χρόνο του στην προσευχή και τη νηστεία. Σύντομα αποφάσισε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και σε ηλικία είκοσι τριών ετών έφυγε προς τα μέρη της Ζαγοράς Βόλου. Κατέληξε στο μοναστήρι της Σουρβιάς, που είχε χτίσει ο Όσιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω, το οποίο βρίσκεται στην περιοχή της Μακρυνίτσας Βόλου και είναι αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα.
Όταν έφθασε στο μοναστήρι τον υποδέχθηκαν με καλοσύνη. Παρουσιάσθηκε στον ηγούμενο και με όλο τον σεβασμό ανέφερε τον σκοπό της επισκέψεώς του. Εκείνος τον άκουσε με προσοχή και του εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια τις δυσκολίες της μοναχικής ζωής, αλλά και το αυστηρό πρόγραμμα της μονής. Ο Αναστάσιος όμως επέμενε, δίνοντας την υπόσχεση πως με την βοήθεια του Θεού θα υπερνικήσει όλα τα εμπόδια και θα ανταποκριθεί στα καθήκοντα που όριζε η μοναχική πολιτεία. Ο ηγούμενος, ως έμπειρος πνευματικός, διέγνωσε τον ένθεο ζήλο του Αναστασίου και διαπίστωσε την αμετακίνητη και σταθερή απόφασή του να μονάσει. Έτσι τον δέχθηκε στο μοναστήρι. Εκεί ο Αναστάσιος εκάρη μοναχός με το όνομα Ακάκιος. Και την ίδια νύχτα που δέχθηκε το αγγελικό σχήμα και περιεβλήθηκε το μοναχικό ένδυμα, αξιώθηκε με θεία οπτασία. Είδε σαν να βαστούσε στα χέρια του μια αναμμένη λαμπάδα, που είχε φως υπέρλαμπρο και φώτιζε όλο τον τόπο εκείνο.
Ο νέος μοναχός με την συμπεριφορά, την εργατικότητα και την πνευματικότητά του κέρδισε την αγάπη και την συμπάθεια όλων των πατέρων της μονής. Όμως, οι ανάγκες και οι απαιτήσεις του μοναστηριού δεν τον ικανοποιούσε πλέον, διότι πολύ σύντομα είχε κατακτήσει τις μοναχικές αρετές του απλού μοναχού και η ψυχή του αναζητούσε άλλο χώρο για απόλυτη ησυχία και μεγαλύτερη άσκηση.
Έτσι, μεταξύ των ετών 1660-1670 μ.Χ., αναχωρεί για το Άγιον Όρος. Αρχικά ο Όσιος κατευθύνθηκε στην περιοχή της Μεγίστης Λαύρας και κατέφυγε σε κάποιο σπήλαιο, κοντά στη «Σκήτη του Καυσοκαλύβη», όπου ασκήτεψε για ένα χρονικό διάστημα. Το ενδιαφέρον του για την όσο το δυνατόν καλύτερη μόρφωσή του, τον οδήγησε στο να ακολουθήσει ένα πρόγραμμα ασκήσεως και πνευματικής εργασίας. Χωρίς καμιά καθυστέρηση επισκέπτεται μοναστήρια και σκήτες, ερημητήρια ησυχαστών και σπήλαια ασκητών και αναζητεί, «ὡς ἐλαφρῶς διψώσα ἐπὶ τᾶς πηγᾶς τῶν ὑδάτων», τους εκλεκτούς και δοκιμασμένους μοναχούς. Υποτάσσεται πρόθυμα σε αυτούς, συνεργάζεται μαζί τους και μαθητεύει με υπομονή κοντά τους.
Ο Όσιος φθάνει τελικά στο μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου και μετά από σύντομη επίσκεψη σε αυτό απομακρύνεται σε ερημική τοποθεσία επάνω στο μοναστήρι, για να ησυχάσει. Εκεί έμεινε πολύ καιρό και κάθε Σάββατο κατέβαινε στο μοναστήρι και εκκλησιαζόταν.
Επόμενος σταθμός του ήταν η σκήτη του Παντοκράτορος, όπου συναντήθηκε με τον γνωστό από το μοναστήρι της Σουρβιάς γέροντα πνευματικό του, που είχε έλθει από τη Ζαγορά του Βόλου για να σπουδάσει τη βυζαντινή μουσική. Ο γέροντας χάρηκε πάρα πολύ όταν συναντήθηκε με τον Όσιο και ζήτησε να τον πάρει μαζί του ως μοναχό. Εκείνος όμως ζήτησε την ευχή του και τον παρακάλεσε να μην επιμείνει, διότι ήθελε να ασκητέψει μόνος του.
Ύστερα από την συνάντηση αυτή ο Όσιος έφυγε από τη σκήτη του Παντοκράτορος προς άγνωστη κατεύθυνση και με συμβουλή του γέροντος πνευματικού Γαλακτίωνος ήλθε στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους, επάνω στη Μεταμόρφωση, για να μονάσει. Εκεί ασκητεύοντας παρέμεινε είκοσι ολόκληρα χρόνια.
Κάποτε ο Όσιος Ακάκιος είδε τον Όσιο Μάξιμο τον Καυσοκαλυβίτη, με κάτασπρη και αστραφτερή ιερατική στολή, να περιφέρεται και να θυμιατίζει όλο το ναό και ένα πλήθος μοναχών με την ίδια λευκή στολή να τον ακολουθούν. Και όταν ο Όσιος Ακάκιος ρώτησε, «ποιοι ήσαν αυτοί που τον συνόδευαν», ο Όσιος Μάξιμος απάντησε: «Είναι όλοι εκείνοι οι Όσιοι Πατέρες από την περιοχή των Καυσοκαλυβίων, οι οποίοι χάρις σε αυτόν ευρήκαν τη σωτηρία τους».
Επειδή τα χρόνια περνούσαν και η περιοχή που ασκήτευε ο Όσιος ήταν δύσβατη και άνυδρη, αναγκάσθηκε να μετακινηθεί χαμηλότερα προς τη θάλασσα, προς το ακρωτήρι της Αθωνικής Χερσονήσου, εκεί όπου βρίσκεται η σημερινή σκήτη των Καυσοκαλυβίων (Αγίας Τριάδος). Εκεί ο Όσιος αναζήτησε την κατοικία του σε ένα μικρό σπήλαιο, το οποίο μέχρι σήμερα φέρει το όνομά του. Με τις σπάνιες αρετές του αναδείχθηκε κατά τον υμνωδό «κορυφαίος των Ασκητών και Θεοφόρων Πατέρων το καύχημα».
Ο Όσιος Ακάκιος προέβλεψε και προείπε την κοίμησή του σε όλους τους υποτακτικούς που μόναζαν κοντά του. Ιδιαίτερα όμως στον μοναχό Αθανάσιο, ο οποίος έφθασε στο σπήλαιο του Οσίου από την σκήτη της Αγίας Άννης για να λάβει την ευχή του, είπε: «Εγώ τώρα Αθανάσιε, πηγαίνω στράτα μακρά και πλέον δεν θα βλέπουμε ο ένας τον άλλον. Να έχεις την ευχή της Παναγίας μας». Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του. Ευλόγησε έπειτα τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και κοιμήθηκε με ειρήνη την Κυριακή των Μυροφόρων, το έτος 1730 μ.Χ. και σε ηλικία εκατό περίπου ετών.