Tὸ ἐκήρυξεν ὁ θεῖος Ὅμηρος πρὸ ἐτῶν τρισχιλίων: Εἷς οἰωνὸς ἄριστος !…Εὗρεν εὐκαιρίαν νὰ βάλῃ εἰς τὸ στόμα τοῦ Ἕκτορος ὅλην τὴν ἀηδίαν, ὅσην τοῦ ἐνέπνεον κατὰ βάθος οἰωνοὶ καὶ οἰωνοσκόποι, καίτοι, λόγῳ τοῦ ἐπικοῦ ἀξιώματος, ἦτο ἠναγκασμένος, ὁ θεσπέσιος, νὰ περιγράφῃ μετὰ μεγάλης σοβαρότητος ὅλας τὰς τελετὰς καὶ τὰς ἀσκήσεις τῶν θυσιῶν, καὶ τῶν οἰωνῶν, καὶ τῶν μαντευμάτων. Καὶ ὁ Κάτων, ὁ ἄκαμπτος Ρωμαῖος, εἶπε, χίλια ἔτη ὕστερον: Si augur augurem…Δηλαδή, ἐὰν οἰωνοσκόπος συναντήσῃ οἰωνοσκόπον, δὲν ἠμπορεῖ νὰ κράτησῃ τὰ γέλια…Οἱ μόνοι ἀληθεῖς οἰωνοὶ εἶναι τὰ πράγματα. Πλήν, ἂν ὑπάρχωσιν ἄλλοι συμβολικοί, ἐναέριοι ἢ ἐπίγειοι οἰωνοί, ἔρχονται ἐπικουρικῶς μόνον, διὰ ν’ ἀνοίξουν τὰ ὄμματα τῶν τυφλῶν, ὅσοι δὲν βλέπουν τὰ πράγματα. Ἀφοῦ αἰτήσω συγγνώμην ἀπὸ τὸν ἀναγνώστην διὰ τὸ βάναυσον καὶ ὄχι πολὺ κόσμιον ἴσως τοῦ συμβόλου ἐνταῦθα, θὰ διηγηθῶ ἕνα οἰωνόν.
Ἕνα καιρόν, δύο νέοι, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ εἷς μοὶ ἐτύγχανε, διὰ νὰ εἴπω κατὰ Πλάτωνα, ἐγγύτατα γένους ὤν καὶ ἐν τῷ αὐτῷ οἰκῶν, ἔκαμναν τὸν ἔρωτα εἰς μίαν νέαν, ἥτις δὲν εἶχεν εἴδησιν τοῦ πράγματος. Διότι εἶχεν ἴσως τόσους λατρευτάς, ὅσας χιλιάδας προῖκα. Δὲν εἶχε καιρὸν ἡ ἰδία, μὲ τὰς ἁβρὰς καὶ τρυφερὰς χεῖράς της, καὶ μὲ τοὺς μεγάλους τακεροὺς ὀφθαλμούς της, νὰ μετρήσῃ οὔτε τὸν σωρὸν τῆς μιᾶς οὔτε τὴν ἄγελην τῶν ἄλλων.
Ἴσως οἱ δύο, περὶ ὧν ὁ λόγος, δὲν ἦσαν τόσον ὑγιῶς προικοθῆραι, ὅσον νοσηρῶς αἰσθηματικοί. Ἡ κόρη ἦτο χαριεστάτη. Μετεῖχε καλῶν αἰσθημάτων καὶ δὲν ἦτο ἄμοιρος καλῆς ἀγωγῆς. Ἐξαιρέσει τῆς οἰήσεως καὶ τοῦ ἐξιππασμοῦ τῶν νεοπλούτων, κατὰ τὰ ἄλλα ἦτο ἄμεμπτος. Ἀδιάφορον ὅμως.
Ἓν δειλινόν, ἢ μίαν ἑσπέραν, δὲν ἐνθυμοῦμαι καλά, φθινοπώρου ἀρχομένου, οἱ δύο νέοι ἐκάθηντο ὑπαίθριοι, χωριστὰ ὁ καθείς, ἔξωθεν ζυθοπωλείου, καὶ ἐκοίταζαν ἀντικρὺ τὸν ἐξώστην της. Ἐπερίμεναν πότε νὰ φανῇ. Ἤλπιζον νὰ πέση ἐπ’ αὐτοὺς ἡ ματιά της ἢ ποθεινή.
Τὸ ἐλάχιστον τυχαῖον βλέμμα της ἦσαν ἱκανοὶ νὰ τὸ ἐκλάβουν ὡς σκόπιμον καὶ σημαντικόν, καὶ πλάττον εὐτυχίαν δι’ αὐτούς. Μωρότεροι τοῦ Ναρκίσσου, κατωπτρίζοντο ὄχι εἰς τὸ φεῦγον ρεῦμα τοῦ ρύακος, ἀλλ’ εἰς τὸ ἀεικίνητον βλέμμα τῆς κόρης.
Ἡ κόρη ἐξῆλθεν. Ἐκοίταξεν ἐδῶ, ἐκοίταξεν ἐκεῖ, ἴσαξε τὰ μαλλιά της, ἔρριψε βλέμμα εἰς τοὺς δύο νέους, τοὺς ἀφῆκε νὰ τὴν κοιτάζουν καὶ νὰ χάσκουν, καὶ προσήλωσε τὸ ὄμμα εἰς ἕν ἀόριστον ὑψηλὸν σημεῖον τῆς πόλεως ἢ τοῦ ὁρίζοντος, εἰς ἓν κωδωνοστάσιον ἢ ἓν νέφος. Ποῦ ἀλλοῦ; Ἐντοσούτῳ ἐκεῖνοι τὴν ἐθώπευον, τὴν ἔτρωγον, τὴν ἔλειχον, τὴν ἐπιπίλιζον, ἐνετρύφων μὲ τὸ βλέμμα, καὶ ἦσαν οἰκτρῶς εὐτυχεῖς. Ὅσον καὶ οἱ ἔγκλειστοι τῶν ὑγιεινῶν οἴκων. Τέλος ὁ εἷς ἀπέσπασε τὸ ὄμμα. Ἴσως τοῦ ἦλθεν ἀμυδρὰ ἡ συναίσθησις τοῦ κωμικοῦ. Τὸ βλέμμα του ἔπεσε χαμαί, εἰς τὴν γῆν. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ὑπῆρχεν ἐκεῖ, ὑπὸ τὸν ἐξώστην, μία μεγάλη, λευκή, ὑπερήφανος σκύλα. Ὡραία σκύλα, γένους ἐκλεκτοῦ. Ἡ σκύλα ἐχαμήλωνε κάτω τὴν κεφαλὴν καὶ ἔψαχνε καὶ ἐζήτει τροφήν. Ὄπισθεν τῆς οὐρᾶς της ἵσταντο δύο μικρά, οἰκτρὰ κυνάρια. Τὰ δύο κυνάρια ἐμάχοντο μεταξὺ των, ἔγρυζον, ἔτριζον τοὺς ὀδόντας, καὶ ἐζήτουν, πότε τὸ ἕν, πότε τὸ ἄλλο (καὶ πάλιν αἰτῶ συγγνώμην), νὰ ἐπιβῶσι τῆς σκύλας. Ἀλλὰ δὲν ἔφθαναν. Τὰ νῶτα τῆς σκύλας ἦσαν πολὺ ὑψηλά. Θὰ τοὺς ἐχρειάζετο σκαλωσιὰ διὰ ν’ ἀναβῶσιν.
Ἡ μεγάλη, εὔμορφη σκύλα, οὔτε ἐγύριζε νὰ τὰ ἰδῇ, τὰ δύο κυνάρια. Ἔκυπτε χαμαί, ἐξηκολούθει νὰ ψάχνῃ, καὶ δὲν ἠνωχλεῖτο ποσῶς ἀπὸ τὰς παιδιὰς οὔτε ἀπὸ τὰς ἐπιχειρήσεις των.
Οὔτε τὰ ἐνεθάρρυνε, οὔτε τὰ ἀπεθάρρυνε. Προφανῶς, εἶχε πεποίθησιν εἰς τὰ ὑψηλὰ νῶτα της. Τὰ δύο κυνάρια ἐξηκολούθουν νὰ μάχωνται, νὰ γρύζουν καὶ νὰ δαγκάνονται, ἑωσότου, τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἔφθασε μέγας, μαῦρος σκύλος.
Ὁ μαῦρος σκύλος ἐγαύγισε μεγαλοπρεπῶς, ἔδειξε τοὺς ὀδόντας, ἐφυγάδευσε τὰ δύο κυνάρια, καὶ ἔμεινε κύριος τοῦ πεδίου, ἐκρέμασε τὴν γλῶσσαν, ὠργίασεν, ἐγαύγισε… καὶ γαυγίζει ἀκόμη.
Τὸ σύμβολον ἦτο εὔγλωττον. Ὁ οἰωνὸς ὡμίλει ἀφ’ ἑαυτοῦ.
Ὁ νέος ὁ εἷς, «ὁ ἐγγύτατα καὶ ἐν τῷ αὐτῷ οἰκῶν», τὸ ἐνόησεν, ἔφυγε, καὶ ἀκόμη φεύγει, διότι δὲν ἦτο ἱκανὸς νὰ τὰ βγάλῃ πέρα μὲ τὸν μαῦρον σκύλον. Ὁ ἄλλος δὲν ἐβράδυνε νὰ τὸν ἀκολούθησῃ. Ἀλλὰ τί ἐχρειάζετο ὁ οἰωνός;
Μήπως δὲν ἦσαν τὰ πράγματα; Μήπως δὲν ἦτο ἡ δυσαναλογία τοῦ πλούτου καὶ τῆς κοινωνικῆς θέσεως, καὶ τὸ ὕψος τῶν νώτων;
Ὁμοίως, καὶ παντοῦ ἀλλοῦ. Τί χρειάζεται ὁ οἰωνός; Μήπως δὲν εἶναι τὰ πράγματα; Εἷς οἰωνὸς ἄριστος. Ἀλλὰ τίς ἔβαλεν εἰς πρᾶξιν τὴν συμβουλὴν τοῦ θειοτάτου ἀρχαίου ποιητοῦ; Ἐκ τῆς παρούσης ἡμῶν γενεὰς τὶς ἠμύνθη περὶ πάτρης;
Ἠμύνθησαν περὶ πάτρης οἱ ἄστοργοι πολιτικοί, οἱ ἐκ περιτροπῆς μητρυιοὶ τοῦ ταλαιπώρου ὠρφανισμένου Γένους, τοῦ «στειρεύοντος πρὶν καὶ ἠτεκνωμένου δεινῶς σήμερον»;
Ἄμυνα περὶ πάτρης δὲν εἶναι αἱ σπασμωδικαί, κακομελέτητοι καὶ κακοσύντακτοι ἐπιστρατεῖαι, οὐδὲ τὰ σκωριασμένης ἐπιδεικτικότητος θωρηκτά. Ἄμυνα περὶ πάτρης θὰ ἦτο ἡ εὐσυνείδητος λειτουργία τῶν θεσμῶν, ἡ ἐθνικὴ ἀγωγή, ἡ χρηστὴ διοίκησις, ἡ καταπολέμησις τοῦ ξένου ὑλισμοῦ καὶ τοῦ πιθηκισμοῦ, τοῦ διαφθείραντος τὸ φρόνημα καὶ ἐκφυλίσαντος σήμερον τὸ ἔθνος, καὶ ἡ πρόληψις τῆς χρεοκοπίας.
Τίς ἠμύνθη περὶ πάτρης; Καὶ τί πταίει ἡ γλαῦξ, ἡ θρηνοῦσα ἐπὶ ἐρειπίων; Πταίουν οἱ πλάσαντες τὰ ἐρείπια. Καὶ τὰ ἐρείπια τὰ ἔπλασαν οἱ ἀνίκανοι κυβερνῆται τῆς Ἑλλάδος. Καὶ σήμερον, νέον ἔτος ἄρχεται. Καὶ πάλιν τί χρειάζονται οἱ οἰωνοί; Οἰωνοὶ εἶναι τὰ πράγματα. Μόνον ὁ λαὸς λέγει: «Κάθε πέρσι καλύτερα».
Ἂς εὐχηθῶμεν τὸ ἀρχόμενον ἔτος νὰ μὴ εἶναι χειρότερον ἀπὸ τὸ ἔτος τὸ φεῦγον.
(Από τη σελίδα του Δημήτρη Σταματάκη)