Ο κύριος Παπαδόπουλος έσπρωξε την πόρτα της τάξης με τη χαρακτηριστική του αδεξιότητα, κρατώντας στο ένα χέρι τον μαύρο κατάλογο και στο άλλο την καφέ δερμάτινη τσάντα του. Οι μαθητές ήξεραν τι θα ακολουθούσε – η καθημερινή τελετουργία είχε αρχίσει.
“Καλημέρα σας”, είπε με τη βαριά φωνή του, τοποθετώντας προσεκτικά την τσάντα στην έδρα. Οι μαθητές απάντησαν εν χορώ, αλλά εκείνος μόλις που άκουσε – η βαρηκοΐα του έκανε κάθε χαιρετισμό να ακούγεται σαν μακρινός ψίθυρος.
Έβγαλε από την τσάντα του ένα παλιό ρολόι τσέπης. Τα χέρια του, συνηθισμένα από χρόνια δουλειάς στο μαγαζί του πατέρα του, άρχισαν να περιεργάζονται το μηχανισμό. Άνοιξε τον κατάλογο με το άλλο χέρι, τα μάτια του σάρωσαν τη σελίδα.
“Αναστασίου!”, αναφώνησε. “Στον πίνακα!”
Ο Αναστασίου σηκώθηκε διστακτικά. Όσο εκείνος προσπαθούσε να πει το μάθημα, ο καθηγητής είχε απορροφηθεί στο ρολόι, σκαλίζοντας τα μικροσκοπικά γρανάζια με ένα λεπτό κατσαβίδι.
“Εεε… κύριε…”, τραύλισε ο Αναστασίου. “Δεν… δεν το διάβασα καλά…”
Ο καθηγητής σήκωσε το βλέμμα του από το ρολόι, τα μάτια του άστραψαν. “Κάτω!”, είπε κοφτά. “Μηδέν!”
“Καρράς!”, φώνησε αμέσως μετά. Η ίδια σκηνή επαναλήφθηκε. Ο Καρράς στεκόταν άφωνος μπροστά στον πίνακα, ενώ ο καθηγητής πάλευε με το ξεροκέφαλο ρολόι.
Τα νεύρα του καθηγητή είχαν αρχίσει να φαίνονται. Το κατσαβίδι χτυπούσε όλο και πιο δυνατά στο τραπέζι. “Κάτω κι εσύ!”, φώναξε στον Καρρά. “Άλλο μηδέν!”
Με τα χέρια του να τρέμουν ελαφρά από την ένταση, γύρισε άλλη μια σελίδα του καταλόγου. “Γιαννόπουλος !”, βρυχήθηκε. “Έλα η σειρά σου!”
Η τάξη κράτησε την ανάσα της. Ο Γιαννόπουλος σηκώθηκε αργά από το θρανίο του, ενώ το ρολόι στην έδρα συνέχιζε να περιμένει υπομονετικά τη διάγνωσή του..
“Κύριε καθηγητά θέλω να ζητήσω συγνώμη. Ξεκίνησα να διαβάζω το πολύ ενδιαφέρον μάθημα σας, όταν ακούω φασαρίες από την αυλή μας. Ήταν οι γονείς μου οι οποίοι έκαναν σαν μουρλοι. Η γίδα μας, ξαπλωμένη στο χώμα να είναι έτοιμη για ψόφο. Η μάνα μου να ουρλιάζει, πάει η γιδαααααααα!!! Μπομποοοο!!
Ο πατέρας μου, στενοχωρημένος, πρέπει να έρθει στο Δώριο στον κτηνίατρο με τα πόδια. Το ακούω εγώ και του λέω, άσε πατέρα θα πάω εγώ με το ποδήλατο. Αλλά καθώς ετοιμαζόμουν, κύριε, έσκασε το λάστιχο! Δεν πειράζει, λέω, θα πάρω το γαϊδούρι του παππού. Πάω στο στάβλο, αλλά ο γάιδαρος είχε φάει όλο το τριφύλλι του γείτονα και είχε πρηστεί σαν μπαλόνι!
Τρέχω τότε στη γιαγιά μου που ξέρει από βότανα. ‘Γιαγιά’, της λέω, ‘η γίδα είναι άρρωστη και ο γάιδαρος πρησμένος!’ Εκείνη αρχίζει να ψάχνει τα βότανά της, αλλά την ίδια στιγμή ο κόκορας του σπιτιού άρχισε να κυνηγάει τις κότες και μπήκαν όλες μες στον κήπο με τα βότανα! Φαντάζεστε την καταστροφή, κύριε!
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, περνάει ο Μήτσος ο τσοπάνης και μου λέει ότι είδε τα πρόβατά μας να τρέχουν προς το ρέμα. Αφήνω τη γίδα, το γάιδαρο, τις κότες και τρέχω για τα πρόβατα. Τελικά δεν ήταν τα δικά μας, αλλά του μπάρμπα-Θανάση που είχαν ξεφύγει!
Γυρνάω πίσω κουρασμένος και βλέπω τη γίδα να τρώει ήρεμα το βιβλίο των αρχαίων που είχα αφήσει στην αυλή! Κύριε, προσπάθησα να το σώσω, αλλά είχε φάει ήδη το μάθημα της ημέρας! Τι να έκανα;Έτσι δεν μπόρεσα να διαβάσω. Σας ζητώ συγνώμη δεν θα ξαναγίνει.
Όταν ο Γιαννόπουλος τελείωσε τον μακροσκελή του λόγο, ο καθηγητής, εντυπωσιασμένος από τη φαινομενική ροή του λόγου του μαθητή, αναφώνησε: “Τι να πω, μένω άφωνος, τι να πω. Είδες Γιαννόπουλε όταν θέλουμε πως διαβάζουμε; Είδες ότι μπορείς να διαβάσεις άμα θέλεις; Συγχαρητήρια ρε Γιαννόπουλε, με χαρά θα σου βάλω 19. Γιαννόπουλε έγινες το καλύτερο παράδειγμα στην τάξη σου!! Μπράβο, μπράβο, μπράβο!!”
Η τάξη προσπαθούσε να συγκρατήσει τα γέλια.
Αληθινή ιστορία!!
Στάθης Μητρόπουλος
Φωτογραφία: Αλέξανδρος Γέροντας
Πηγή: Ομφαλός της γης