Του Μιχάλη Στρατάκη*
Όλοι οι γειτόνοι στα Καμίνια, «κουμουνιστή» τον εκατέχαμε κι ετσά τον ελέγαμε.
Δεν τονε πολυθωρούσαμε, γιατί πότε στη φυλακή ήτανε και πότε τονε βολοσέρνανε οι χωροφυλάκοι για ανακρίσεις.
Μα κι άμα τονε θωρούσαμε, πολύ λίγοι του κοντοσιμώναμε κι ακόμη λιγότεροι του μιλούσαμε.
Γιατί, εκειά απού ναι ριζωμένη η φτώχεια, εκειά πάει και φωλιάζει κι ο φόβος.
Είχαμε κι έναν άλλο γείτονα απού ‘χε το κονάκι του στολισμένο με φωτογραφίες βασιλιάδων κι όλοι οι μεγάλοι ελέγανε πως ήτανε «τση κατάστασης» και πως είχε «μπάρμπα στην κορώνη».
Με το που ήρθε η χούντα του ’67, πριχού νυχτώσει κι όλας, τρεις χωροφυλάκοι εσπάσανε την ξεκουρμουλωμένη οξώπορτα του «κουμμουνιστή» και τονε κωλοσύρανε σ’ ένα αμάξι.
Στη θέση του συνοδηγού εκαθότανε σαν το γύφτικο σκεπάρνι, ο άλλος γείτονας, αυτός με τση βασιλιάδες.
Μεγάλο σούσουρο εγίνηκε στη φτωχογειτονιά και τη μάνιτα των αθρώπω εμπόριες να τηνε πιάσεις στη χέρα σου.
Μα κιανείς δεν εμίλιε.
Μοναχά τα μάθια τους εμιλούσανε, με τση σπίθες απού επετούσανε κατά τ’ αμάξι τω χωροφυλάκω.
Για κάμποσους χρόνους εχάσαμε τονε τον «κουμμουνιστή» γείτονα.
Οι μεγάλοι ελέγανε πως ήτανε εξορία.
Επεράσανε τα χρόνια, έπεσε η χούντα.
Ένα κοπέλι του γείτονα απού ‘χε «μπάρμπα στην κορώνη», αρρώστησε βαρειά.
Εβάλανε το στο νοσοκομείο κι οι γιατροί εβγάλανε απόφαση πως έπρεπε να χειρουργηθεί ντελόγο.
Κι επέψανε τον κύρη του να πάει να βρει αθρώπους, για να δώσουνε αίμα και να γενεί η εγχείρηση.
Εντάκαρε ο πατέρας να χτυπά πόρτες συγγενών και φίλων.
Ελάχιστες ανοίξανε.
Μα έπρεπε να βρεθεί αίμα, γιατί αλλιώς το κοπέλι θα πόθαινε.
Εκαθότανε στο διάδρομο του νοσοκομείου ο κακομοίρης ο πατέρας κι εβάστα την κεφαλή του, που ήτανε ασήκωτη από της απόγνωση.
Και ξαφνικά, αναθάρρησε.
Τέσσερις αθρώποι εφτάξανε ομπρός του.
«Ήρθαμε για να δώσωμε αίμα για το κοπέλι» του ΄πανε.
Κι εκείνος έβαλε τα κλάηματα.
Ήτονε ο «κουμουνιστής», η γυναίκα του και οι δυο μεγάλοι γιοί του.
Το κοπέλι, τελικά, εσώθηκε.
Όπως είχε σωθεί και η Αθρωπιά.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς