«Κι εκεί που πήγαινε και μονομιλούσε και βλαστημούσε τη μοίρα του, ακούει πίσω του πεταλιές αλόγου.
Μα δεν ήταν ετούτο άλογο σαν εκείνα που κατέχουμε, που τρώνε κριθάρι, χλιμιντρούν και κάνουν καβαλίνες.
Ο Μπαρμπαγιάννης το γνώρισε από τις πεταλιές, που ήταν μαλακές, σα να ΄ταν τυλιγμένα με μπαμπάκι τα πέταλα, κι από μιαν άγια μυρωδιά μοσκολίβανου που περεχύθηκε στον αγέρα…
Κατάλαβε ο Μπαρμπαγιάννης, δεν ήταν η πρώτη φορά, κόλλησε στον τοίχο, έκαμε το σταυρό του και περίμενε.
Το απάλαφρο ανάερο τριπόδι ζύγωνε, η μυρωδιά πλήθαινε.
Μνήστητί μου Κύριε, μουρμούρισε, Άγιε Μηνά μου, καλησπερούδια σου!
Σήκωσε μ’ ευλάβεια τα μάτια, είδε, από την άκρα του δρόμου φάνηκε, μέσα στο σκοτάδι, να φεγγοβολάει, καβάλα στο χρυσοχάμουρο ντορή του με το κόκκινο κοντάρι ακουμπισμένο στον ώμο, με τα ψαρά του κοντόσγουρα γένια, με τα ασημένια διχτάτα άρματα του, ο λεβεντόγερος προστάτης του Μεγάλου Κάστρου, ο Αι- Μηνάς.
Έκανε κι απόψε τη βόλτα του.
Κάθε μεσάνυχτα, την ώρα που ‘ναι χαμένη στον ύπνο η πολιτεία, ο Αι- Μηνάς κατεβαίνει αθόρυβα από το κόνισμά του, παίρνει σβάρνα τα μουράγια, διαβαίνει στις ρωμέικες γειτονιές, αν έχουν ξεχάσει καμιάν πόρτα ανοιχτή, τη σφαλνάει, αν κανείς χριστιανός είναι άρρωστος κι είναι φωτισμένο το παραθύρι του, στέκεται και παρακαλάει το Θεό να τον γιάνει.
Μάτι ανθρώπου δεν έχει τη δύναμη να τον δει, μονάχα τα σκυλιά κουνούν τις ουρές τους, κι από τους ανθρώπους δυο μονάχα σε ολάκερη την πολιτεία: Ο Μπαρμπαγιάννης ετούτος κι η Εφεντίνα Καβαλίνα, ο παρακούζολος χότζας.
Κι άμα τελέψει τη βόλτα του, χαράματα πια, γυρίζει πάλι στο κόνισμα του, και κανένας δε θα καταλάβαινε τι μυστήρια γίνουνται την πάσα νύχτα, αν δεν έβρισκε ο καντηλανάφτης ο Μούρτζουφλος, το πρωί που πάει να συγυρίσει την εκκλησία, το άλογο του Αι- Μηνά ιδρωμένο.
Ο Μπαρμπαγιάννης κοίταζε τον άγιο να αλαγαίρνει και να λιώνει μέσα στο σκοτάδι κι έκαμε το σταυρό του.
– Τον είδα πάλι απόψε, μεγάλη η χάρη του, καλά θα πάνε οι δουλειές μου, μουρμούρισε.»
Νίκος Καζαντζάκης, Καπετάν Μιχάλης