Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης*
Παγκόσμια ημέρα των «τρελών» και των άλλων που θαρρούνε πως δεν είναι τρελοί, είναι η σημερνή.
Βέβαια, αλλιώς τη νε λένε οι γραμματιζούμενοι, αλλά αυτό εννοούνε.
Εσφηνώθηκε στο νου μου, που λες, ο «γιορτασμός» της σημερνής μέρας μα θαμπά εθώρουνα, γιατί πυκνά σύννεφα από καπνούς δακρυγόνων που είχανε εκτοξευτεί εναντίον μικιών κοπελιών, από στολοφόρους «αντρακλαράδες», με ‘μποδίζανε να καθαροξανοίξω.
Άλλη εξήγηση δε μπορώ να δώσω στον ερχομό του Μάρκου, του ‘’Στρατηγού’’, του ‘’Γαλονά’’ του Μεγάλου Κάστρου στο νου μου, εξόν ότι τον έμπωθε ο καλός Θεός απού βρίχνει τρόπους και γειαίνει πληγές, για να μου κοντοσιμώσει.
Γιατί, πληγωμένος ήμουνε, μέσα κι όξω, σαν αιστάνθηκα σιμά μου την ανασεμιά του Μάρκου.
Πληγωμένος ήμουνε εξαιτίας των όσων γενήκανε από μια πατούλια αθρωποκυνηγών με στολές χωροφυλάκων στην Αθήνα, σε βάρος όχι μόνο των αμούστακων κοπελιών, μα σε βάρος τση Τιμής και τσ’ Αξιοπρέπειας του Αθρώπου.
Ήρθε κι εθρονιάστηκε στη θύμηση μου ο Μάρκος, θεόσταλτο βάρσαμο στση πληγές μου.
Τονε θυμήθηκα ετσά όπως τονε γνώρισα, μαζί μ’ όλους τση Καστρινούς, που μνόγουνε στ’ όνομα του.
Γιατί ο Μάρκος ήτανε το φουρνέλο απού εκέντησε και ανατίναξε την αυθαιρεσία, τον ετσιγουσταρισμό, την αυθάδεια, τη βαρβαρότητα, το φασισμό, τον δηθενισμό και τον πορδοσυλλεχτισμό που, τις περσσότερες φορές είναι καλά κουκουλωμένες ποκάτω από τη ‘’στολή’’.
Ο Μάρκος, ο δικός μου ‘’Στρατηγός’’, ο δικός μας ‘’Γαλονάς’’, όλων των Καστρινών, καμιά απολύτως σχέση δεν είχε με όλα ετούτα τα καλά χωσμένα περιεχόμενα τση ‘’στολής’’ του ‘’κράτους’’.
Για μένα, τα γαλόνια απού εφόριε, οι σαρδέλες, τα σειρίτια, οι κορώνες, ακόμη και τα καπάκια από τση λεμονάδες απού εστολίζανε τη στολή που εφόριε, χειμώνα καλοκαίρι, δεν ήσανε παρά μια κραυγαλέα γελοιοποίηση, μια απομασκαροποίηση τσ’ άλλης στολής, εκείνης απού εφορούσανε και ψες οι αθρωποκυνηγοί χωροφύλακες.
Από μικιό κοπελάκι εθώρουνα τον Μάρκο και αιστανόμουνα πεθυμιά να τον αγκαλιάσω.
Ετσά όπως τον αγκαλιάζανε τα μάθια και οι καρδιές όλων των Καστρινών.
Σα φωτοστέφανο εθώρουνα ολόγυρα του αυτή την αγάπη των αθρώπων.
Να ‘τανε το χαμόγελο του;
Να ‘τανε η κοπελίστικη καλοσύνη του;
Να ‘τανε το ότι ποτές του δεν επείραξε, μήτε εδιανοήθηκε να πειράξει, όχι άθρωπο, μα μήτε μελίτακα;
Να ‘τανε η χαμογελαστή στωικότητα με την οποία αντιμετώπιζε τα πειράγματα του κόσμου;
Όλα αυτά μαζί ήτανε, μα θαρρώ πως εκείνο απού εγέννα την αγάπη των Καστρινών, ήτανε η στολή του και η εμμονή του να μη τη βγάλει ποτές του από το κορμί του.
Κουβέντα του ‘πιασα σαν εθρονιάστηκε στο νου μου.
Του ‘λεγα για κείνα απού εγενήκανε ψες στην Αθήνα.
Του ‘πα και για τση στολές.
Κι ο Μάρκος εχαμογέλα και με ξάνοιγε στα μάθια.
Κι απόις εμπίτησε η κουβέντα, εβάλθηκα να ξανοίγω τη στολή του.
Η μαθιά μου καρφώθηκε στο μέρος τση καρδιάς του, όπου ‘τανε καρφιτσωμένο ένα ακόμη ‘’παράσημο’’.
Ήτανε μια κόκκινη κονκάρδα που έγραφε ‘’Δεν δίνει αξία η στολή στον άθρωπο, ο άθρωπος δίνει αξία στη στολή’’.
Βάρσαμο στση πληγές μου ο Μάρκος, ο ‘’Στρατηγός’’, ο ‘’Γαλονάς’’ του Μεγάλου Κάστρου και τση καρδιάς μου.
Ο «τρελός» που «γιορτάζει» σήμερα, κατά που λένε εκείνοι που δεν κατέχουνε πόσα καντάρια τρέλα κουβαλούνε, γιατί τηνε κρύβει η «στολή».
* Ο κ. Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς