Απόσπασμα από το βιβλίο του Μεσαρίτη συγγραφέα Θέμου Κορνάρου «Θεσσαλονίκη 9-11 του Μάη 1936 (οι αγώνες του Λαού)», εκδόσεις χρόνος, Αθήνα 1981
Σ’ αυτή τη δολοφονική ενέδρα πέσανε τα 9 ηρωικά παιδιά του λαού.
Οι:
Τάσος Τούσης
Αναστασία Καρανικόλα
Ίντο Σενόρ
Σαλβατόρ Μασαράνο
Δημ. Αγλαμίδης
Ι.Πανόπουλος
Ευαγ. Χόλης
Δ. Λαϊνάς
Ευθ. Αδαμαντίου
Κανένας στη Θεσσαλονίκη δε λέει πια αυτό το μέρος με την παλιά του ονομασία. Λεγότανε πριν Στάσις Κολόμβου. Πεισματικά αγνοούνε οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης αυτή την ονομασία και επιβάλανε μέσα σε λίγες μέρες τη δική τους: Στάσις των 9. Μπορεί να υπάρχει άνθρωπος στην πόλη αυτή να μην ξέρει πού βρίσκεται ο Λευκός Πύργος. Μα στη στάση των 9 ξέρουνε να σε οδηγήσουνε και τα μικρά παιδιά. Το ίδιο γίνεται και σε μερικά άλλα μέρη. Ώρα πολλή βασανιζόμαστε να βρούμε την οδό της Ελένης Σβορώνου. Δεν ξέρανε να μας οδηγήσουνε.
– Πού είναι το καπνεργατικό σωματείο; ρωτούμε.
– Α! εκεί είναι η οδός Σαβρώνου; Πώς την είπες;
Να, από δω θα στρίψετε, θα βγείτε στον τάδε δρόμο. Θα δείτε μια μικρή τρίγωνη πλατεΐτσα με σωρούς χαλίκια. Εκεί είναι.
Έτσι το βρήκαμε. Με μόνη τη διαφορά πως τα χαλίκια έχουνε ακόμα αίμα. Εκεί συγκρούστηκε την Παρασκευή η απεργιακή φρουρά του Κέντρου με τριπλάσιες δυνάμεις έφιππης χωροφυλακής και κατάφερε να κρατήσει επί ολόκληρη ώρα άμυνα εναντίον των συνεχών επελάσεων και της κανονικής βολής. Κείνη την ημέρα έβαψαν αυτά τα χαλίκια με το αίμα τους οι 150 ηρωικοί καπνεργάτες για να διευκολύνουνε την πορεία των υφαντουργίνων προς τη Γενική Διοίκηση.
Πραγματικοί κύριοι της Θεσσαλονίκης γίνονται οι εργάτες, γίνεται ο λαός όλος. Τ’ απόγευμα της 9ης Μάη. Δε φρουρούνε την πόλη πια οι δολοφόνοι των αστυνομικών τμημάτων. Αυτούς τους έκλεισε ο λαός μέσα στα τμήματα. Τους αφαίρεσε κάθε εξουσία, τους απομόνωσε. Ουσιαστικά τους προφυλάκισε σαν ενόχους φόνων και εκατοντάδων τραυματισμών.
Ένας ρίχνει το σύνθημα: Να κάψουμε τα τμήματα. Μα στη φωνή αυτή της κορυφωμένης αγανάχτησης, απαντά ο λαός που συναισθάνεται βαθύτατα τις υποχρεώσεις που ανάλαβε ως φρουρός της τάξης.
– Τα χτήρια είναι δικά μας!
– Τίποτε να μην πειραχτεί.
Γιατί πραγματικά τ’ απόγεμα του Σαββάτου, η χωροφυλακή είχε μόνη φρουρά τον κυρίαρχο λαό και άμεσο βοηθό του τους στρατιώτες, που τόσο ξεκάθαρα κι αποφασιστικά πήρανε μέρος στον αγώνα υπέρ του λαού. Στους δρόμους επιτηρούνε την τάξη οι καπνεργάτες, οι υφαντουργοί, οι εργάτες γενικά κι ο στρατός. Και σ’ αυτές τις ώρες, μόλο τον αναβρασμό και την αναμπομπούλα, είναι χαραχτηριστικό πως δε σημειώθηκε μήτε το ελάχιστο κρούσμα κλοπής, διάρρηξης ή τραυματισμού, πράματα που είναι καθημερινά, συνηθισμένα επεισόδια, όλο τον καιρό που η αστυνομία «επιβλέπει την τάξη», σε μέρες ησυχίας σχετικής.”
Ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερώνεται στη μάνα, «Η ώρα της μάνας. Σαββατο απόγεμα. 9 του Μάη». Πρώτα η μάνα του δολοφονημένου 25χρονου σιδερά Δημήτρη Αγλαμίδη, τυφλή γερόντισσα ξεχύνεται στους δρόμους αναζητώντας το παιδί της
“…Πασπατεύω, παιδί μου, και βρίσκω πλάκες. Κι απάνω στις πλάκες, είναι ξαπλωμένος κάποιος.
– Θα κρυώσει το παιδί μου, σκέφτομαι. Μα μόλις και τον άγγιξα το μπράτσο, κατάλαβα. Κόκαλο, ξυλιασμένο.
Ψάχνω και βρίσκω το προσωπάκι του. Ολόγρο! Κι ο λαιμός του είναι πασαλειμμένος και γλιστρά…
Κατάλαβα τότες! Αίματα του παιδιού μου ήτανε γεμάτα τα χέρια μου.
Τα πιπίλισα, τα ρούφηξα. Του παιδιού μου ήτανε…
(κλαίει. Οι λυγμοί την πνίγουνε). Ύστερ’ από λίγο συνεχίζει:
– Με τραβούνε να με πάρουνε. Ποιοι ήτανε; Γιατί με παίρνανε από το παιδάκι μου, δεν κατάλαβα τίποτες παιδί μου…”
Μετά η τραγική φιγούρα της μάνας του 22χρονου επινικελωτή Ίντο Σενόρ και η μάνα του 23χρονου λαστιχά Γιάννη Πανόπουλου, που σκούπισε τα δάκρυα της, έσφιξε την καρδιά της και ρίχτηκε στη δουλειά για κείνους που απομείνανε, για τις οικογένειες των δολοφονημένων.
“Οι καμπάνες χτυπούνε πένθιμα το πρωί της Κυριακής. Καλούνε το λαό να κηδέψει τα 9 θύματα της χτεσινής σφαγής. Δεν έδωσε κανείς το σύνθημα. Όμως δεν έμεινε βουβή καμιά καμπάνα, από τις μεγάλες ως τα ξωκλήσια. Όλος ο λαός ξεχύνεται στους δρόμους. Νέοι γέροι, γυναίκες και παιδιά απ’ όλες τις συνοικίες και τους συνοικισμούς ξεκινούν για το νεκροταφείο, κρατώντας λουλούδια στα χέρια, μαύρες σημαίες ή πλακάτ με τέτοια συνθήματα:
– Κάτω ο δολοφόνος Μεταξάς!
– Στο σκαμνί ο Ντάκος!
– Τους σκότωσαν για ένα κομμάτι ψωμί.
– Εκδικηθείτε το αίμα των αδελφιών μας.
Οι μικρές ομάδες γίνονταν γρήγορα μεγάλες διαδηλώσεις. Απ’ όπου περνούν μαζεύουν λουλούδια. Από τη γλάστρα του φτωχόσπιτου που προσφέρει με συγκίνηση, ως τον ανθόκηπο της έπαυλης που δίνει από φόβο. Οι κοπέλες πλέκουν στεφάνια για τα φέρετρα και τους τάφους των νεκρών και σκορπίζουν λουλούδια σ’ όλα τα σημεία των δρόμων που βάφτηκαν από το αίμα των δολοφονημένων αδερφιών τους.
Όσο κατεβαίνουν στους κεντρικούς δρόμους, οι διαδηλώσεις ογκώνονται. Η οδός Εγνατίας και οι πάροδοι έχουν πλημμυρίσει από μια φουρτουνιασμένη λαοθάλασσα. Απ’ όλες τις γωνιές ξεπετιούνται ομιλητές κι αδιάκοπα ο αέρας ανταριάζεται απ’ την κραυγή:
– Εκδίκηση!
Μπρος στο Γ΄ αστυνομικό τμήμα υπάρχει ισχυρή στρατιωτική δύναμη για να φυλάξει τους δολοφόνους, τους Ντάκους, από την οργή του λαού. Η συγκίνηση του πλήθους μεταδίδεται στους φαντάρους. Κι όταν η διαδήλωση φτάνει κοντά τους, αγκαλιάζονται με το λαό(….) Η μάζα των διακοσίων χιλιάδων λαού που’ θαψε τους νεκρούς της κατεβαίνει σ’ έναν απέραντο όγκο, κυριευμένη από μια ασυγκράτητη ορμή(…)
Το τεράστιο συλλαλητήριο, που’ γινε το μεσημέρι στην πλατεία Ελευθερίας, έδειξε στους εχθρούς του λαού πως η μάζα πλημμύριζε από μια αποφασιστικότητα ακατάβλητη. Για να την αντιμετωπίσουν, χρειάζονται μεγάλες δυνάμεις. Κι άρχισαν να κουβαλούν. Έφεραν στίφη χωροφυλάκων, ολόκληρα συντάγματα, πυροβολικά, πολυβόλα, ιππικά, αεροπλάνα, πολεμικά καράβια και περίμεναν τη νύχτα.
Ο λαός δε χάρηκε παρά μια μέρα την κυριαρχία του. Μα η μέρα αυτή του’ δειξε το δρόμο για να αποκτήσει την ελευθερία του και να επιβάλει την οριστική του κυριαρχία”.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο: Θέμος Κορνάρος