Κείμενο (επεξεργασία ιστόρησης) φωτογραφίες: Γιώργος Χουστουλάκης
Ο Λευτέρης Μανασσάκης, ο θρύλος των νεότερων εποχών γεννήθηκε στη Γαλιά το 1921 και δολοφονήθηκε το 1944.
Οι γονείς του ήταν ο Ιωάννης Μανασσάκης, ο γνωστός μας Παπαγιάννης και μητέρα του ήταν η Αδαμαντία, που έφερε βαρέως τον χαμό του, και όταν την ειδοποίησαν μετά δύο χρόνια, ότι σκοτώθηκε και ο άλλος της γιος ο Γιωργής στη μάχη, τότε δεν άντεξε η καρδιά της και το 1947 πέθανε και εκείνη.
Για τον Λευτέρη που τον σκότωσαν τόσο νέο έχουμε πολλά να πούμε, εκτός του έργου του που μιλεί από μόνο του, και που με την τεχνοτροπία του έχει δημιουργήσει σχολή στην περιοχή μας!
Ήταν άνθρωπος μερακλής, κανταδόρος, με αφάνταστη καλοσύνη, και αυτή τη μαρτυρά η ίδια η μορφή του στη φωτό, τα μάτια του και η όλη φωτεινότητά του προσώπου του, φανερώνει άνθρωπο με αγνά αισθήματα, καθαρή ψυχή, ”αμάλαγη” δηλαδή αγνή, όπως είναι η κατάλληλη κρητική λέξη.
Φανερώνει επίσης η μορφή του, άνθρωπο καλοσυνάτο, πρόσχαρο, αλλά χωρίς να του λείπει η λεβεντιά!
Από την άλλη ήταν κοινωνικότατος, πολύ μερακλής και πολύ ερωτικό άτομο.
Ήταν άνθρωπος του «σασμού», της συμφιλίωσης και του συμβιβασμού.
Με το παίξιμο του, έχει επηρεάσει πολλούς καλλιτέχνες όπου εκείνοι
διέσωσαν και σήμερα τα ακούσματα του, όπως τον Ανδρέα Νικολούδη, το Νίκο Ζαχαριουδάκη ( Τσαχονικολή), Καστελλολευτέρη και λίγο τον Αλέκο Φανουράκη (λαουτιέρη) που τον άκουσε σε μικρή ηλικία.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΛΕΚΟΥ ΦΑΝΟΥΡΑΚΗ (Λαουτιερη)
”Το Λευτέρη εγώ ίσα που τον θυμάμαι μικρός, θυμάμαι που έπαιζε σε ένα γάμο.
Παντρευόταν ο Μανασσάκης Γιώργης (Θεργιουλογιώργης). Έπαιρνε μια πρώτη ξαδέρφη του Λευτέρη.
Ο Λευτέρης, εκτός από αναντικατάστατος στο είδος του συνθέτης, ήταν και κάλος πατριώτης!
Με πάθος συμμετείχε στις πατριωτικές οργανώσεις, στους εφοδιασμούς των συμμάχων και ο ίδιος ήθελε να καταταγεί ως εθελοντής στη Μέση Ανατολή,
Μια φορά του έδωσε ο πατέρας του ένα ντανα να πάει στσι Μοίρες να τον πουλήσει όπως και έκανε.
Με τα λεφτά στη τσέπη, την επ αύριο παγαίνανε για να πάνε εφόδια με το Γιάννη Νκολακακη (Νικολακογιαννη) στα νότια παραλία της Κρήτης.
Στο δρόμο του λέει του Νικολακογιαννη, ότι θέλει κι αυτός να καταταγεί και να μπει στο καράβι και να φύγει με τους συμμάχους.
Του έλεγε μάλιστα να πάρει τα λεφτά του ντανα, να τα δώσει του πατέρα του.
Δεν τον άφηνε να πάει ο Νικολογιαννης, λέγοντας του πως ο πατέρας του ήταν γέρος και τον χρειάζεται.
Έτσι τον αντίπαλε και δεν πήγε τελικά.
Αυτό μετά το μετάνοιωνε πικρά ο Νικολακογιαννης, γιατί έλεγε ότι αν τον άφηνε να πάει, μπορεί και να ζούσε ακόμα.
Πως γνωρίστηκε με τον Ανδρέα
Συνεχεία της μαρτυρίας του Αλέκο εξηγεί πως έγινε η πρώτη γνωριμία του Λευτέρη με τον Ανδρέα Νικολουδη.
Ο Λευτέρης είχε το καφενείο του , που ήταν εκεί που τώρα είναι ένας φούρνος, διπλά στου Μανώλη του Μαραγκακη το πρώην μπακάλικο και έπαιζε μόνος του βιολολυρα.
Το καφενείο αυτό το είχε από μικρός, έως και το ’44 που τον σκότωσαν.
Ένα βραδύ πέρναγε από ξω από το μαγαζί ο Ανδρέας, την ώρα που ο Λευτέρης έπαιζε λύρα…
Πάει κοντά στη πόρτα νεαρός τότε ο Ανδρέας, και τη μισανοίγει..
Στήνει λίγο το αυτί του να ακούσει τι παίζει, και μετά τη κλείνει σιγά σιγά πάλι τη πόρτα, και πάει να φύγει…
Τότε ακούει από μέσα μια φωνή..
-Ανδρέα, έλα μέσα που σε θέλω! Έλα γιατί απόψε έχουμε να κάμουμε ένα ”ποδαρικό”!
-Ήντα ποδαρικό Λευτέρη; λέει ο Ανδρέας
-Ήρθε σήμερα μια καλή κοπελιά όμορφη, από τη Φανερωμένη. Είναι ανίψια του Διαμιανογιωργη. Εκειά θα ξωμείνει κι αργά, μονό έλα να πάμε τη νύχτα να τση κάμουμε καντάδα!
Πέρνανε λοιπόν τα όργανα αργά, ο Λευτέρης με τον Ανδρέα, και πάνε απέξω από το σπίτι που έμενε η κοπελιά η νεοφερμένη!
Το σπίτι ήταν απέναντι από του Μπουζο, και του Ρετζεπομανωλη.
Της λέει τότε ο Λευτέρης μια μαντινάδα…
Παραθυράκι μου κλειστό
δείξε μου τη κερά σου
μ’ ασημί και με μάλαμα
θα κάνω τα καρφιά σου.
Ανοίγει τότε το παραθυράκι λίγο λίγο και φώτισε το φως του λύχνου που διανυριζε μέσα.
Αυτό το ”φως” είδε ο Λευτέρης και είπε του Ανδρέα..
-Άντε Αντρέα πάμε, μα πληρωθήκαμε!
Εκείνα τα χρόνια, λέει ο Αλέκος, οι κοπελιές συζητούσαν η μια με την άλλη.
-Άκουσες μωροί οψαργας τη καντάδα;
-Ναι τηνα άκουσα, πχοι και πχοι ‘τανε;
Τέτοιες μυστικές” συζητήσεις έχανε να λένε τότε οι κοπελιές.
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΧΡΟΝΑΚΗΣ ΜΑΡΙΑ (αδελφή) – ΤΣΙΚΝΑΚΗ ΓΙΑΝΝΗ (ανιψιού)
Ο Λευτέρης είχε τη τύχη να γεννηθεί σε μια οικογένεια που ήταν όλοι φιλόμουσοι.
Ο πατέρας του παπάς και λυράρης καθώς ήταν, επηρέασε σε μεγάλο βαθμό το Λευτέρη.
Έχοντας λοιπόν τα πρώτα μουσικά ακούσματα από τον πατερά του, και το φίλο του Κανακη, ξεκίνησε τη βιολολυρα στα δύσκολα χρόνια της κατοχής.
Όλη η οικογένεια αγαπούσε τη μουσική, αφού όλα τα αδέρφισα του έπαιζαν κάποιο όργανο, η τραγουδούσαν.
«Δεν ήθελε τα γράμματα», λέει η ξαδέρφη η Μαρία, παρ όλο που ο πατέρας του ήθελε να τον σπουδάσει.
Αυτός επέμενε να μάθει λύρα.
Έτσι, από μικρός ακόμα, έφηβος, φεύγει από το σπίτι και πάει στο Μαλεβυζι στα αμπέλια για να δουλέψει, με σκοπό να αγοράσει λύρα, αφού ο πατέρας του δεν του έδινε χρήματα.
Σιγά σιγά κατάφερε, όχι μονό λύρα να αγοράσει, αλλά και ένα γραμμόφωνο, που αργότερα θα τον βοηθούσε στα μουσικά ακούσματα.
Φεύγοντας για φαντάρος, δεν ξέχασε να πάρει τη λύρα του στο στρατό, διασκεδάζοντας τους φαντάρους, κατά τη διάρκεια των διαλλειμάτων της εκπαίδευσης.
Όταν απολύθηκε, κατοχή ακόμα, άρχισε να παίζει επαγγελματικά πια, πηγαίνοντας σε γάμους και πανηγύρια της περιοχής.
Συνεργάστηκε με τον Καστελλολευτερη, το Σάββα από τη Φανερωμένη κ.α. γνωστούς καλλιτέχνες.
Παρ’ όλο που θεωρείται ένας από τους σπουδαιοτερους δημιουργούς της εποχής του, ωστόσο δεν κατάφερε να γράψει δίσκο, λογά των δυσκολιών της κατοχής και της σύντομης ζωής του.
Αν και πέθανε πολύ μικρός, μόλις 25 χρονών, κατάφερε να γράψει μουσική ιστορία, αφήνοντας πίσω μια μεγάλη κληρονομία για μας τους νεότερους.
Ποιος δεν έχει ακούσει, και ποιος λυράρης δεν έχει παίξει το Γ Α Λ Ι Α Ν Ο Σ Υ Ρ Τ Ο;
Κάνεις δε γνωρίζει. ακόμα και σήμερα, για πιο λόγο ακριβώς, σκότωσαν το Λευτέρη.
Ίσως ο θάνατος του, μείνει ένα ανεξήγητο μυστήριο.
Πιθανόν όμως κι αυτός, να υπήρξε θύμα του μισούς και των ερίδων, που δημιούργησε ο εμφύλιος πόλεμος, και μάλιστα εντελώς άδικα.
«Τον φαγάνα γιατί τον ζήλευαν», είπε κάποιος στενός συγγενής του.
Μήπως είναι αυτή η μοίρα των ΜΕΓΑΛΩΝ?
Πρόλαβε και αγάπησε, δεν πρόλαβε όμως να πονέσει, πόνεσαν όμως άλλοι για αυτόν.