Το 1926 σ’ένα νησί της Δωδεκανήσου γεννήθηκε ένα μικρό αγόρι, μουσουλμάνος.
Όλη τη παιδική ηλικία την έζησε παίζοντας με τα χριστιανόπαιδα, ενώ ο ίδιος ήταν Μουσουλμάνος.
Τις παραμονές των χριστιανικών γιορτών μαζί μέ τά παιδιά τού χωριού έτρεχε στά κάλαντα παίζοντας μέ τήν φλογέρα του.
Τό σπίτι πού έμεναν ήταν ένας σταύλος.
Εκεί τή νύχτα τής παραμονής τών Χριστουγέννων
-μετά τά κάλαντα- καί αφού είχε ξαπλώσει για να κοιμηθή, αισθάνεται να άνοίγη ή πόρτα καί μπροστά του νά εμφανίζεται ό Χριστός.
Φορούσε άσπρο χιτώνα,
τό πρόσωπο του ήταν χαμογελαστό καί τού είπε: «Ήρθα γιά σένα, είσαι δικό μου παιδί» καί εξαφανίστηκε.
Τό ίδιο επαναλήφθηκε τίς επόμενες δύο νύχτες.
Ό μικρός ήταν τότε περίπου δεκατριών χρόνων.
Βρέθηκε μπροστά στό δίλημμα, άν θά τό πή η όχι καί σέ ποιόν.
Ύστερα από σκέψη αποφάσισε να το πει στον πρόεδρο τού χωριού, ένα σεβάσμιο ηλικιωμένο άνδρα, τόν μπάρμπα-Νικόλα.
Πήγε στό σπίτι του, τού διηγήθηκε όλη τή ιστορία καί αμέσως ζήτησε νά τόν βαφτίσουν.
Ο πρόεδρος με χαμόγελο του απάντησε: «Το σκέφτηκες,
παιδί μου, καλά ;».
Ο μικρός του απάντησε: «Ναι,το σκέφτηκα, θέλω να με βαφτίσετε».
Ο πρόεδρος τότε του εξήγησε ότι αυτό θα ήταν δύσκολο λόγω του ότι ήταν ανήλικος και οι γονείς του θα μπορούσαν να αντιδράσουν.
Στο τέλος του είπε :
«Αν, παιδί μου, σε έχει φωτίσει τόσο ό Χριστός καί τό επιθυμής τόσο πολύ, κάνε υπομονή νά φθάσεις στη νόμιμη ηλικία.
Τότε να το ζήτησεις και θα το απολαύσεις».
Δούλευε κυρίως στις ψαρόβαρκες οι όποιες εκείνα τα χρόνια ήταν με κουπιά και πανιά.
Συχνά τότε πήγαιναν στις απέναντι ακτές ιδιαίτερα στον κόλπο ανατολικά της Κώ.
Κάποια φορά καθώς ερχόνταν προς τό νησί από τόν κόλπο γεμάτοι ψάρια, ήταν τρείς στην βάρκα, έρχεται ξαφνικά μία φοβερή κακοκαιρία.
Η βάρκα πλημμύρισε και εκείνος
με ένα τενεκέ προσπαθούσε να αδειάζει τα νερά.
Καθώς έβγαζε τα νερά βρέθηκε ένα μικρό εικονισματάκι τού Αγίου Νικολάου μέσα στόν τενεκέ.
Αμέσως μία φωνή μέσα του φωνάζει: «Μή μέ πετάξεις.»
Πιάνει τό Εικόνισμα, το σηκώνει ψηλά και λέει: «Άγιε μου Νικόλα, σώσε μας και αν έρθει η ώρα να βαφτιστώ θα πάρω το όνομά Σου».
Σε λίγη ώρα βρέθηκαν σε κάποια ακτή της Κώ.
Αργότερα πήγε στη Μικρασία.
Ένα χρονικό διάστημα δούλευε σε εργοστάσιο-υφαντουργείο.
Κάποια στιγμή μέ άλλους Κώους πηγαίνει για να γνωρίση την Σμύρνη και το Τσεσμέ.
Εκεί του άρεσε και έμεινε για να δούλεψη στα καπνά.
Το βράδυ κοιμήθηκαν σε μία αποθήκη η όποια όμως ήταν παλιά Εκκλησία τού Χρίστου.
Οί άλλοι δύο, αδελφή καί αδελφός -μουσουλμάνοι- δέν μπορούσαν νά ησυχάσουν μέχρι πού αποφάσισαν νά βγούν από τήν Εκκλησία και να κοιμηθούν στο χωράφι.
Έτσι εκείνος έμεινε μόνος μέσα στο σκοτάδι.
Αφού κοιμήθηκε για λίγη ώρα, ανοίγει τα μάτια του και βλέπει ένα φως νά βγαίνη μέσα από τό Ιερό.
Κοιτάζει έξω, ήταν σκοτεινά,
η Εκκλησία όμως έλαμπε.
Την επόμενη βραδιά το ίδιο.
Την τρίτη βραδιά μαζί με το φως ακούει μία φωνή:
«Μή ξεχάσης τήν υπόσχεση σου.
Είσαι δικό Μου παιδί».
Μετά από αυτό μέχρι τό πρωΐ σκεφτόταν πώς θά γίνει Χριστιανός μέσα στήν Τουρκία.
Όταν ξημέρωσε είδε ότι η φωνή έβγαινε από μία σκαλιστή μαρμάρινη εικόνα τού Κυρίου,
ή οποία ήταν καί ή μόνη πού είχε μείνει, χτισμένη πάνω από τό Ιερό.
Τήν ίδια μέρα μετά από μία-δυό ώρες ήρθε διαταγή νά επιστρέψουν όλοι οί πρόσφυγες στίς πατρίδες τους.
Ήταν τότε τό έτος 1945.
Έτσι επέστρεψε στην Κώ σκεπτόμενος μέσα του ότι τώρα θα μπορέσει νά βαπτιστεί.
Μέχρι τότε δεν είχε πεί σε κανέναν από τους δικούς του τίποτε.
Τά Δωδεκάνησα τότε μετά την Ιταλική κατοχή τά κατείχαν οί Άγγλοι.
Εκείνος δούλεψε στήν Αγγλική Χωροφυλακή μέχρι τήν απελευθέρωση τό 1947.
Αργότερα τό 1949-1950, τήν ημέρα μάλιστα πού οί Μουσουλμάνοι γιόρταζαν τό Μπαϊράμι, του λέει η μητέρα του:
«Σήκω και συ να πας κάτω.
Έγινες πια σκέτος Χριστιανός».
Τότε εκείνος πήρε τήν αφορμή
καί απήντησε: «Δέν είμαι Χριστιανός αλλά θα γίνω όταν βαπτιστώ, μυρωθώ και πάρω την Θεία Κοινωνία».
Τό ίδιο βράδυ βλέπει στον ύπνο του ότι ανοίγει η στέγη του σπιτιού του, τρεις Άγγελοι κατεβαίνουν στο δωμάτιό του και του λένε πως θέλουν να τον πάρουν μαζί τους.
Εκείνος τους ρώτησε αν μπορεί να πετάξει μαζί τους και τότε είδε ότι άρχισε να πετάει ανάμεσα στους Αγγέλους μέχρι την ακρογιαλιά.
Στην συνέχεια ό μπροστινός Άγγελος, μετά ο δεξιός και τέλος ο αριστερός του, τον βούτηξαν από μία φορά στην θάλασσα καί επέστρεψαν όλοι στο σπίτι.
Τό πρωί κατάλαβε πλέον ότι είχε έρθει η ώρα για να βαφτιστει.
Κατέβηκε στό λιμάνι, βρήκε ένα γνωστό του ναυτικό και αφού του εξήγησε τον σκοπό του, εκείνος τον πήρε σαν βοηθό του στο καράβι και έφτασαν στην Κάλυμνο, στην Μητρόπολη.
Έρχεται στην Ι.Μ. Αγίου Ιωάννου τού Θεολόγου στήν Πάτμο αναζητώντας τόν Άγιο Αμφιλόχιο Μακρή τόν Άγιο Γέροντα Τής Πάτμου.
Μαζί του ήρθε καί ό Νικόλαος Νικολαΐδης ο οποίος και έγινε στην συνέχεια νονός του.
Μετά την πρώτη επαφή με τον Άγιο
Αμφιλόχιο ωρίστηκε να γίνει η βάπτιση στο ιερό Σπήλαιο της Αποκαλύψεως.
Πράγματι την επομένη το πρωΐ έγινε η βάπτιση στο τριπλό σχίσιμο του βράχου εντός τού Ι. Σπηλαίου και πήρε το όνομα Νικόλαος.
Όταν επανήλθε στην Ι.Μ. Αγίου Ιωάννου πήγε να προσκύνησει το ιερό Λείψανο του οσίου Χριστοδούλου, το όποιο ευωδίαζε, ενώ την προηγούμενη ημέρα, πριν βαπτιστεί, δεν ένιωσε τίποτε όταν το είχε προσκυνήσει.
Αφού πήραν την ευλογία του Αγίου Αμφιλοχίου, επέστρεψε στην Κάλυμνο.
Την τρίτη νύχτα αφότου βαπτίστηκε συνέβη το εξής :
Ό νεαρός Νικόλαος φορούσε ακόμη τον βαπτιστικό χιτώνα και είχε ξαπλώσει για να κοιμηθεί σ’ ένα δωμάτιο που χρησιμοποιούσε ο
π. Κύριλλος για να αγιογραφεί,
δίπλα στην θάλασσα.
Η πόρτα του δωματίου που έβλεπε στην θάλασσα ήταν λίγο ανοιχτή.
Ξαφνικά άκουσε τήν φωνή τής μάννας του, άνοιξε τά μάτια του καί της λέει στα Τούρκικα :
« Μητέρα, πώς βρέθηκες εδώ,
τί θέλεις;»
Και εκείνη άπαντα: «Ήρθα νά σέ πάρω μαζί μου». «Μητέρα, είμαι βαφτισμένος και μυρωμένος,
φύγε δεν μπορώ να έρθω μαζί σου», της λέει ο Νικόλαος.
Όμως εκείνη με δυνατή φωνή του λέει: «Σήκω, θα σε πάρω»
καί πέφτει αμέσως πάνω του,
τόν πιάνει από τούς ώμους γιά να
τόν σηκώσει.
Εκείνος την σπρώχνει φωνάζοντας: «Μάννα, μη με λερώσεις»
και το βλέμμα του πέφτει σε μία εικόνα του Χριστού.
Τότε φωνάζει κάνοντας το σημείο του Σταυρού: «Χριστέ μου, σώσε με»
Εκείνη τότε σηκώθηκε όρθια,
και του είπε: «Μέ νίκησες» και βγαίνοντας απο την πόρτα πέφτει στην θάλασσα,
βρέχοντας μάλιστα την πόρτα.
Καθώς όμως έβγαινε η μητέρα του βλέπει πίσω της μία ουρά ζώου και όταν εξαφανίστηκε στην θάλασσα, τότε κατάλαβε ότι δεν ήταν η μητέρα του.
Το πρωί ο πατέρας Κύριλλος που τον φιλοξενούσε και που είχε ακούσει τις φωνές, τον ρώτησε και έμαθε τί συνέβη.
Τότε του λέει :
«Μή στενοχωριέσαι, Νικόλα παιδί μου.
Ήταν ο διάβολος και ήρθε να σε πειράξει.»
Ο νεοφώτιστος Νικόλαος παρέμεινε για ένα διάστημα στην Κάλυμνο όπου νυμφεύθηκε και αργότερα επέστρεψε στην Κώ.
Ο Νικόλαος είχε πολλές επεμβάσεις του Θεού στην ζωή του και αντιλήψεις από την Θεία Χάρη.
Με απλότητα και πίστη στις δυσκολίες του ζητούσε βοήθεια από τον Θεό και την λάμβανε.
Αρκετά χρόνια αργότερα συνέβη και το εξής :
Ο πατέρας του ήταν βαριά άρρωστος στο νοσοκομείο της Κώ και κατά την διαπίστωση των γιατρών ετοιμοθάνατος.
Ό Νικόλαος στενοχωρημένος κατεβαίνοντας τά σκαλιά άντίκρυσε την Εικόνα του Αγίου Παντελεήμονος, σταμάτησε και από την καρδιά του τον παρακάλεσε :«Άγιέ μου Παντελεήμονα, δώσε του δύο-τρία χρόνια ζωής ακόμα».
Την επόμενη, πρωΐ’-πρωΐ’, πριν πάει στην δουλειά -εργαζόταν τότε στον Δήμο-
πήγε στο Νοσοκομείο και είδε τον πατέρα του να κάθεται και να του λέει : «Ευχαριστώ, παιδί μου, που έστειλες τό γιατρό.
Ήρθε σε μένα ένας νέος γιατρός και με ρώτησε :
– Πώς πας ;
– Δεν είμαι καλά του λέω.
Τότε εκείνος έπιασε το κεφάλι μου και μου λέει :
– Άνοιξε καλά το στόμα σου και βγάλε την γλώσσα σου.
Αμέσως την άγγιξε και μου λέει :
– Δέν έχεις τίποτα, είσαι καλά. Φεύγοντας μου λέει :
– Μέ έστειλε ό γυιός σου ο Νικόλαος να σε δω.
Μετά από λίγο ήμουν καλά,
παιδί μου».
Ο Νικόλαος κατάλαβε ότι ήταν
ο Άγιος και τον ρώτησε :
«Θα τον αναγνωρίσεις αν τον δεις ;»
Έφερε, λοιπόν, την Εικόνα μπροστά στον πατέρα του και εκείνος αναγνώρισε τον γιατρό στο πρόσωπο του Αγίου Παντελεήμονα
Απόσπασμα από το βιβλίο
ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Πηγή: Ο χαρισματικός Γέροντας των Λιμνών Εφραίμ Χατζηπατέρας (1836-1909)
Νίκη Αρναουτάκη