Του Αντώνη Κουκλινού
Ήβαλε μπροστά τζη το πλυσταργιό πρωί, πρωί και ποκάνει το νερό τση βρύσης.
Τηνε πχιάσανε τα διαόλια με το νερουλά, απου ήκοψε πάλι το νερό κ εντάκαρε να φωνιάζει.
-Επόκαμε το νερό πάλι και ίντα θα γενούμε, απού ‘βαλα μπροστά μου να πλύνω κ’ έχω ρούχα ένα σωρό..!
Γροικά τηνε από μέσα να βαταλαλεί και σηκώνεται και πορίζει στη ν’ αυλή.
-Σώπαινε μπρέ γυναίκα και θα πάω να σου φέρω νερό να τα ξεπλύνεις.
Φορτώνει στo γάιδαρο δυό κανίστρες, να πάει στη βρύση, να τσι γεμώσει, για να κάμει τη λάτρα του σπιθιού.
Εσίμωσε το γάιδαρο κοντά στο τράφο, να κάτσει στη μέση στο σωμάρι, να μη σαλεύγει γιατί πονού’ ντα πόδια ντου και λαλεί τα ίσα κάτω.
Ελάλιενε τη μεσοχωργιά και γροικά βαβούρα στο ντουκιάνι…
Εσκιάχτηκε καλή παρέα, μα δε ντο νε παίρνει να σταθεί.
Σαν εγέμισε τσι κανίστρες, στο γιαγερμό, εστάθηκενε απόξω, να τω σε πεί ένα γειά.
Ίντα θες κ’ ίντα γυρές, εφωνιάξανέ ντου να πάει μέσα.
-Νικολή δε γ-κουνείς από παέ αδέ κεράσωμε μνιά κούπα.
-Όηηη βγιάζομαι… άλλη ‘ώρα θα τη νε πχιώ…!
-Δε πας ποθές… έλα μέσα…!
Εβγήκενε όξω ένας και πχιάνει το χαλινάρι του γαιδάρου.
-Έκειε θα το νε δέσω και σάλευγε μέσα.
Εγράντισε ο Νικόλας και πχιός θα παλέψει τη κερά ντου εδά…
Έχουνε στρωμένο τραπέζι, με καλό μεζέ.
Δουλειά του κασάπη να σάσει τα γαρδούμνια και του καφετζή να στέσει το τηγάνι.
Μνιά λαδόκολλα στρωμένη στη φορμάικα και στα πχιάτα η σκωταργιά, τα γαρδούμνια, τυρί και μνιά μοσώρα ανετρουλί σαλάτα.
-Βάλετε μνιά κούπα του Νικολή..!
-Εβρήκετέ με μπόσικο, γιατί ‘κουσα τη ν-τηγανιά και ξελιγώθηκα, μα βγιάζομαι και θα πχιώ μνιά, να κεράσω και θα μολάρω.
-Με το ν’ ένα μ-πόδα εμπήκες..? και θα πχείς μνιά..?
-Εκόψανε πάλι το νερό και κουβαλώ με τσι κανίστρες τση κεράς μου να πλύνει, αλλιώς δε με γνοιάζει, να πχιώ όσες θέτε…!
-Στάσου κ εγώ θα κάμω κολάι, ίδα δά, θα φωνιάξω του κοπελιού, να κουβαλεί το νερό τση κεράς σου, του κάνει ο καφετζής.
-Να πάω θέλει τη πρώτη στραθιά, να μη κακοβάλει η γυναίκα κ’ απώς θα πάρω το μαντολίνο να κατεβώ… κια θέλει κ’ άλλο νερό θα τση πέψωμε το κοπέλι.
-Εδά μαντολινιέρη μιλείς σωστά… σάλευγε σκιάς να μη ξαργείς.
-Εβίβα τση δεύτερης, σάμε να γιαγύρω….
-Σάμε να ‘ρθεις, θα νάνε και η τηγανιά του καφετζή στα πχιάτα, μονο αγλάκα να προλάβεις ανε θες.
Σα ν’ ήφταξε στο σπίτι, ξεφορτώνει τσι κανίστρες και ‘δωκε ρεπόρτο τση κεράς του, για τη παρέα.
-Εμπέρδεσενε η δουλειά και θα νάρθει το Γιωργιό του καφετζή, να σου φέρει νερό ανε ντο χρειαστείς, μονο πάω γιατί με περιμένουνε.
Μαθημένη με τσι παρές και τα γλέδια ντου, δε ν’ ήβγαλε άχνα.
Ξεκρεμά το μαντολίνο και γέρνει κάτω…
Εμαζωχτήκανε κ’ άλλοι στο ντουκιάνι και η παρέα εζωήρεψε.
Τα καλύτερα γίνουνται ετσά, στο πόδι απου λένε.
Δε χρειάζεται λόγος και αφορμή, μήδε σκολάδες να γιορτάζει κιανείς.
Δε θέλει και πολύ… ένας δυό να σμίξουνε, να βάλουνε τη ν’ αρχή και οι μουστερήδες βρίχνουνται να στελειώσει η παρέα ντελόγω.
Το μαντολίνο ήβγανε μερακλίδικα τσι νότες και οι μαντινάδες εκλουθούσανε η μνιά τσ’ αλλής ταιργιαστά.
Μάστορας ο Νικολής στσι παλιούς σκοπούς κ’ οντε θα τσι ντακάρει, γλυκαίνει το μεράκι και μερακλώνεσαι θες δε θες.
Απάνω στο κέφι ντου, εμπήκενε το Γιωργιό μέσα και του φωνιάζει.
-Μπρέ Γιωργιό… εποκουβαλήσες το νερό..?
-Ναι μπάρμπα, δυό στραθιές ήκαμα…
-Μπράβο να σαι καλά ντελικανή μου… έλα παέ που σε θέλω.
Βάνει του μια στάξη κρασί και πιρουνιάζει ενά μεζέ…
-Πχιέ κ εσύ μνιά, να μα σε τιμήσεις…
Σιμώνει το κοπέλι και του λέει…
-Είπενέ μου η θειά μου να σου πώ, να μη πχείς πολύ και μεθύσεις, γιατί θα πάτε λέει στο σόχωρο να ποτίσεις τσι πατάτες.
Γροικούνε τη κουβέντα οι γ’ αποδέλοιποι και βάνουνε τα γέλια…
Ένας χωρατατζής τού ‘βγαλε ντελόγω τη μαντινάδα…
Μαντατοφόρο πέψε τση, να μη μα σ’ ενοχλήσει,
να κάμει το κολάι τζη, σα θέλει να ποτίσει.
Γιατί το διασκεδάζομε και ψιλοτραγουδούμε,
κ’ ας τσι πατάτες γ’ αύριο, μα δε θα ξεραθούνε.
Το μαντολίνο Νικολή, στο σπίτι δε γιαγέρνει,
κ’ ας τη κερά σου ορνικιά, μ’ αυτή τα καταφέρνει.
Εφώνιαξε του κοπελιού να πάει κοντά και του δίδει ένα μεζέ να τση το νε πάει στο σπίτι και να τση πει πως… ούλα θα γενούνε στη ν’ ώρα ντος….
Εδά η παρέα δε χαλά…
Και το κατέχει πως… ανε σηκωθεί και φύγει, θα μνοιάσει του νερουλά, που ήκοψε τη ταχινή το νερό…..
Και ο μαντολινιέρης δε ντο κάνει…