του Αντώνη Κουκλινού
Τα γένια ντου σάμε το μπέτη ολόψαρα και οι μουστάκες του εφτά πατοσσές.
Οι γκυλότες σιντερωμένες τση μπενιάς και τα στιβάνια ντου σαφή καλογυαλισμένα.
Λεβεντόγερος με το κρουσάτο μαντήλι στη κεφαλή, πατεί τη γης και τρίζει.
Χορευτής και τραγουδιστής, από τσι καλά καλούς και το πλιά σπουδαίο, σεμνός στη παρέα.
Να σταθείς δίπλα ντου, το μόνο που θα σκεφτείς είναι, νάτονε τρόπος να του μοιάσεις.
Με το (μ)πόδα απάνω σ’ άλλο, ρεμβάζει στα σοκάκια τση σκέψης του, παρέα με το ρακοπότηρο και το παγούρι με τη ρακή σαφή γεμάτο.
Το τσακάκι το χει πάντα στη ζωστήρα, για να κόβγει φεταλάκια το τυροζούλι.
Με τα μακρά δαχτύλια ντου πχιάνει το ποτήρι και τση θέτει μνιά και πάει κάτω.
Είναι ώρα να σκολάσει η αδυναμία ντου…
Το στεροβίζι τση θυγατέρας του απού ‘ χει και τ’ όνομά ντου.
Σηκώνεται και παίρνει τη στράτα, σάμε το σκολειό.
Καμαρωτός, καμαρωτός, βαστά το γλάνι απου τη χέρα και περνά τη μεσοχωργιά να το νε ιδούνε.
Περνά απόξω απου τα καφενεία και ούλοι του φωνιάζουνε…
-Καπετά Γιώργη… κόπχιασε να σε κεράσωμε με τη παρέα σου…!!!
-Εδά δε ταιργιάζει… άλλη βολά…
Το κατέχουνε πως δε θα κάτσει σε κιανένα καφενέ, μα είναι τιμητικό να σε προσκαλούνε…
Το γλάνι μαθαίνει κι εκείνο πως ο καπετά Γιώργης δε ν’ είναι όπχιος, όπχιος…
Έχει κόζι και ούλοι το νε σέβουνται.
Καμαρώνει και κορδώνεται πεσίχαρο, για το ν’ άντρα που του βαστά τη χέρα και το γιαγέρνει κάθα μεσημέρι απου το σκολειό στση μάνας του.
Τυχερό το Γιωργιό… έχει το λεβεντόγερο παππού και ονειρεύγεται σα μεγαλώσει, να του μνιάσει.
Ίντα καλύτερο θέλει ο άθρωπος στα νεϊκάτα ντου, από το πρότυπο τση λεβεντιάς και τση ταπεινοφροσύνης, του καπετά Γιώργη.
Η ηλικία τ’ αθρώπου είναι η σοφία του μνιαλού ντου και η συμβουλή του γέρο, είναι ωφέλιμη, σε κάθε σπίτι.
Είναι το παράδειγμα ο καπετά Γιώργης για ούλους, να μάθουνε να ‘γαπούνε και να σέβουνται.
Γιατί ο προορισμός του αθρώπου είναι, να προσφέρει όσο ζει και σαλεύγει.
Οντε πομένει μνια ξεθωργιαζμένη φωτογραφία στη φεύγα ντου, οι αναμνήσεις καλές είναι μα… δε (μ)πγιάνουνε και πολύ τόπο…