Ο κυρ Αντώνης πάει καιρός
που ζούσε στην αυλή
μ’ ένα κρεβάτι, ένα κανάτι
και με κρασί πολύ.
Είχε δυο μάτια γαλανά
κι αχτένιστα μαλλιά,
κι ένα λουλούδι πάντα φορούσε
στα ρούχα τα παλιά.
Αχ κυρ Αντώνη πώς σ’ αγαπάμε
και μαζί σου τ’ άστρα μετράμε,
τις φωτιές για σένα πηδάμε
ώσπου να ‘ρθει βροχή
και τον καημό σου πάντα ξεχνάμε,
σαν πουλιά μαζί τριγυρνάμε,
σαν παιδιά με σένα γελάμε
σαν κάνεις προσευχή.
Μα ο κυρ Αντώνης βιάζεται
να πάει να κοιμηθεί,
γιατί το βράδυ στα όνειρά του
θέλει να θυμηθεί
ό,τι ποτέ δεν έζησε
μες στ’ όνειρό του ζει
μα η νύχτα φεύγει και λυπημένο
τον βρίσκει η χαραυγή.
Μα ένα βράδυ ο κυρ Αντώνης
στρώνει να κοιμηθεί,
κι όταν ξυπνάμε τον καρτεράμε
στην πόρτα να βρεθεί.
Μα ο κυρ Αντώνης δε θα βγει
ποτέ του στην αυλή,
αφού για πάντα μες στ’ όνειρό του
θέλησε πια να ζει.
Μάνος Χατζιδάκις
Πηγή: Πρόσωπα