Του Δημήτρη Χ. Σάββα
“Αύριο οι συμπολίτες μας Μουσουλμάνοι εορτάζουν το Μπαηράμι τους. Τους ευχόμαστε καλή εορτή”. Η ευχή αυτή διατυπώνεται μέσω της ηρακλειώτικης εφημερίδας “ΝΕΑ ΕΦΗΜΕΡΙΣ”, στην τοπική της στήλη “Ηράκλειο”, με ημερομηνία 24η Μαΐου 1924. Στην ίδια στήλη υπάρχει και η προτροπή για τους Καστρινούς να ξεχυθούν στη φύση, αυτή αυτή την περίοδο είναι ιδιαίτερα μυρωμένη. Μάλιστα, όπως αναφέρει η εφημερίδα, υπάρχει ένα θαυμάσιο κέντρο στην περιοχή του Μασταμπά, με την επωνυμία “Ελεύθερη Ζωή”.
Μαζί με την μυρωδάτη δροσιά της εξοχής, συμπορεύεται και η περιποίηση, αλλά και προθυμία του διευθυντή του κέντρου για αξέχαστη παραμονή και διασκέδαση! Έχουν μια ξεχωριστή ομορφιά τούτες οι μαγιάτικες μέρες, οι τόσο γλυκές και ανοιξιάτικες. Αυτές τις μέρες προτιμούσαν οι Καστρινοί για να ξεχυθούν στα πολυάριθμα εξοχικά κέντρα της πόλη μας, αφού αυτές τις μέρες άρχιζε η ζωή των κέντρων αυτών. Στην αμμουδιά, όπως πάντοτε, ο Ράδος έχει ιδρύσει μια εξαιρετική κουζίνα με απόλυτη καθαριότητα.
Αλλά και στη Θέρισο και στον Μασταμπά, σύμφωνα με τον αρθρογράφο της εποχής, τα εξοχικά κέντρα είναι τόσο περιποιημένα και φιλόξενα για τους πελάτες τους με τους καταστηματάρχες τους, ιδιαίτερα προσεκτικούς τόσο στην ποιότητα όσο και στις τιμές τους, αφού όλοι συμφωνούν πως “τον πελάτη εύκολα τον διώχνεις και δύσκολα τον πιάνεις”. Μία από τις ωραιότερες περιοχές του παλιού Ηρακλείου ήταν η ονομαστή γειτονιά της Ακ Ντάμπιας. Μια περιοχή με φτωχόσπιτα ή καλυβόσπιτα, όπως τα έλεγαν. Η περιοχή αυτή άρχιζε από τη σημερινή πύλη του Αγίου Γεωργίου, εκεί που σήμερα είναι το άγαλμα του Ελευθερίου Βενιζέλου και έφτανε μέχρι την εκκλησία της Ανάληψης.
Στην πύλη του Αγίου Γεωργίου, στη βενετσιάνικη αυτή πόρτα, υπήρχε κι ένα τζαμί, που όσοι Τούρκοι κάθονταν στον προμαχώνα εκεί πήγαιναν και έκαναν τον ντοά τους την προσευχή τους, δηλαδή. Αυτή την πληροφορία μάς τη δίνει ο μπαρμπέρης, ποιητής και λογοτέχνης του Μεγάλου Κάστρου, ο αξέχαστος Μανόλης Δερμιτζάκης. Ήταν επόμενο τα εξοχικά κέντρα της να συγκεντρώνουν τούτες τις μέρες κάθε βράδυ αρκετό κόσμο. Δεν χρειάζονταν ιδιαίτερη σκέψη για τους Καστρινούς. Θα ήταν ιδιαίτερα τυχεροί να βρουν μία θέση στη “Συκιά” της Ακ Ντάμπιας, έτσι ήταν το όνομα του κέντρου, αφού η ωραιότατη θέα της και η θαυμάσια κουζίνα της ικανοποιούσε ακόμα και το πιο ιδιότροπο γούστο.
Στο κέντρο του Ηρακλείου η εικόνα δεν είναι και τόσο ευχάριστη αφού στα “Αχτάρικα”, εκεί που στεγάζεται σήμερα η Βικελαία Βιβλιοθήκη γίνονται έργα. Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα της προαναφερόμενης εφημερίδας:
“Σήμερον περί την μεσημβρίαν οι διαβάται της οδού “Αχτάρικα” εκινδύνευσαν για πολλοστήν φοράν να κατατσακισθούν από τους ογκόλιθους τους οποίους εξετίναξαν τα “φουρνέλα” του κατεδαφιζομένου τείχους. Η σημερινή μάλιστα έκρηξις εξεσφενδόνισε μεγάλους λίθους εις πολλάν μακρυνήν απόστασιν οίτινες εθραυσαν πολλάς υάλους των καταστημάτων.
Ευτυχώς και αυτήν την φοράν ως εκ θαύματος δεν είχομεν κανένα ανθρώπινον θύμα, αλλά είναι ζήτημα αν θα το αποφύγωμεν μέχρι τέλους εις περίπτωσην καθ’ ην θα συνεχισθεί η τολμηρά αυτή επιχείριση εις βάρος των ανυπόπτων διαβατών.
Μάιος… ο σταρ των μηνών, όπως θα μας τον παρουσίαζε ο χρονικογράφος Γραμματικάκης. Ο μήνας της εξόδου, της γενικής εξόδου από το σπίτι. Απ’ αυτό το μήνα, που πραγματικά άνοιγε για τα καλά ο καιρός και έκαναν έντονη την εμφάνισή τους οι τότε γνωστοί τύποι του Μεγάλου. Αυτοί που επεδίωκαν, που δέχονταν το πείραγμα και τους αστεϊσμούς, διαφορετικά σε πείραζαν και σε προκαλούσαν οι ίδιοι. Ο Ιωάννης Πύργος τούς θυμάται και μας τους περιγράφει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο: “Σε κάθε εποχή υπάρχουν κολλημένοι σαν γραμματόσημα για κάθε τόπο οι χαρακτηριστικοί τύποι των τρελλών, που δίνουν το χρωματισμό τους τον ιδιαίτερο σε ολόκληρη εποχή.
Θυμάμαι σαν ήμουνα παιδί το Γεώργη τον Κολοκοτρώνη και μαζί μ’ αυτόν το Μπίμπη που καθότανε στο Παλτά Τζαμί. Λίγο αργότερα θυμάμαι τον Ιμανίμ το καλαθοπλέκτη. Ύστερα το Χατζή Κλαρώνα και τον Καρακούχη. Όλοι αυτοί μέσα στη μνήμη μου αποτελούν τα πιο ζωηρά χρωματισμένα σημεία της παιδικής μου ζωής.
Μετά κάμποσο καιρό άρχισαν σε μια ατελείωτη ταινία άλλοι ασθενέστεροι μα ωραιότεροι ως χαρακτηριστικοί τύποι. Τον Περεκετέ τον “ερασιτέχνη αλιέα και επαγγελματία ζωγράφο” όπως έλεγε τον εαυτό του, γιατί κατόρθωνε με το ντεμπεσίρι να ζωγραφίζη γοργόνες. Το Μανώλη το “πλούσο εκατομμύρια” που παρακολουθούσε σαν νυχτοπούλι τις παρέες των ξενύχτηδων κι έμενεν ώρες μακρές ακοίμητος στα μπαγκάκια.
Το Γεώργη το Ρογδιανό, το Μπλαβάκι το Γεωργιό, έναν άλλο αγνώστου επωνύμου κι ύστερα μια σειρά αλκοολικούς που κόλλησαν κι αυτοί σαν αναπόσπαστοι τύποι μιας εποχής.
Τον Κουραμπιέ, τον Πίπιλο και το Μανώλη το φίλο του Πίπιλου και τόσους άλλους.
Μα τώρα το σωφρονιστήριο της Σούδας, το θαυμάσιο αυτό σε οργάνωσι και μηχανισμό ίδρυμα, μας άφηκε μόνο τη Χαμιντέ, μια απαίσια μορφή κι αποκρουστική φωνή, με μια φριχτή ακαθαρσία που την αισθάνεται κανείς από μακρυά και που γεννά την αηδία. Δίπλα σ’ αυτήν απόμεινε κι η ξενύχτρα μπεκρού που τραβά μέρα νύχτα το μικρό της κοριτσάκι και που αποκοιμιέται σέρνοντάς το πότε δω, πότε κει στη μέση του δρόμου. Κι αυτή είναι απαίσια, γιατί τίποτε άλλο από βρωμερές βρισιές δεν ξέρει να πη. Μα η τύποι των αλκοολικών περιωρίστηκαν πολύ, γιατί προτίμησαν να κλειστούν στις απόκεντρες ταβέρνες, παρά να τριγυρνούν τους δρόμους μαζεύοντας δεκάρες – πφ! – δεκάρες! ποιος τις καταδέχεται τώρα;
Έτσι περνά η εποχή αυτή στερημένη τέλεια τους αντιπροσωπευτικούς τύπους της του δρόμου. Ο χρονικογράφος σήμερα δεν μπορεί να’ αφήση στο περιθώριο του βιβλίου της ζωής μας τιποτ’ άλλο από το Λεωνίδα τον Κολοκοτρώνη με το κοινό κι άνοστο, “δίκαιος δικαιοσύνη” που δεν έχει τιποτ’ άλλο να παρουσιάση παρά την εξαιρετική πενταρολογική δύναμί του. Κανένας, μα κανένας ιδιαίτερος τύπος που ν’ αξίζη τον κόπο, που νάχη λίγο ιδιαίτερο τρελό και χαριτωμένο πνεύμα”.
Μάιος του 2017. Διαφορετική τούτη η εποχή. Μια εποχή που στερείται τέτοιων τύπων, όπως εκείνοι οι τύποι ή οι σπουργίτες των πεζοδρομίων, όπως θα τους έλεγα, που σκορπούσαν γέλιο κι αγάπη! Εισέπρατταν όμως και αγάπη. Αγάπη και μόνο αγάπη!
Τι άλλο χρειάζονται οι άνθρωποι και ειδικά η σημερινή κοινωνία μας;
Πηγή: patris.gr