ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΣΠΑΝΙΑ ΜΙΛΟΥΣΕ, ΔΕ ΓΕΛΟΥΣΕ, δέ μάλωνε· κάποτε μονάχα έτριζε τα δόντια-του ή έσφιγγε τη γροθιά-του, κι άν τύχαινε να κρατάει κανένα πετραμύγδαλο, έστριβε τα δάχτυλά-του και τό ‘κανε σκόνη. Κάποτε που είδε έναν αγά να στρώνει ένα χριστιανό με σαμάρι και να τον φορτώνει σαν γάιδαρο, τόσο τον κυρίεψε το κακό-του, που χίμηξε απάνω στον Τούρκο, μιά βρισιά ήθελε να ξεστομίσει, μα τα χείλια-του είχαν στρουφίξει, δέν μπόρεσε να βγάλει λόγο ανθρώπινο κι άρχισε να χλιμιντρίζει σαν άλογο· ήμουν εκεί μπροστά-του, παιδί ακόμα, τον κοίταζα και με κυρίεψε τρόμος. Κι ένα μεσημέρι που γύριζε σπίτι να φάει, άκουσε, σ’ ένα στενό που περνούσε, γυναίκες να σκληρίζουν και πόρτες να σφαλνούν κι ένας μεθυσμένος τουρκαλάς είχε βγάλει το γιαταγάνι-του και κυνηγούσε τους χριστιανούς. ‘Ως να δεί τον πατέρα-μου, χύθηκε καταπάνω-του· κάψα, κουρασμένος απο τη δουλειά, δέν είχε κέφι ο πατέρας-μου για καβγάδες· μιά στιγμή του πέρασε απο το νού να στρίψει απο το στενό να φύγει, κανένας δέν τον έβλεπε· μα ντράπηκε. Ξεζώστηκε την ποδιά που φορούσε, τύλιξε τη γροθιά-του, και την ώρα που σήκωνε ο τουρκαλάς απάνω απο το κεφάλι-του το γιαταγάνι, τού ‘δωκε μιά γροθιά στην κοιλιά και τον έστρωσε χάμω· έσκυψε, του ξεγάντζωσε το γιαταγάνι απο τη φούχτα και τράβηξε κατα το σπίτι. Η μητέρα-μου τού ‘φερε πουκάμισο ν’ αλλάξει, είχε γίνει μουσκίδι στον ίδρωτα, κι εγώ, θά ‘μουν ως τριών χρονών, κάθουμουν στον καναπέ και τον κοίταζα· όλο τρίχες ήταν το απανωκόρμι-του, άχνιζε· κι άμα άλλαξε και δροσέρεψε, πέταξε το γιαταγάνι στον καναπέ, δίπλα- μου· στράφηκε στη γυναίκα- του:
— Σαν μεγαλώσει ο γιός-σου, της είπε, και πάει στο σκολειό, δώσ’-του το να ξύνει το μολύβι-του.
Ποτέ δέ θυμούμαι να μού ‘πε τρυφερό λόγο· μιά φορά μονάχα· ήμασταν στη Νάξο, την επανάσταση, και πήγαινα στη φράγκικη Σχολή, στους φραγκοπαπάδες· είχαμε δώσει εξέτασες κι είχα πάρει κάμποσα βραβεία, μεγάλα, χρυσοδεμένα βιβλία· δέν μπορούσα μόνος-μου να τα σηκώσω, πήρε ο πατέρας-μου τα μισά και γυρίσαμε σπίτι. Σε όλο το δρόμο δέν άνοιξε το στόμα· προσπαθούσε να κρύψει τη χαρά-του που ο γιός-του δέν τον ντρόπιασε· και μονάχα όταν μπήκαμε στο σπίτι, χωρίς να με κοιτάξει:
— Δέν ντρόπιασες την Κρήτη, είπε με κάποια τρυφεράδα. Μα ευτύς θύμωσε με τον εαυτό-του που προδόθηκε κι έδειξε πως ήταν συγκινημένος, κι όλη τη βραδιά απέφυγε να με κοιτάξει κι ήταν κατσουφιασμένος.
Βαρίσκιωτος, αβάσταχτος. Όταν τύχαινε νά ‘ναι βίζιτες σπίτι, συγγενείς-μας ή γειτόνοι, κι είχαν πιάσει ψιλή κουβέντα και γελούσαν, άν άνοιγε ξαφνικά η πόρτα κι έμπαινε, κόβουνταν η κουβέντα και το γέλιο, κι ένας ίσκιος πλάκωνε το σπίτι. Χαιρετούσε με μισό χείλι, κάθουνταν στη συνηθισμένη θέση-του στη γωνιά του καναπέ, πλάι στο παράθυρο της αυλής, χαμήλωνε τα μάτια, άνοιγε την ταμπακέρα κι έστριβε ένα τσιγάρο, αμίλητος. Ξερόβηχαν οι βίζιτες, κλεφτοκοιτάζουνταν ανήσυχα, και με τρόπο, ύστερα από λίγη ώρα, σηκώνουνταν, πατούσαν στις άκρες των ποδιών τους κι έφευγαν.
Ν.Καζαντζάκης – Αναφορά στον Γκρέκο
Πηγή: Αρχοντούλα Διακογεωργίου