Του Γιώργου Ελ. Αεράκη
Για τους νεότερους: Τα ξημερώματα της 8ης Δεκεμβρίου 1966 το επιβατηγό-οχηματαγωγό «Ηράκλειον» που εκτελούσε το δρομολόγιο Χανιά-Πειραιάς βυθίστηκε κοντά στο νησί Φαλκονέρα στο Μυρτώο Πέλαγος. Παραμένει το μεγαλύτερο ναυάγιο της ελληνικής ναυσιπλοΐας με 277 νεκρούς.
Εκείνο το βράδυ ο πατέρας μου Λευτέρης Αεράκης (Νταρολευτέρης) ταξίδευε με το πλοίο ΜΙΝΩΣ από το Ηράκλειο προς Πειραιά. Το πλοίο τους έφτασε πρώτο στο σημείο του ναυαγίου και ας δούμε την διήγηση του Νταρολευτέρη στην ντοπιολαλιά του.
«Το καλοκαίρι του 1966, έφυγα από τα Ανώγεια και ήρθα στο Ηράκλειο μαζί με τη γυναίκα μου και τα τρία μου κοπέλια για να αναζητήσω καλύτερη τύχη. Τα κοπέλια μου ήσανε μικιά, μαθητές δημοτικού και Γυμνασίου. Έκανα διάφορες δουλειές του ποδαριού, εργάτης στα σταφιδεργοστάσια, στσι οικοδομές, μέχρι να ανοίξω μαζί με τον κουνιάδο μου το Κίμο το Μανουρά, το Χειμώνα του 1968 το κρητικό μαγαζί «Ερωτόκριτο» απέναντι από την εφημερίδα Μεσόγειο στη Χάνδακος.
Έκια θα λα κάμω καταδιά αν είχε με αφήσει η Αστυνομία και οι άλλες υπηρεσίες του κράτους, γεωνομικό κλπ. Επειδή ήμουνε αριστερός, ερχόταν κάθε δεύτερη μέρα στο μαγαζί για έλεγχο τάχα μου. Μην αντέχοντας την πίεση τα μάζωξα και επήγα στην Αθήνα το 1972, δεύτερη φορά μετανάστης στον ίδιο μου τον τόπο. Αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.
Στα Ανώγεια έκανα αυτό που εκάνανε σχεδόν όλοι. Ήμουνε βοσκός. Το Δεκέμβρη τσι χρονιάς εκείνησας, είχα όλο σχεδόν το μαξούλι, το τυρί δηλαδή, απούλητο. Είχα τον αδερφό μου τον Νταροχαραλάμπη στην Αθήνα και σκέφτηκα να πάω να το πουλήσω έκεια, ήμπα πιάσω πια καλή τιμή.
Επήρα το τυρί και εμπήκα στο καράβι ΜΙΝΩΣ από το λιμάνι του Ηρακλείου για τον Πειραιά στσι εφτά του Δικέμπρη. Ο καιρός ήτανε χειμωνικός.
Άμα ενύχτωσε καλά, όλοι όσοι εταξιδεύαμε εκοιμηθήκαμε στσι καναμπέδες και στσι διαδρόμους. Μια κοπανακιά όντεν εποδιαφώτανε γροικούμε φωνές. Εξυπνήσαμε και εκαταλάβαμε ότι το προσωπικό του καραβιού εφώνιαζε να πάμε στα καταστρώματα και να ξανοίγομε τη θάλασσα ήμπα γδιούμε αθρώπους. Μας είπανε ότι το καράβι που έκανε το δρομολόγιο Χανιά – Πειραιάς που το λέγανε Ηράκλειο εβούλησε. Οι γυναίκες εντακάρανε και εκλέγανε και εκάνανε το σταυρό ντονε. Εγώ επόρισα όξω με κιάλλους. Εξημέρωνε αχνά – αχνά! Εξάνοιγα τη θάλασσα. Μια κοπανακιά, θωρώ έναν άθρωπο – είχα αμάθια τότεσας, οϊ σαν εδά – απάνω σε ένα κομμάτι ξύλο και εκούνανε τη χέρα ντου. Τονε δείχνω στσι άλλους και στσι ναύτες που ήταν μαζωμένοι. Δίδει διαταγή ο αξιωματικός να κατεβεί η βάρκα. Πού να κατεβεί! Τα σκοινιά ήτανε λοθρακιασμένα. Εντακάραμε τσι παναγίες τσι αξιωματικούς. Με τα πολλά εκατέβηκε μιαν άλλη βάρκα και εβγάλαμε απάνω τον άνθρωπο που τάχενε χαγμένα. Είδαμε κι άλλους. Πολλά καράβια είχανε μαζευτεί γύρου γύρου γιατί επήρανε το σήμα. Επαίζανε την σειρήνα ντονε για να δώσουνε κοράγιο στσι αζωντανούς που ήσανιε στη θάλασσα. Ήντα να σασε πω. Χαλασμός Κυρίου! Τότεσάς έφταξε και ένα γκζένο καράβι. Το κατάλαβα γιατί είχε ένα σφυροδρέπανο στη μια ντου μπάντα. Ο θιος τόπεψε! Με ογλήγορες κινήσεις εκατέβασε τσι βάρκες του και εκείνοινα εσώσανε τσι πια πολλούς. Εμείς εσώσαμε μερικούς και ανεβάσαμε και πνιμένους στο καράβι.
Εγώ εξάνοιγα ήμπα γδω ένα κοπέλι, χωριανάκι μας, Καραμπίνης, που εγάτεχα ότι εδούλευε στο καράβι. Ε το κακορίζικο! Επήρε το η θάλασσα δεκαεφτά χρονώ. Μαζί και ένας Ηλιάκης απού τα Σίσαρχα.
Εβγάλαμε απού τη θάλασσα και ένα Χανιώτη βουβό και κουφό που εκράθιενε ένα ξύλο στα χέρια του και δεν το μόλερνε ούτε πάνω στο καράβι. Τα δαχτύλια των χεριών του είχανε δέσει μεταξύ τους.
Έμαθα ύστερα ότι εχαθήκανε μια διακοσοπενηνταριά αθρώποι. Μια νταλίκα έφταιγε λένε που έσπασε τη μπούκα πόρτα. Δεν έφταιγε η νταλίκα. Οι αθρώποι φταίνε. Και στη συνέχεια όπως γίνεται συνήθως στη χώρα μας οι φταίχτες τη βγάλανε με λίγους μήνες φυλακή. Ψεφιές δηλαδή. Κρίμας τσι αθρώπους!
Μετά από κάμποσες μέρες εγιάγυρα στο Ηράκλειο και είδα τη γυναίκα μου και τα κοπέλια μου. Έμαθα ότι η Φερενίκη είχε λύσει τα μαλλιά τζη και εμοιρολογούντονε. Ετσα το κάνουνε οι γυναίκες στον τόπο μας σε μεγάλο πένθος. Εθάριενε η μαύρη ότι εβούλησε το καράβι που ταξίδευα εγώ. Ηράκλειο το καράβι, από το Ηράκλειο εταξίδευα εγώ, εντολαντιστήκανε οι ανθρώποι.
Υ.Γ. Μικρό μνημόσυνο στον Νταρολευτέρη, στην Φερενίκη που είχε λύσει τα μαλλιά της και στους χαμένους του ναυαγίου.
Πηγή: Giorgos El Aerakis