Το έτος 959 μ.Χ. κάθεται στο θρόνο ο Ρωμανός Β’, γιος του Κωνσταντίνου Ζ’ του Πορφυρογέννητου, στεφθείς αυτοκράτωρ υπό του πατρός του το 945 μ.Χ. σε παιδική ηλικία. Πρώτη σύζυγός του η Βέρθα, νόθα κόρη του βασιλιά της Ιταλίας Ούγου και της Βεζόλης, είχε μετονομασθεί Ευδοξία, αλλά πέθανε 5 χρόνια μετά τον γάμο τους το 949 μ.Χ. Το 956 σύνηψε δεύτερο γάμο με τη Θεοφανώ, ταπεινής καταγωγής αλλά παροιμιώδους ομορφιάς, μητέρα των Βασιλείου Β’ και Κωνσταντίνου Η’.
Ο αυτοκράτωρ Ρωμανός Β’ υπήρξε και ο ίδιος άνθρωπος εξαιρετικού φυσικού παραστήματος και εξωτερικής ομορφιάς. Όλοι οι χρονογράφοι της εποχής συμφωνούν, ότι πέραν τούτων και εξαιτίας τους ήταν παραδομένος στην τρυφηλή ζωή, στο κυνήγι, τα σπορ της εποχής, τις διασκεδάσεις. Είχε, όμως την προνοητικότητα (ή τη διπλωματία) ν’ απομακρύνει με έμμεσους τρόπους, χωρίς να προκαλέσει αντιδράσεις, τους συμβούλους του πατέρα του και να επιλέξει νέους και ικανούς συνεργάτες. Ένας από αυτούς ήταν ο αρχιευνούχος, πατρίκιος, μέγας πραιποσίτος και μέγας δρουγγάριος Ιωσήφ Βρίγγας, προήχθη από τον Ρωμανό στο αξίωμα του πρύτανη της συγκλήτου και αρχιθαλαμηπόλου των κουβικουλάριων, δηλ. παρακοιμώμενος (πρωθυπουργός θα λέγαμε σήμερα). Κατά τη μαρτυρία του Λέοντος του Διακόνου, ο Ιωσήφ ήταν «κακούργος και περιπόνηρος». Επίσης προβίβασε τον Νικηφόρο Φωκά σε Δομέστικο των σχολών της Ανατολής. Αυτόν ο Λέων περιγράφει ως «άνδρα ρέκτην τε και δραστήριον, αγαθόν τε τα πολεμικά και την ισχύν ανυπόστατον».
Στόλισε, επίσης, την περίοδο της βασιλείας του με σημαντικές εκστρατείες, αν και ο ίδιος λίγο ασχολήθηκε μ’ αυτές. Μία εξ αυτών ήταν η απελευθέρωση της Κρήτης από τους Αγαρηνούς, θέμα ζωτικής σημασίας για την κυριαρχία της αυτοκρατορίας στο Αιγαίο και τα παράλια της περιοχής. Είχαν γίνει, ήδη, αρκετές προσπάθειες προς αυτήν την κατεύθυνση, από τους προηγούμενους αυτοκράτορες, χωρίς επιτυχία, και το κακό προηγούμενο δημιουργούσε αμφιβολίες και αμφισβητήσεις. Χάρη στον συνεχιστή του Θεοφάνη γνωρίζουμε για το συμβούλιο που συγκλήθηκε πριν την ανάληψη της εκστρατείας. Το σύνολο του σώματος ήταν αντίθετο προς την πρόταση, της οποίας η πατρότητα και η υποστήριξη ανήκε αποκλειστικά στον Ιωσήφ Βριγγά. Αυτός αφού έλαβε το λόγο έτσι μίλησε: «ημείς μεν, δέσποτα , ίσμεν πάντες όσα δεινά Ρωμαίοις συνέβησαν παρά των αρνητών του Χριστού εις ημάς∙ και δίκαιον εστι λογίσασθαι τας σφαγάς και τας παρθένων φθοράς και τας των εκκλησιών καταστροφάς και τας των παραλίων θεμάτων αιχμαλωσίας και πρέπον εστίν υπέρ των Χριστιανών και ομοφύλων αγωνίσασθαι και μη δεδιέναι της οδού το μήκος και τα της θαλάσσης πελάγη και της νίκης το άδηλον και της φήμης το αδύνατον». Η εμπιστοσύνη την οποία έτρεφε ο αυτοκράτορας, τελικός κριτής, για το πρόσωπο του παρακοιμώμενού του, τον έπεισε να συγκατανεύσει και να διορίσει «αυτοκράτορα στρατηγόν της προς τους Κρήτας μάχης» τον Νικηφόρο Φωκά. Οφείλουμε να παραδεχθούμε, ότι η προσωπικότητα του Νικηφόρου, άνδρα ικανού να φέρει εις πέρας ένα τόσο δύσκολο εγχείρημα, έπαιξε επίσης αποφασιστικό ρόλο στην απόφαση του Ρωμανού.
Το εκστρατευτικό σώμα αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη στις 5 Ιουλίου 960 μ.Χ., αποτελούμενο από 2000 «πυρφόρα» 16 χελάνδια, 1000 δρόμωνες, 307 «καματηρά» (πλοία εφοδιοπομπής). Μέγας Δρουγγάριος (ναύαρχος) της εκστρατείας ορίσθηκε εις αντικατάσταση του Βριγγά ο κοιτωνίτης ή κλειδούχος Μιχαήλ. Ο στρατός αποτελούνταν από τμήματα στρατιωτών των θεμάτων Μακεδονίας, Θράκης και συμμάχους Σκλαβήνους. Επίλεκτο τμήμα ήταν το μισθοφορικό των Βαράγγων με επικεφαλής τον στρατηγό Θρακησίων Παστιλά. Σταθμοί της διαδρομής (όπως μας την παραδίδει η Εκθεσις της Βασιλείου Τάξεως του Κωνσταντίνου Ζ’) ήταν η Ηράκλεια, η Προκόννησος, η Άβυδος, τα Πεύκια, η Τένεδος, η Μυτιλήνη, η Χίος, η Σάμος, οι Φούρνοι, η Νάξος, η Ίος, η Αγία Ειρήνη (Σαντορίνη) και τέλος η νησίδα Δία κοντά στις ακτές της Κρήτης. Κατά τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, η διαδρομή από την Ίο μέχρι την Κρήτη ήταν άγνωστη στους Ρωμηούς της τότε εποχής, διότι τα πλοία τους δεν τολμούσαν να πλεύσουν νότια από τον φόβο των πειρατών. Συνεπώς ο Νικηφόρος προβληματιζόταν πάνω σ’ αυτό το θέμα. Τη λύση έδωσαν Καρπάθιοι ναυτικοί, οι οποίοι οδήγησαν τον στόλο μέχρι την Κρήτη. Από τη νησίδα Δία ο Νικηφόρος απέστειλε ανιχνευτικά σκάφη να κατοπτεύσουν τις ακτές.
Οι μουσουλμάνοι της μεγαλονήσου αιφνιδιάστηκαν από τη θέα του υπερμεγέθη στόλου. Προφανώς δεν περίμεναν να επαναληφθεί εκστρατεία εναντίον τους τόσο σύντομα, μετά την αποτυχία της προηγούμενης το 956 μ.Χ. Ξεπερνώντας γρήγορα τον αιφνιδιασμό τους συνάχθηκαν στην ακτή απέναντι του στόλο για να εμποδίσουν την απόβαση των στρατιωτών. Δεν γνωρίζουμε που ακριβώς έγινε αυτή. Γνωρίζουμε, ότι στην περιοχή εκείνη δεν υπήρχε φυσικό λιμάνι κι αυτό δυσκόλευε την αποβίβαση.
Για να ξεπεράσει και αυτό το πρόβλημα ο Νικηφόρος εφοδίασε τα πλοία με επικλινείς σανίδες «κλίμακας επί των πορθμείων επιφερόμενοι» κατά τον Λέοντα. Οι δρόμωνες προσέγγισαν την ακτή με τα κουπιά ταυτόχρονα τοξότες και σφενδονήτες έβαλαν κατά των Αράβων των συντεταγμένων στα υπερκείμενα υψώματα. Την κατάλληλη στιγμή έπεσαν οι κλίμακες και αποβιβάσθηκαν άπαντες, πεζοί και έφιπποι. Αμέσως ο Νικηφόρος διαίρεσε το στράτευμα σε τρία μέρη με πυκνή παράταξη και διέταξε να προπορεύεται το λάβαρο του σταυρού. Σε κάθε φάλαγγα ηγείτο και ένας επίσκοπος, περιστοιχισμένος από κληρικούς και έφερε τεμάχια Τιμίου Ξύλου.
Τα πυκνά κατατοξεύματα και η ακάθεκτη ορμή τεθωρακισμένης φάλαγγας έτρεψαν γρήγορα σε φυγή τους ακάλυπτους και ανυπόδητους μωαμεθανούς. Ακολούθησε καταδίωξη μέχρι το οχυρό του Χάνδακα, στο οποίο κλείσθηκαν οι Αγαρηνοί με ασφάλεια, εφόσον εκ της κατασκευής του και της διαμόρφωσης του τοπίου θεωρείτο απόρθητο. Αν θέλουμε να κάνουμε μια αποτίμηση της πρώτης εχθροπραξίας, πρέπει να αναφέρουμε, ότι δυο ήταν οι αποφάσεις που επέτρεψαν την επιτυχή αποβίβαση. Πρώτον, ο υπομονετικός Νικηφόρος περίμενε τη συγκέντρωση του πολυάριθμου στόλου πριν προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια. Δεύτερον, ο στρατηγικός του νους πέτυχε την συγχρονισμένη προσέγγιση της ακτής και την ταχύτατη αποβίβαση των στρατευμάτων. Σ’ αυτό σημαντικό ρόλο έπαιξαν η πειθαρχία των στρατιωτών (την οποία απαιτούσε πάντα ο στρατηγός) και το ετοιμοπόλεμό τους, που είχε αποκτηθεί με συνεχείς αγώνες και πολύ αίμα. Αντίθετα οι αντίπαλοι, αν και δεν υστερούσαν σε ηθικό, πολύ δε περισσότερο σε πολεμικό μένος, ήταν συνηθισμένοι σε επιδρομές κατά αμάχων, ως επί το πλείστον. Όσες φορές αντιμετώπιζαν τακτικό στρατό, προτιμούσαν τακτικές ανταρτοπολέμου.
Έτσι είχαν καταφέρει μέχρι τώρα ν’ αντιμετωπίζουν τις προσπάθειες απελευθέρωσης της Κρήτης από ρωμαίικα στρατεύματα και αυτό θα έκαναν στη συνέχεια. Ο Νικηφόρος Φωκάς ήταν γνώστης όλων αυτών, έχοντας μεγάλη εμπειρία στην αντιμετώπιση αραβικών επιδρομών στην Ανατολή με παρόμοιες τακτικές. Το θεωρητικό μέρος αυτής της εμπειρίας θα κατέγραφε αργότερα στο Περί παραδρομής Πολέμου εγχειρίδιό του. Απ’ αυτή την άποψη η εκστρατεία στην Κρήτη ήταν μια αντιστροφή ρόλων αλλά και η επίσημη πρεμιέρα της αντεπίθεσης. Αντιστροφή ρόλων διότι τώρα ο Φωκάς βρισκόταν σε εχθρικό έδαφος και έπρεπε να αντιμετωπίσει τις τακτικές που ο ίδιος εφάρμοζε στη Μικρά Ασία. Η επιτυχία αυτής της επιχείρησης θα ήταν ενδεικτική των ικανοτήτων του, προοίμιο της δράσης του στη Συρία.
Την εποχή εκείνη αμηράς της Κρήτης ήταν ο Abd al-Aziz ibn Schu ‘ab, ο επιλεγόμενος Κουρουπάς. Αυτός έστειλε έκκληση βοήθειας προς τους ηγέτες του αραβικού κόσμου σε Συρία, Αίγυπτο, Ιφρικίγια, Κόρδοβα. Δυστυχώς γι’ αυτόν η πολιτική κατάσταση των Αράβων, την εποχή εκείνη δεν επέτρεψε την βοήθεια εκ μέρους τους. Οι Ισχιδήδες στην Αίγυπτο πάλευαν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους από τους Φατιμίδες της Ιφρικίγια (Ifrikiya= Β. Αφρική), που την κατέκτησαν το 969 μ.Χ. Ο σουνίτης Αββασίδης χαλίφης της Βαγδάτης έχει υποκατασταθεί στην άσκηση εξουσίας από τους Μπουΐδες σουλτάνους που βρίσκονταν σε συνεχείς προστριβές με του σιΐτες βεζύρηδες και ο συνολικός μουσουλμανικός πληθυσμός της Ανατολής ήταν σε αναβρασμό λόγω θρησκευτικών διαφορών. Ο Ομμεϋάδης της Κόρδοβας Αβδέραμος Γ’ έστειλε κατασκόπους για να πληροφορηθεί τις εξελίξεις, οι οποίοι έφθασαν αργά, όταν η πολιορκία έβαινε προς την λήξη της. Προσπάθειες αντιπερισπασμού στο σύνορο της Συρίας αντιμετωπίστηκαν με επιτυχία από το στρατό του θέματος των θρακησίων.
Ομάδα μαχητών, που έστειλαν οι Ισχιδήδες της Αιγύπτου αργότερα, προδόθηκαν από δύο αυτόμολους και υπέστησαν αιφνιδιαστική επίθεση και συντριπτική ήττα. Μόνη αξιόλογη πηγή αστάθειας στην Ανατολή αποτελεί ο εμίρης του Χαλεπιού Sayf ad-Dawla(=ξίφος της πίστης), ο Χαμβδάς των πηγών, που μαζί με τον αδελφό του Nasir ad-Dawla(=βοηθός της πίστης) συνεχίζουν την δυναστεία των Χαμβδανιδών στη Μοσούλη και το Χαλέπι. Αυτός στην αρχή του καλοκαιριού του 960 μ.Χ. και ενόσω ο Νικηφόρος στρατοπέδευε στην Κρήτη, εισέβαλε στα εδάφη της αυτοκρατορίας, ηγούμενος 30,000 ιππέων18, δηλώνοντας τη χώρα μέχρι το Χαρσιανό κάστρο, γειτονικό της Μελιτήνης και βόρεια των Σαμοσάτων.
Ο Λέων Φωκάς διαθέτοντας λιγοστές δυνάμεις, καταπονημένες από τις συνεχείς εκστρατείες, προτίμησε να καταλάβει τα στενά του Ταύρου και ν’ αποκόψει τη δίοδο διαφυγής των επιδρομέων. Δεν μπορούσε, βέβαια, να τους αντιμετωπίσει σε μάχη εκ παρατάξεως. Εκεί εμψύχωσε τους μαχητές του, έστησε τις ενέδρες στα στενά περάσματα και ανέμενε την επιστροφή του εχθρού. Πρράγματι, οι Σαρακηνοί φάνηκαν στους πρόποδες του ανατολικοί Ταύρου, κατάφορτοι λάφυρα και αιχμαλώτους. Εισήλθαν στις στενωπούς χωρίς να έχουν αντιληφθεί την παγίδα, παρά μόνο όταν ήταν αργά.
Οι Ρωμιοί επέπεσαν σ’ αυτούς και τους αποδεκάτισαν, εκδικούμενοι τις προηγούμενες καταστροφές κι ελευθέρωσαν τους αιχμαλώτους. Ο εμίρης του Χαλεπιού μόλις και μετά βίας διέφυγε. Ο Λέων Διάκονος αφηγείται, ότι σκόρπισε χρυσά νομίσματα προκειμένου να καθυστερήσει τους διώκτες του. Έτσι, χάρη στην πιστή τήρηση των συμβουλών του «Περί παραδρομής πολέμου» ανταπεξήλθε ο Λέων Φωκάς στην κρισιμότητα της κατάστασης, ανακουφίζοντας τον αδελφό του από τους αντιπερισπασμούς των Αράβων. Η μάχη αυτή στην Κλεισούρα της Ανδρασσού χρονολογείται στις 8 Νοεμβρίου του 960 μ.Χ.
Μετά την επιτυχή απόβαση των δυνάμεών του στην Κρήτη και την πρώτη κατά των Αράβων νίκη, ο Νικηφόρος προέβη σε μια επιτόπου εκτίμηση της οχύρωσης του εχθρού. Πραγματικά η οχύρωση του Χάνδακα ήταν επιβλητική. Για την κατασκευή των τειχών του είχαν χρησιμοποιηθεί οικοδομικά υλικά των ερειπίων της Κνωσσού. Τα ψηλά τείχη είχαν θεμελιωθεί επί απόκρημνου βράχου και περιχαρακωθεί από βαθιά και πλατιά τάφρο.
Η συγκολλητική ουσία ήταν πυλός μεμειγμένος με τρίχες αιγός και χοίρου, υλικό που έδινε μεγαλύτερη συνοχή άρα πιο ανθεκτικά. Το πλάτος των τειχών ήταν τόσο, ώστε μπορούσαν να συναντηθούν και να περάσουν δυο άμαξες επ’ αυτών. Για να φανεί πόσο απόρθητη ήταν η πόλη, αρκεί ν’ αναφερθεί, ότι αργότερα οι Οθωμανοί για να την καταλάβουν, την πολιόρκησαν από το 1648 ως το 1669 (σε μια εποχή κατά την οποία η πολιορκητική πρακτική διέθετε πιο εξελιγμένα μέσα απ’ ότι το 960).
Έκρινε, λοιπόν, ο Νικηφόρος, ότι μια έφοδος τη δεδομένη στιγμή θα είχε ως αποτέλεσμα να χυθεί το ρωμαίικο αίμα χωρίς ν’ αποφέρει αποτελέσματα. Αποφάσισε τον άμεσο αποκλεισμό της πόλης από στεριά και θάλασσα και την ταυτόχρονη επικράτηση στο υπόλοιπο του νησιού. Προς αυτήν την κατεύθυνση ενεργώντας, έστησε το στρατόπεδό του πλησίον του Χάνδακα για να επιτηρεί άμεσα τις κινήσεις του αντιπάλου.
Ο ισχυρός στόλος απέκλεισε την δια θαλάσσης επικοινωνία, όχι μόνο της πόλης αλλά ολόκληρου του νησιού. Για ν’ αποφεύγουν τις παρενοχλήσεις των πολιορκημένων, τα στρατεύματά του όρυξαν τάφρο και ύψωσαν ξύλινο περιτείχισμα, από ακτή σε ακτή, καθ’ όλη την περίμετρο της πόλης. Έτσι ο αποκλεισμός κατέστη ολοσχερής. Περιτείχισαν το στρατόπεδο, το οποίο απείχε τρία στάδια, κι έσκαψαν τάφρους, ώστε ν’ αποφύγουν αιφνιδιασμό από τους Άραβες, αιτία αποτυχίας προηγούμενων εκστρατειών.
Τμήματα του στρατού διέτρεχαν την Κρήτη, καταλύοντας την μουσουλμανική κυριαρχία κι ενισχύοντας το χριστιανικό στοιχείο. Οι οδηγίες του αρχιστράτηγου Νικηφόρου για την διενέργεια των επιχειρήσεων ήταν ακριβείς, κι έδιναν βαρύτητα στην ασφάλεια των στρατιωτών. Όσες φορές αυτές καταστρατηγήθηκαν το αποτέλεσμα ήταν η ήττα, όπως στην περίπτωση του Νικηφόρου Παστιλά. Αυτός διατάχθηκε να εκτελέσει αναγνωριστικές επιχειρήσεις μαζί με τάγμα Βαράγγων μισθοφόρων. Ο Φωκάς τον συμβούλευσε να βρίσκεται σε εγρήγορση για να μην εκτεθεί σε αιφνιδιασμό. Παρακούοντας ο Παστιλάς και οι σύντροφοί του, έπεσαν σε αμεριμνία κι εξαιτίας του πλούτου που βρήκαν, σε μέθη και καλοπέραση. Σ’ αυτήν την κατάσταση τους επιτέθηκαν Αγαρηνοί που καιροφυλακτούσαν και τους πετσόκοψαν. Αυτό ήταν μια υπενθύμηση στο στρατό του Νικηφόρου, ότι η πολιορκία δεν είχε τελειώσει κι έπρεπε να αγρυπνούν κάθε στιγμή.
Γνώστης του ψυχολογικού πολέμου ο Νικηφόρος, εφάρμοσε κάθε πρόσφορο μέτρο για να σπάσει το ηθικό των πολιορκούμενων, που ήδη υπέφεραν από λιμό. Αναφέραμε προηγουμένως, ότι είχε σταλεί άγημα από την Αίγυπτο προς επικουρία των ομοθρήσκων τους. Αυτοί αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς από το ρωμαίικο στρατό. Η καταστροφή του αγήματος αυτού προκάλεσε αρνητική εντύπωση στους πολιορκημένους. Δεν ήταν μόνο ο κλονισμός του ηθικού ο σκοπός. Ενδεχομένως ήθελε να προκαλέσει και λοιμό μέσα στην πόλη μειώνοντας ακόμα περισσότερο την άμυνά της. Βομβάρδιζαν την πόλη νυχθημερόν, κυρίως τα τείχη, για να προκαλέσουν κάποιο ρήγμα, από το οποίο θα μπορούσαν να εισέλθουν. Παράλληλα συνεργεία σκαπανέων διάνοιγαν σήραγγες κάτω από τα τείχη, για να τα υπονομεύσουν. Και ενώ η τειχοδομία ήταν πάνω σε βράχο, σε κάποια σημεία κάτω από την πέτρα υπήρχαν ψαμμολιθικά στρώματα, καθιστώντας εφικτή την επιχείρηση.
Με τέτοιες ενέργειες και στρατιωτικά γυμνάσια συνεχιζόταν η πολιορκία του Χάνδακα όλο το χειμώνα του 960-1, ο οποίος σημειωτέον ήταν αρκετά βαρύς. Προκάλεσε σιτοδεία στην Ανατολή και έγινε αισθητή από τους πολιορκητές. Από την έλλειψη των αναγκαίων ταλαιπωρήθηκαν τα στρατεύματα και χρειάστηκε όλο το κύρος του Φωκά για την διατήρηση της συνοχής του στρατοπέδου και της συνέχισης της εκστρατείας. Για την αντιμετώπιση της δύσκολης κατάστασης ο παρακοιμώμενος Ιωσήφ προέβη σε τεράστιες αγορές σιταριού, του οποίου η τιμή είχε ανέβη σε ένα χρυσό νόμισμα οι τέσσερις μόδιοι. Μέρος των προμηθειών πωλούσε μισοτιμής, για να χτυπήσει το μονοπώλιο των μεταπρατών και ν’ ανακουφίσει την πείνα των κατοίκων της πρωτεύουσας. Το υπόλοιπο σιτάρι έστειλε με εφοδιοπομπές στο στρατόπεδο της Κρήτης.
Την περίοδο αυτή επιχειρήθηκε έξοδος των πολιορκημένων. Χίλιοι πεντακόσιοι ιππείς και τριανταέξι χιλιάδες πεζοί, αφού πίστεψαν τις υποσχέσεις του εμίρη τους για τις ηδονές που επιφυλάσσει ο μουσουλμανικός παράδεισος στους πολεμιστές, με ξυρισμένο κεφάλι κατά την παράδοσή τους, εφόρμησαν εναντίον των Ρωμηών, σε μια ύστατη προσπάθεια για τη λύση της πολιορκίας. Ο αρχιστράτηγος Νικηφόρος, άριστος γνώστης της βυζαντινής πολεμικής τέχνης, είχε εγκατασπείρει κατασκόπους μέσα στο Χάνδακα. Απ’ αυτούς πληροφορήθηκε τα σχέδια για την εξόρμηση και ετοίμασε την υποδοχή.
Σχεδίασε εικονική υποχώρηση κι έστησε τέσσερις ενέδρες, ώστε όταν επιτέθηκαν οι Σαρακηνοί έπεσαν στην παγίδα χωρίς να υποψιαστούν τίποτα. Η μάχη υπήρξε λυσσαλέα και η απελπισία των επιτιθεμένων σε συνδυασμό με το θρησκευτικό τους μένος τους οδήγησε σε σκληρό αγώνα. Η στρατηγική του Νικηφόρου αποδείχθηκε ανώτερη και όταν η παγίδα έκλεισε γύρω τους αποκόπηκαν από την οδό διαφυγής τους και υπέστησαν αναρίθμητες απώλειες. Σαν άλλος Ξέρξης ο Κουρούπης παρακολουθούσε την εξέλιξη της μάχης αφ’ υψηλού πύργου και εξοργισμένος για την αποτυχία έκλεισε τις πύλες της πόλης για ν’ αναγκάσει τους μαχητές του σε απεγνωσμένο αγώνα. Απέδειξε το ψεύδος των λόγων του. Επτά επιθέσεις επιχείρησαν οι Άραβες αυξάνοντας τις απώλειές τους. Στο τέλος, αφού πείσθηκε για το μάταιο του εγχειρήματος, άνοιξε τις πύλες για να σωθεί από την πανωλεθρία και από φόβο μη μείνει μόνος του μέσα στην πόλη.
Με το τέλος του χειμώνα, ο Δομέστικος Νικηφόρος αποφάσισε να πραγματοποιήσει την τελική έφοδο. Με στρατιωτικά γυμνάσια είχε κρατήσει τους μαχητές του ετοιμοπόλεμους. Είχε υπονομεύσει τα τείχη με σήραγγες, τις οποίες είχε υποστηλώσει, ώστε να κρατήσουν μέχρι την κατάλληλη στιγμή και τις είχε γεμίσει φρύγανα και ξερόκλαδα, στα οποία θα έβαζε φωτιά ώστε με το κάψιμο των υποστυλωμάτων να καταπέσουν συμπαρασύροντας τα υπερκείμενα τείχη. Είχε αδυνατήσει την αντοχή της οχύρωσης με συνεχείς βολές από τους καταπέλτες και τις βαλλίστρες και απέμεναν τα χτυπήματα των πολιορκητικών κριών, για να ολοκληρώσουν το έργο τους.
Είχε εξασθενήσει την αντοχή και το ηθικό των αμυνόμενων με το στενό αποκλεισμό και τον πόλεμο νεύρων. Είχε μειώσει αισθητά τον αριθμό τους κατά την απόκρουση της εξόδου τους. Είχε κάνει ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν να γίνει για να προετοιμάσει την τελική έφοδο, της οποίας η επιτυχής έκβαση ήταν πια στα χέρια του Θεού. Ορίσθηκε, λοιπό, η 7η Μαρτίου ως ημέρα της τελικής επίθεσης. Από νωρίς το πρωί οι ιερείς του στρατοπέδου τέλεσαν ιερό συλλείτουργο. Οι στρατιώτες εξομολογήθηκαν όλοι και κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων. Προετοίμασαν έτσι τον εαυτό τους για την μεγάλη προσπάθεια. Στη συνέχεια συγκεντρώθηκαν κατά τάγματα μπροστά στον αρχιστράτηγο και άκουσαν από τα χείλη του λόγια που τους εμψύχωσαν.
Ως κατακλείδα των λόγων του απεύθυνε δέηση προς την προστάτιδα των Χριστιανών Θεοτόκο, την οποία παρακαλούσε να συνδράμει ως υπέρμαχος την προσπάθειά τους. Στην συνέχεια παράταξε τις μοίρες τους σε τετραγωνική παράταξη και πυκνή φάλαγγα, παιάνισε τις σάλπιγγες, κροτάλισε τα τύμπανα κι έφερε το στρατό μπροστά στα τείχη. Τότε εκτυλίχθηκε ένα επεισόδιο μπροστά στα έκπληκτα μάτια των στρατιωτών. Από τις επάλξεις του κάστρου ξεπρόβαλε μια Σαρακηνή, γριά φαρμακεύτρια, η οποία εξασκούσε απόκρυφες τέχνες της θρησκείας της. Αυτή με άσεμνες χειρονομίες και κατάρες προσπαθούσε να επισύρει την επήρεια των δαιμόνων εναντίον των Ρωμηών. Δεν χρειάσθηκε περισσότερο από μια εύστοχη βολή ενός ευσεβούς τοξότη για να σταματήσει τις βλασφημίες της και να την κρημνίσει στο βάθος της τάφρου.
Με την πτώση της μάγισσας δόθηκε και το σήμα της επίθεσης. Μετά την προπαρασκευή των πετροβόλων μηχανημάτων ήρθε η ώρα των κριών να δονήσουν τα τείχη, την στιγμή που στις σήραγγες πυροτεχνουργοί έβαζαν φωτιά στα υποστυλώματα. Με την καύση τους το έδαφος έπαθε καθίζηση παρασύροντας στην πτώση του δύο επάλξεις του κεντρικού τείχους. Αμέσως βοή χαράς ακούστηκε από το στόμα των Ρωμηών, που εφόρμησαν προς το γκρεμισμένο τμήμα του τείχους με αλαλαγμούς. Επική μάχη δόθηκε στο άνοιγμα, καθώς οι πολιορκημένοι προσπαθούσαν μάταια να εμποδίσουν την είσοδό τους στην πόλη. Γρήγορα η αντίστασή τους κάμφθηκε και τράπηκαν σε φυγή.
Τότε η έφοδος μετατράπηκε σε διάσπαρτες οδομαχίες. Οι εισβολείς αργά αλλά συστηματικά εκκαθάρισαν την πόλη από τις εστίες αντίστασης και θα εξελισσόταν σε σφαγή, αν ο ίδιος ο Νικηφόρος δεν συγκρατούσε τους στρατιώτες του, αποτρέποντας αυτό το ενδεχόμενο. Όσοι πειρατές επέζησαν, αιχμαλωτίστηκαν. Μεταξύ αυτών ο Κουρούπης και ο γιος του Ανεμάς. Επίσης συνελήφθει το σύνολο του μουσουλμανικού πληθυσμού του κάστρου. Μετά από 137 χρόνια οι επήλυδες της Συρίας θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους. Πρώτα οι ρωμαλαιότεροι απ’ αυτούς θα κοσμούσαν τον θρίαμβο του Δομέστικου στον ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης. Στη συνέχεια, μέσα από τις διαδικασίες που είχαν καθορισθεί από τη μακροχρόνια αντιπαράθεση, θα γινόταν η ανταλλαγή τους με Χριστιανούς, αιχμαλώτους των Αράβων. Μερικοί υποστηρίζουν, ότι οι μουσουλμάνοι που συνελήφθησαν, πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Νομίζω, όμως, ότι με μια προσεκτική ανάγνωση των πηγών, ειδικά της αφήγησης του Καμινιάτη, όπου βλέπουμε την αναλογία Χριστιανών-Μουσουλμάνων που ανταλλάσσονταν να γέρνει υπέρ των δευτέρων με διαφορά, κάτι τέτοιο θα ήταν ανεπίτρεπτη πολυτέλεια. Διαφωτιστική επί του θέματος η διπλωματική επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη Νικολάου Α’ Μυστικού, την οποία έστειλε στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του Ι’ αιώνα, είτε στον εμίρη της Κρήτης, όπως επιγραφόταν, είτε στον Χαλίφη Al Nuqtadir2.
Συμπληρωματικά για το θέμα ανταλλαγής αιχμαλώτων, να θυμίσουμε την πρεσβεία του Λέοντα Χοιροσφάκτη στη Βαγδάτη το 904-5 που έφθασε σε αίσιο τέλος μετά διετείς προσπάθειες.
Στο νησί ο Νικηφόρος Φωκάς ξεκίνησε τις διαδικασίες ανασυγκρότησης. Αποκατέστησε τη Ρωμαίικη διοίκηση, πολιτική και εκκλησιαστική. Για την πραγμάτωση του δεύτερου στόχου κατέβαλε ιδιαίτερες προσπάθειες. Κάλεσε από το Άγιο Όρος τον πνευματικό του πατέρα Αγ. Αθανάσιο τον Αθωνίτη. Επίσης κατέφθασε στο νησί και ο Αγ. Νίκων ο Μετανοείτε, σε μια προσπάθεια ανάτασης του χριστιανικού στοιχείου. Ο «επανευαγγελισμός» του νησιού είναι σημείο αντιλεγόμενο.
Γνωρίζουμε ότι μουσουλμάνοι επήλυδες είχαν εγκατασταθεί στο νησί κατά τη μακρά διάρκεια της αραβικής κατοχής και οπωσδήποτε υπήρξαν βίαιοι εξισλαμισμοί. Υπήρξαν, όμως και περιοχές τις οποίες δεν κατάφερε ν’ αγγίξει η αραβική διοίκηση, πολύ δε περισσότερο να εισδύσει ο Μωαμεθανισμός. Συνεπώς ο λεγόμενος «εκχριστιανισμός» της νήσου είχε να κάνει κυρίως με την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής οργάνωσης, την οποία είχαν εξαλείψει οι κατακτητές – μαρτύριο Κυρίλλου επισκόπου Γορτύνης – και την υπαγωγή των κατοίκων στην έννομη τάξη της αυτοκρατορίας, την οποία είχαν ξεχάσει μετά από 137 χρόνια αναρχίας. Δευτερευόντως, με εκχριστιανισμό των αποίκων που είχαν έρθει από διάφορα μέρη του αραβικού κόσμου κι επιθυμούσαν να παραμείνουν ως κάτοικοι, πλέον, του πιο οργανωμένου κράτους της εποχής. Για το σκοπό αυτό συνόδευαν την αποστολή, εκτός των ιερέων και επίσκοποι. Μισό αιώνα μετά, ο Αγ. Ιωάννης ο Ξένος θ’ αναβίωνε τον μοναχισμό στην Κρήτη.
Ως κατακλείδα, ν’ αναφέρουμε πως η διοίκηση της Κωνσταντινούπολης εξέδωσε ως προληπτικό μέτρο απαγόρευση στην εξαγωγή ξυλείας προς τους Άραβες. Την οδηγία αυτή δεν ακολούθησε η Βενετία, αν και τυπικά, τουλάχιστον, την εποχή εκείνη υπαγόταν στην Αυτοκρατορία. Το ξύλο, απαραίτητο για την κατασκευή πλοίων, θεωρείτο εκτός από εμπορεύσιμο προϊόν, υλικό στρατηγικής σημασίας. Άλλη μια ενδιαφέρουσα πληροφορία συναντούμε στον Βίο του Οσίου Νείλου της Καλαβρίας. Εκεί βλέπουμε τον όσιο να συνομιλεί με τον στρατηγό Βασίλειο (Βοϊωάννη κατά Αμάντο) και να μαθαίνει, ότι το ένδυμα από «τριχών καμήλου» (Ματθ. γ’.4) του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή το έχει αποκτήσει ο Νικηφόρος Φωκάς από κάποιον πρεσβύτερο κατά τη διάρκεια της κρητικής εκστρατείας.
Πηγή: impantokratoros.gr